Back to top

Γιατί ο Αρχάγγελος του Θεού φανέρωσε τη γέννηση του Χριστού πρωταρχικά στους ποιμένες;

27/12/2019 - 14:20

Καθώς μελετά κάθε Χριστιανός τα αναφερόμενα στη Γέννηση του Χριστού στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, βλέπει ότι το πιο μεγάλο κοσμοϊστορικό γεγονός έγινε από έναν Αρχάγγελο του Θεού, φανερό πρωταρχικά σε κάποιους απλοϊκούς ποιμένες που φύλαγαν λίγο πιο πέρα από τη Βηθλεέμ τα ποίμνιά τους «αγραυλούντες» (γλ. Λουκ. 2,8).

Χωρίς δε να το θέλει, θα διερωτάται ίσως το γιατί αξιώθηκαν οι απλοϊκοί εκείνοι ποιμένες να αντικρίσουν με τα μάτια τους το εξαίσιο εκείνο όραμα, κατά το οποίο τους περιέλαμψε «δόξα Κυρίου», δηλ. ένα φως θεϊκό, ενώ ταυτόχρονα ο Αρχάγγελος τους ευαγγελίσθηκε το πιο χαρμόσυνο γεγονός των αιώνων, την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, δηλ. τη Γέννηση του Χριστού – Σωτήρα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνεται, κατά τη γνώμη μας, με τα όσα αναφέρονται από τον ιερό Ευαγγελιστή στη συνέχεια (στην οποία γίνονται φανεροί ξεκάθαρα οι πιο κάτω λόγοι:

– Εξαιτίας της προθυμίας που έδειξαν να γνωρίσουν ευθύς αμέσως τον νεογέννητο Χριστό – Μεσσία.

Μόλις εξαφανίσθηκε από τα μάτια τους το θέαμα του Αρχαγγέλου και των Αγγέλων, που ανεβοκατέβαιναν στην κλίμακα, που είχε ενώσει τον ουρανό με τη γη, ψάλλοντας το «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, επί γης ειρήνη, εν ανθρώπoις ευδοκία» (Λουκά 2,14), οι ποιμένες εκείνοι στράφηκαν ο ένας προς τον άλλο και είπαν: «Διέλθωμεν δη έως Βηθλεέμ και ίδωμεν το ρήμα τούτο το γεγονός, ο ο Κύριος εγνώρισε ημίν» (Λουκά 2,15). Ας πάμε δηλαδή γρήγορα στη Βηθλεέμ, για να ιδούμε από κοντά το μεγάλο θαύμα, που έγινε αυτό το βράδυ και που μας φανέρωσε ο ίδιος ο Θεός με τους Αγγέλους του. Αυτή δε ακριβώς η προθυμία τους να σπεύσουν στη Βηθλεέμ, για να ιδούν από κοντά τον νεογέννητο Χριστό και να εισδύσουν βαθύτερα στα όσα τους είχε φανερώσει ο Θεός, φανερώνει, κατά τη γνώμη μας, το βάθος της πίστης των ποιμένων και της καθαρής τους καρδιάς. Για τον λόγο αυτό είναι ασφαλώς και ένας από τους λόγους, για τους οποίους αξιώθηκαν να προσκυνήσουν πρώτοι τον Χριστό, ενώ έγιναν πρότυπα προθυμίας και πίστης μέσα στους αιώνες.

– Εξαιτίας της έμπρακτης αγάπης τους

Ύστερα από την απόφαση που πήραν οι απλοϊκοί ποιμένες, λέγει ο ιερός ευαγγελιστής ότι «ήλθαν σπεύσαντες» (Λουκ. 2,16). Δεν καθυστέρησαν δηλ. ούτε στιγμή, αλλά πραγματοποίησαν ευθύς αμέσως τα σχέδιά τους, παίρνοντας μαζί τους στον δρόμο προς τη Βηθλεέμ, κατά την παράδοση, και κάποια δώρα της αγάπης τους, δηλ. λίγο γάλα, λίγο τυρί και ό,τι άλλο διέθεταν εκείνη τη στιγμή, για τον νεογέννητο Μεσσία. Από την παράδοση δε αυτή γίνεται φανερή όχι μονάχα η μεγάλη προθυμία τους να γνωρίσουν από κοντά τον νεογέννητο Μεσσία, αλλά και η έμπρακτη ταυτόχρονα αγάπη τους, που ήταν οπωσδήποτε καρπός της ακράδαντης πίστης τους.

