Ευρισκόμενος ο Άγιος Διονύσιος Ζακύνθου (1547 – 17 Δεκεμβρίου 1622) εις την χώραν, έτυχε να ανοίξουν τάφον τινά εις τον ναόν του Αγίου Νικολάου των ξένων (ούτω καλούμενον, διότι εκεί ενταφιάζονται οι ξένοι,
όστις είναι και η Επισκοπή της αυτής χώρας), δια να ενταφιάσουν άλλο λείψανον και και εκεί εύρον εν σώμα γυναικός, ήτις ήτο προ καιρού αποθαμμένη και ήτο άλυτον με τα ιμάτιά του, διότι απέθανε με δεσμόν αφορισμού η ταλαίπωρος.
Ήλθον όθεν οι συγγενείς της και προσέπεσον εις τους πόδας του Αγίου, παρακαλούντες αυτόν με δάκρυα να υπάγη εις τον άνωθεν ναόν, να αναγνώση ευχήν συγχωρητικήν εις εκείνο το δεδεμένον σώμα, ίσως και ο Κύριος ήθελεν εισακούσει την δέησίν του.
Ευσπλαγχνισθείς ο Άγιος τα δάκρυά των επήγεν εις αυτόν τον ναόν νύκτα βαθείαν, έχων εις την συνοδείαν του τον ρηθέντα διάκονον και τον εφημέριον του αυτού ναού και θεωρών το πτώμα εκείνο, προστάσσει να το εκβάλουν έξω από τον τάφον και να το στήσουν ορθόν εις εν στασίδιον της εκκλησίας.
Τότε φορών το επιτραχήλιόν του και το ωμοφόριον, κλίνας τα γόνατα και προσευχόμενος ώραν ικανήν, εδέετο του Θεού με θερμά δάκρυα να λύση από τον δεσμό του αφορισμού το άλυτον εκείνο σώμα, αναγινώσκων αυτώ την συγχωρητικήν ευχήν.
Και (ω του θαύματος!) ως να ήτο εμψυχον το άπνουν εκείνο σώμα, κλίναν την κεφαλήν με κάποιον σχήμα προσκυνήσεως προς τον Άγιον, τάχα δια ευχαριστίαν της μεγάλης χάριτος, την οποίαν έλαβεν, έπεσε κατά γης και διελύθη παντελώς εις χώμα και οστά.
Ο δε Άγιος, ως ταπεινόφρων, έβαλε και εις τούτο επιτίμιον προς τους εκεί παρεστώτας, να μην το φανερώσουν ζώντος αυτού εις τινα.
Παρόμοιον θαύμα έκαμε και εις άλλου ανδρός αφωρισμένον λείψανον, εις το χωρίον Καταστάριον.