Τη θυμάμαι ν’ ανάβει το κερί και το θυμιατό, να βράζει στάρι και να ξεφλουδίζει ρόδια κι αμύγδαλα. Έπειτα ετοίμαζε το πιάτο και το ακουμπούσε κεντρικά στο τραπέζι.
«Είναι για τις ψυχές», μας έλεγε.
Τίποτε το μακάβριο σ’ όλα αυτά αλλά αόριστη μια γλύκα που έδενε με τον δριμύ αέρα της πιο ανυπόμονης άνοιξης και μ’ έναν ήλιο – βασιλιά που βασίλευε χωρίς να πάψει ούτε στιγμή να βασιλεύει.
Ποιες ήταν οι ψυχές; Πού ήταν; Δεν ξέραμε. Απλώς τη χαζεύαμε που θυμιάτιζε τις κρεμασμένες φωτογραφίες στο σαλόνι. Είχαμε, βλέπεις, έτσι την ευκαιρία να τρυπώνουμε σ’ αυτό το διαρκώς κλειστό και κρύο δωμάτιο που το λειτουργούσαμε μόνο στις γιορτές. Εξ’ ου και το μεταφορικό του όνομα «Σιβηρία».
Έπειτα, σαν να γαλήνευε, καθόταν να μπαλώσει ένα ρούχο ή να σιδερώσει, ενώ το πρόσωπό της χαραζόταν από μια ακτίδα του ήλιου. Ο φεγγίτης ήταν ακριβώς από πάνω της. Κι εμείς χαζεύαμε τις άπειρες σκόνες που χόρευαν και στροβιλίζονταν μέσα στο πεδίο του φωτός.
Να ’ταν αυτές οι ψυχές; Και να ’ρχονταν έτσι πρόθυμα σαν αστραφτερά τίποτε, απλώς για να της στεφανώσουν το κεφάλι; Ο πατέρας της, η μητέρα της, τ’ αδέλφια της, οι φίλοι της που δεν ζούσαν, αλλά που υπήρχαν στην καθημερινή της ομιλία σαν παραμύθι, σαν παρηγορία. Αβίαστα, λες και τους μιλούσε. Σαν να ήταν μόλις χθες η αναχώρησή τους…