Συναντηθήκαμε στο σπίτι της, στην Έγκωμη, παραμονή του τρισάγιου που θα γινόταν την Παρασκευή στα Φυλακισμένα Μνήματα. Πίσω της, επάνω σε ένα τραπεζάκι και στον τοίχο, τρεις φωτογραφίες του μεγαλύτερού της αδελφού.
- Μπαίνετε και στον χώρο της αγχόνης; Αυτό, όχι. Μου είναι αδύνατον. Δεν το μπορώ. Μπήκα μόνο μία φορά και βγήκα αμέσως.
- Πόσων ετών ήσασταν όταν απαγχονίστηκε ο Ευαγόρας; Είχαμε δυόμισι χρόνια διαφορά. Ήμουν «η μικρή του αδελφή». Ήμουν σχεδόν 17 ετών και τα θυμάμαι όλα καθαρά, με κάθε λεπτομέρεια, από τη σύλληψή του, στις 18 Δεκεμβρίου του ‘56… Όλα είχαν γίνει πολύ βιαστικά, θυμάμαι: η σύλληψη, η δίκη, η καταδίκη, ο απαγχονισμός του στις 13 Μαρτίου, λίγο πριν αλλάξει η μέρα. Ο παπά-Αντώνης, που βρισκόταν εκεί, μας είχε πει ότι άκουσε ξαφνικά ένα θόρυβο, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ένα δυνατό κρότο. Ήταν η καταπακτή.
- Τι άλλο σας είπε ο ιερέας; Ότι ήταν πανέτοιμος. Πολύ ψύχραιμος. Ήρεμος. Δυνατός. Όσα είπαν έμειναν μεταξύ τους. Ο παπά-Αντώνης του ζήτησε στο τέλος τον σταυρό που φορούσε για να τον έχουμε ενθύμιο, αλλά ο Ευαγόρας του είχε απαντήσει «όχι πάτερ, θέλω να έχω μαζί μου τον σταυρό μου» και ευχήθηκε να ήταν ο τελευταίος. Όπως και έγινε. Τον ρώτησε επίσης ο πάτερ γιατί δεν είχε τρέξει για να φύγει όταν τους είχαν εντοπίσει οι Άγγλοι, έξω από τη Λυσό. Εκείνος σήκωσε τα μάτια του, τον κοίταξε και του είπε: «πάτερ, δεν είμαι δειλός!». Σκέφτομαι, πολλές φορές, πως επειδή ήταν αθλητής ο Ευαγόρας, αν έτρεχε, θα σωζόταν. Μπορούσε. Αλλά δεν έτρεξε.
- Τι σας έλεγε για την ποίηση που έγραφε; Α, όχι. Αυτό δεν είχε ειπωθεί ποτέ, ήταν κάτι σαν κοινό μυστικό, αλλά έβλεπα επάνω στο γραφείο του τις σημειώσεις του – μέσα σε τετράδια, σε λευκώματα, ακόμη και στο περιθώριο των εφημερίδων έγραφε. Μπορεί να γύριζες ας πούμε τις σελίδες στο τετράδιο της χημείας ή των μαθηματικών του και ξαφνικά να έπεφτες επάνω σε ένα ποίημα.
- Τι χαρακτήρας ήταν; Χαμηλών τόνων. Ταπεινός. Δίκαιος με τους συμμαθητές του. Με τις ιδέες του, τα πιστεύω του… Είχε παρέες, αλλά ήταν ταυτόχρονα και μοναχικός – ήταν κάποιες στιγμές που προτιμούσε να απομονώνεται. Προφανώς για να γράφει τις σκέψεις του.
- Θυμάστε την τελευταία φορά που τον είδατε; Ναι, σα να ‘ταν τώρα. Ήταν 13 Μαρτίου του ’57. Είχαμε πάει το πρωί οικογενειακώς στις Φυλακές, καθίσαμε εκεί για δέκα λεπτά περίπου, ύστερα φύγαμε, πήγαμε στου Χατζησάββα και μείναμε για λίγο εκεί μέχρι να μας επιτραπεί και να ξαναπάμε. Κατά τις τρεις το μεσημέρι επιστρέψαμε. Η μητέρα μου είχε μαζί της τον σταυρό, γιατί είχε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσαμε να τον αγκαλιάσουμε, να τον δούμε και να του τον φορέσει. Αλλά αυτό δεν έγινε. Μας χώριζαν τα συρματοπλέγματα μέσα από το κελί του, εκείνα που, αν κοιτάζεις για λίγη ώρα τον άλλον, στο τέλος βλέπεις μόνο μια φιγούρα, όχι πρόσωπο. Δεν είπαμε πολλά. Τι να πούμε, άλλωστε; Μας αποχαιρέτησε. Βάλαμε το χέρι στο σύρμα και είπαμε «γεια σου»… Κανένας μας δεν λύγισε μπροστά του – ούτε η μάνα μας. Η όλη στάση του μας το «απαγόρευε». Ο καθένας μόνος του μετά… Την επόμενη μέρα, το πρωί, το μετέδωσε το ράδιο (συγκινείται).
- Δεν ξεπεράσατε πια τον θάνατό του; Μερικοί μου λένε «πέρασαν τόσα χρόνια…». Ούτε ξεπέρασα, ούτε θέλω να ξεπεράσω τη θυσία του Ευαγόρα. Εγώ βλέπω ακόμη τη φιγούρα του μπροστά μου: αθλητικό, όμορφο, δυνατό. Ο Ευαγόρας είναι ο ήρωας για όλη την Κύπρο, αλλά είναι και ο αδελφός μου. Μιλώ, άλλωστε, σ’ εκείνον πάντα σε χρόνο ενεστώτα, όχι αόριστο. Τον έχω συνεχώς στη σκέψη μου. Όταν έχω κάποιο θέμα, κάποιο πρόβλημα, του απευθύνομαι. Του μιλώ σαν να είναι εδώ. Μαζί μου. Είναι εδώ! Είναι παρών.