– Εξαιτίας της αληθινής λατρείας του Χριστού – Μεσσία

Ένας τρίτος λόγος, που έκανε τους ποιμένες άξιους για το όραμα που είδαν, ήταν ασφαλώς και η αληθινή λατρεία τους προς τον Χριστό – Μεσσία που φάνηκε στα όσα ακολούθησαν. Όταν έφθασαν δηλαδή στο ταπεινό σπήλαιο της Βηθλεέμ και αντίκρισαν με τα ίδια τα μάτια τους τον νεογέννητο Χριστό, που βρισκόταν εσπαργανωμένος στη φάτνη «εν μέσω δύο ζώων» (Αβ. 3,2) κατάλαβαν αυτό, που δεν καταλαβαίνουν πολλές φορές οι «σοφοί» του κόσμου τούτου, ότι δηλ. Αυτός ήταν ο Μεσσίας, που περίμενε με λαχτάρα ολόκληρη η ανθρωπότητα και ιδιαίτερα το δωδεκάφυλο του Ισραήλ. Κατάλαβαν δηλ. και πίστεψαν ολόψυχα ότι «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος». Για τούτο έσκυψαν αρχικά τα κεφάλια τους και με άπειρη ευλάβεια «προσεκύνησαν Αυτώ» (Ματθ. 2,11) ως τον ενανθρωπήσαντα Μεσσία.

Από όλα δε τα πιο πάνω φάνηκε, νομίζουμε, καθαρά, γιατί ο Άγγελος δεν παρουσιάσθηκε στους σοφούς των Ιεροσολύμων (δηλ. στους γραμματείς και στους Φαρισαίους), αλλά στους αγραυλούντες ποιμένες της Βηθλεέμ. «Ότι εκείνοι μεν, σημειώνει και ένας εκκλησιαστικός συγγραφέας, ήσαν διεφθαρμένοι και τω φθόνω ήμελλον διαπρίεσθαι (=θα έτριζαν τα δόντια), ούτοι δε (δηλ. οι ποιμένες) άπλαστοι ήσαν, την παλαιάν πολιτείαν ζηλούντες των πατριαρχών και αυτού Μωυσέως ποιμένες γαρ ήσαν και ούτοι (βλ. Π. Τρεμπέλα, Υπ. εις το κατά Αουκάν Ευαγγέλιον, Αθήναι 1972, σ.90).

Αυτή δε την πίστη και την αγάπη και την απλότητα των ποιμένων είθε να έχουμε όλοι οι Χριστιανοί, ώστε να σπεύσουμε αρχικά στους ιερούς ναούς μας, όπου ψάλλεται και ταυτόχρονα ομολογείται καλλίφωνα ότι «ο Ων γίνεται άνθρωπος και ο Άναρχος γεννάται», ενώ ταυτόχρονα διακηρύσσεται σε όλους τους τόνους και τους ήχους ότι «Θεός το τεχθέν, η δε Μήτηρ Παρθένος. Τι γαρ άλλο καινόν είδεν η κτίσις;».

Ταυτόχρονα δε να προσκυνήσουμε ευλαβικά από τα βάθη των καρδιών μας το Θεό Λόγο, που κατά τον ευαγγελιστή Ιωάννη «σάρξ εγένετο» (1,) δηλ. άνθρωπος, «και εσκήνωσεν εν ημίν» (1,14) νιώθοντας στα βάθη των καρδιών μας αυτό που αισθανόταν και ο απόστολος Παύλος, ότι δηλ. ο Χριστός «ο Κύριας έστι» (Φιλ. 2, 11).