Κάποτε ένας Ιεραπόστολος βρήκε έναν πλούσιο, που κατοικούσε στην εξοχική του βίλα, σε μια τοποθεσία που ήταν πραγματικός «παράδεισος».
Θέλησε ο Ιεραπόστολος να μιλήσει μαζί του και να του πει, ότι αυτό καθ’ αυτό το κτήμα με όλα τα κομφόρ και την άνεση, δεν είναι η πραγματική ζωή…
Του λέει λοιπόν:
– Αδερφέ, είναι αλλιώς ο παράδεισος. Αν ήθελες να σου έλεγα δύο λόγια για αυτόν τον παράδεισο, που ετοίμασε για εμάς ο Χριστός.
– Όχι αγαπητέ μου, μην κάνεις τον κόπο, απάντησε ο πλούσιος. Δεν είμαι διατεθειμένος να ακούσω για κανέναν παράδεισο. Για μένα, αυτός είναι ο παράδεισος και δεν πιστεύω σε κανέναν άλλον παράδεισο!
Του μίλησε κατά τέτοια έννοια ο πλούσιος, που απέκλεισε κάθε συζήτηση. Έτσι ο Ιεραπόστολος έφυγε.
Έπειτα από πολλά χρόνια ήρθαν τα πράγματα έτσι, ώστε αυτός ο Ιεροκήρυκας να περάσει ξανά από εκείνο το μέρος.
Πήγε σε εκείνο το ωραίο κτήμα, προχώρησε μέσα και είδε από μακριά αυτόν τον πλούσιο να αναπαύεται στην βεράντα, ο τότε ευτυχισμένος… Τον είδε μαραμένο, στενοχωρημένο, θλιμμένο, ήταν αγνώριστος!
Τί είχε συμβεί; Το παιδί του είχε πνιγεί στην πισίνα του κτήματος, μπροστά στα μάτια του! Ένα άλλο του παιδί, είχε αυτοκτονήσει! Έτσι σιγά-σιγά ο παράδεισός του, μετατρέπονταν σε κόλαση, αλλά δεν το καταλάβαινε… Εκείνη την στιγμή που ήταν έτοιμος ο Ιεραπόστολος να τον καλημερίσει, έφευγε μια του κόρη και πήγαινε στην πόλη.
Και ρώτησε:
– Μπαμπά, τί θα ήθελες να σου φέρω από την πόλη που θα πάω;
– Ένα πιστόλι παιδί μου, να πετάξω τα μυαλά μου, ήταν η απάντησή του!
Μακάρι οι άνθρωποι να μπορούσαν να καταλάβουν, ότι στα χρήματα και στα υλικά αγαθά δεν υπάρχει η ευτυχία και προσηλωμένοι σ’ αυτά, έρχεται ξαφνικά ο θάνατος ως ένας κλέφτης εν νυχτί και τα χάνουν όλα! Χάνουν και την ψυχή τους…