«Η ελληνική διπλωματία, χωρίς φανφάρες και μεγαλοστομίες, κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες υπεράσπισης του εθνικού συμφέροντος, καθώς και των δικαιωμάτων των Ελλήνων αξιωματικών», τονίζει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς σε μία συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης στην εφημεριδα Documento.
Ο κ. Κοτζιάς εκτιμά ότι οι προκλητικές κινήσεις της Τουρκίας αποτελούν προς το παρόν «προσπάθεια δημιουργίας χαμηλής έντασης κρίσης» και λέει ότι εδώ και τρία χρόνια υπογραμμίζει «προς κάθε πλευρά ότι η συμπεριφορά της Τουρκίας μπορεί να οδηγήσει σε ατύχημα ή και λάθος», γι’ αυτό και θεωρεί ότι πρέπει να είναι «ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας, ώστε να μην μετεξελιχθεί αυτό το λάθος σε θερμότερο επεισόδιο».
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι «τώρα έχει πλέον ωριμάσει η λύση» για τα δύο μεγάλα εθνικά θέματα, της Αλβανίας και της πΓΔΜ, καθώς οι προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας άρχισαν από το 2015. Ειδικότερα, σχετικά με την επίλυση του ονοματολογικού με την πΓΔΜ δηλώνει «συγκρατημένα αισιόδοξος», καθώς «τώρα δείχνει να ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας», το οποίο «αξιοποιούμε».
Ωστόσο, αποσαφηνίζει ότι η αλλαγή του συντάγματος της πΓΔΜ «σημαίνει, πρώτον, την υλοποίηση του erga omnes, δηλαδή της χρήσης του νέου ονόματος σε όλες τις περιπτώσεις, διεθνώς και εσωτερικώς, καθώς και την αποφυγή μελλοντικών τριβών που θα προέκυπταν χωρίς αυτή την αλλαγή.
Δεύτερον, ότι αποφεύγεται στο μέλλον μια διαφορετική κυβέρνηση στη γείτονα να ζητήσει λογαριασμό για παραβίαση του συντάγματος εφόσον η διεθνής συμφωνία θα “παρεκκλίνει” από τις προβλέψεις του». Ο κ. Κοτζιάς αποκρούει τις κατηγορίες των κομμάτων της αντιπολίτευσης περί “μυστικής διπλωματίας” τονίζοντας ότι όλα τα αιτήματα ενημέρωσης «ικανοποιούνται με τον κατάλληλο τρόπο» και επισημαίνει ότι υποψιάζεται «ότι δεν θέλουν λύση στο πρόβλημα.
Κάτι τέτοιο είναι βαθιά ανεύθυνο». Ειδικότερα, αναφορικά με την Τουρκία και το ζήτημα με τους δύο Έλληνες αξιωματικούς, ο υπουργός Εξωτερικών εξηγεί: «Καταγράφουμε τις προκλητικές συμπεριφορές της Τουρκίας σε βάρος μας όσο και σε βάρος τρίτων, όπως η επέμβασή της στη Συρία και στο Ιράκ, η κατάρριψη ρωσικού αεροπλάνου, οι πολύχρονες κρατήσεις Γερμανών υπηκόων, η διάθεση σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Καλούμε, δε, την Τουρκία να μην προσπαθήσει από μια τέτοια κατάσταση να δημιουργήσει ένα μεγάλο πολιτικό γεγονός και μια παρατεταμένη παραβίαση του διεθνούς δικαίου».
Παράλληλα, εκτιμά ότι «κάθε μέρα που περνά είναι μια μέρα παραπάνω στη συνέχιση μιας προκλητικής κίνησης της Τουρκίας. Κίνηση που προς το παρόν αποτελεί προσπάθεια δημιουργίας χαμηλής έντασης κρίσης». Ερωτηθείς, αν συμμερίζεται την ανησυχία που εξέφρασε πρόσφατα ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, για το ενδεχόμενο επεισοδίου – σύγκρουσης μεταξύ της Ελλάδος και της Τουρκίας, ο υπουργός Εξωτερικών υπενθυμίζει ότι εδώ και τρία χρόνια υπογραμμίζει «προς κάθε πλευρά ότι η συμπεριφορά της Τουρκίας μπορεί να οδηγήσει σε ατύχημα ή και λάθος. Ότι, επιπλέον, πρέπει κανείς να έχει ανοικτά τα κανάλια επικοινωνίας, ώστε να μην μετεξελιχθεί αυτό το λάθος σε θερμότερο επεισόδιο».
«Όπως έχω εξηγήσει», αναφέρει, «η νευρικότητα της Τουρκίας είναι πολύ μεγάλη και μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις κάθε άλλο παρά ειρηνικές και ορθολογικές.
Όταν ο διπλανός σου περνά περίοδο με ισχυρά τα αισθήματα της «κρίσης αλαζονείας και αίσθησης ότι μπορεί να κάνει ό,τι θέλει» σε συνδυασμό με «φόβο και αισθήματα ανασφάλειας», εσύ πρέπει να είσαι πολύ μετρημένος. Αυτό δεν είναι αδυναμία, αλλά στάση ισχυρής ευθύνης και υπευθυνότητας».
Σχετικά με την ορθότητα της επίσκεψης Ερντογάν στην Αθήνα ο κ. Κοτζιάς αναφέρει ότι «στην εξωτερική πολιτική δεν δρας με βάση τις προτιμήσεις σου αλλά με βάση τι είναι αναγκαίο και συμφέρει τη χώρα, την ειρήνη στην περιοχή και τη σταθερότητα». Και προσθέτει: «Η χώρα δεν χρειάζεται έναν υπουργό Εξωτερικών που συναντά μόνο όσους του είναι συμπαθείς.
