Ο Άγιος Νεκτάριος, στον Κανονισμό της Μονής είχεν ορίσει να πίνουν οι Μοναχές ένα καφέ το πρωί, και ένα το απόγευμα. Αλλά στην κατοχή 1941-1945, δεν υπήρχε ζάχαρι στην αγορά, ούτε καφές.
Η Ηγουμένη έδωσε εντολή να πίνουν οι Αδελφές καφέ μόνον το πρωί, όχι και το απόγευμα, διά να μη σωθή γρήγορα.
Εκείνο όμως το βράδυ παρουσιάσθηκαν ο Άγιος στην Ηγουμένη και της είπε αυστηρά:
– Γιατί παραβαίνεις τις εντολές μου και δεν δίδεις καφέ και το απόγευμα στις Αδελφές;
– Μα, Άγιε μου, δεν υπάρχει πουθενά ν’ αγοράσωμεν και διά να μη σωθή γρήγορα.
– Αυτή είναι δική μου δουλειά, πώς θα βρεθούν. Εγώ θέλω να γίνωνται οι εντολές μου, της είπε.
Το ίδιο εκείνο βράδυ εταξίδευε ένα πλοίο με καφέ και ζάχαρη. Ο καπετάνιος βλέπει τον Άγιο στον ύπνο του και του λέγει: «Το πρωί να στείλης ένα σακκί ζάχαρι κι’ ένα σακκί καφέ στην Αίγινα, στο σπίτι μου».
Το πρωί, που ξύπνησε, ρώτησε το πλήρωμά του αν ήταν κανείς από την Αίγινα. Και πράγματι, υπήρχαν μερικοί. Τους διηγήθηκε τ’ όνειρο του. Αυτοί κατάλαβαν τότε αμέσως, ότι ήταν ο Άγιος Νεκτάριος.
– Έχετε καμία εικόνα του; Τους ρώτησε.
Του έδειξαν μία. Ο καπετάνιος ανεγνώρισε σε αυτήν τον άνθρωπο, που είδε στ’ όνειρο του. Την ασπάσθηκε.
Την άλλη μέρα επήγε ένα αυτοκίνητο και ειδοποίησε τις Αδελφές να κατέβουν στην παραλία, να παραλάβουν τρόφιμα. Κατάπληκτες οι Αδελφές κατέβηκαν και παρέλαβαν τον καφέ και την ζάχαρι!
Από το βιβλίο ο «Άγιος Νεκτάριος», του Αρχιμ. π. Χαράλαμπου Βασιλόπουλου, των εκδόσεων Ορθόδοξος Τύπος.