Η εξωτερική πολιτική θέλει ευθύνη, μέτρο, υπομονή, νηφαλιότητα, επάρκεια γνώσεων και εμπειρίας. Να γνωρίζεις, επίσης, πότε και γιατί μιλάς». Σχετικά με το ονοματολογικό ο κ. Κοτζιάς εξηγεί ότι η χώρα μας όλο το προηγούμενο διάστημα, και μάλιστα στις στιγμές της μεγαλύτερης κρίσης της πΓΔΜ, επέδειξε «υπευθυνότητα και εγκράτεια λόγω των ειδικών συνθηκών των σχέσεών μας» και αναδεικνύει ως ιδιαίτερης σημασίας προς τη διαμόρφωση καλύτερου κλίματος μεταξύ των δύο χωρών τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) που έβαλε μπροστά η ελληνική πλευρά. «Η συμφωνία», αποσαφηνίζει ο υπουργός Εξωτερικών, «πρέπει να είναι συμφωνία – πακέτο.
Να εμπεριέχει ζητήματα που συζητάμε με τον OHE, την εξάλειψη των αλυτρωτισμών και την πρόβλεψη μέτρων και συνθηκών μη επανεμφάνισής τους, τη στήριξη της ένταξης της γείτονος στους διεθνείς οργανισμούς, κοινές δράσεις. Οι τελευταίες μαζί με τα σημερινά ΜΟΕ θα συμπτυχθούν σε ένα σχέδιο δράσης στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονται θετικά στοιχεία της μελλοντικής μας συνεργασίας σε όλους τους τομείς διεθνούς πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, όπως ο πολιτισμός και η περίθαλψη. Όλα αυτά ασφαλώς χρειάζονται χρονοδιαγράμματα προκειμένου να υλοποιηθούν. Ασφαλώς και κάτι τέτοιο δεν είναι εφαρμογή κάποιας αφηρημένης μεθόδου σαλαμοποίησης, αλλά στοιχείο πραγματισμού, ρεαλισμού, αποφασιστικότητας και αίσθημα υπευθυνότητας».
Ερωτηθείς μήπως θα αρκούσε μια διεθνής συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες, προκειμένου να μην χρειαστεί η πΓΔΜ να προχωρήσει σε συνταγματικές αλλαγές, ο κ. Κοτζιάς υπογραμμίζει ότι «με βάση το άρθρο 27 της Συνθήκης της Βιέννης για τις Συνθήκες, το περιεχόμενο τους κατισχύει της εθνικής νομοθεσίας.
Όμως αυτή η αρχή όλο και πιο συχνά δεν εφαρμόζεται. Γνωρίζουμε τις αποφάσεις εθνικών συνταγματικών δικαστηρίων κρατών μελών της EE ως προς την υποταγή ή μη της εθνικής νομοθεσίας στην ευρωπαϊκή σε ζητήματα που άπτονται του σκληρού πυρήνα του συντάγματος, και το όνομα είναι τέτοιο.
Σύμφωνα με αυτές, το σύνταγμα κατισχύει κάθε διεθνούς συμφωνίας». Παράλληλα, ο υπουργός Εξωτερικών εκφράζει την εκτίμηση ότι «όλο και περισσότερο γίνεται κατανοητό στην ελληνική κοινωνία ότι οι διαφορές μας με τις δύο βόρειες / βορειοδυτικές γειτονικές χώρες αφορούν ζητήματα ιστορίας, πολιτισμού, κληρονομιάς κ.ο.κ. Αντίθετα, με την προς Ανατολάς γείτονα τα ζητήματα που έχουν προκύψει είναι πιο “σκληρά”. Άπτονται άμεσα γεωπολιτικών και γεωστρατηγικών μας συμφερόντων.
Απόφασή μας είναι, λοιπόν, να λύσουμε όποια εκκρεμότητα υπάρχει και μπορεί να λυθεί και να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας στα πραγματικά δύσκολα προβλήματα. Δύσκολα, όχι εξαιτίας μας, αλλά λόγω του δύσκολου χαρακτήρα τρίτων». Υποστηρίζει, δε, απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ότι ιδιαίτερα «τώρα που βγαίνουμε από την κρίση πρέπει να αναπτύξουμε τις συνεργασίες μας για τη μέγιστη δυνατή ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής, κάτι που θα έχει θετικά ωφελήματα για όλους τους εργαζομένους της χώρας.
Η απάλειψη των εμποδίων που υπάρχουν για την ανάπτυξη αυτών των συνεργασιών θα έχει θετικές επιπτώσεις στις προοπτικές της χώρας και θα ενισχύσει τον σταθεροποιητικό και αναπτυξιακό της ρόλο στην περιοχή». Τέλος, αναφορικά με τη στάση της Τουρκίας στην κυπριακή ΑΟΖ ο υπουργός Εξωτερικών επισημαίνει ότι «το κεντρικό συμπέρασμα είναι (κάτι στο οποίο συμφωνούμε απόλυτα με την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας) ότι ορθώς θέσαμε στο Κραν Μοντανά το θέμα των εγγυήσεων και των παρεμβατικών δικαιωμάτων της Τουρκίας.
Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γινόταν σήμερα αν η Τουρκία διέθετε τέτοια δικαιώματα και μάλιστα νομιμοποιημένα από την Ελλάδα και την Κυπριακή Δημοκρατία; Το αντίστροφο συμπέρασμα είναι αυτό που πρεσβεύει ο τουρκικός μεγαλοσοβινισμός και αυταρχισμός».
Σοφία Αραβοπούλου, ΑΠΕ-ΜΠΕ