Ο Michelangelo di Lodovico Buonarroti Simoni ή απλώς Michelangelo (1475 – 1564) θεωρείται ακόμα και σήμερα ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στην ιστορία της τέχνης.
Ο αναγεννησιακός γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής είναι ο μοναδικός καλλιτέχνης της εποχής, του οποίου η βιογραφία εκδόθηκε πριν το θάνατό του, στους «Βίους» του Giorgio Vasari, που εγκωμίαζαν τον Michelangelo. Ωστόσο, ο ίδιος ο Michelangelo μάλλον δεν ήταν αρκετά ικανοποιημένος και ανέθεσε στον βοηθό του Ascanio Condivi να γράψει μία σύντομη βιογραφία του (1553), η οποία πιθανότατα βασίζεται στα λεγόμενα και τα σχόλια του ίδιου του Michelangelo. Ο Michelangelo ήταν απόγονος μίας ευκατάστατης οικογένειας της Φλωρεντίας, που όμως έχασε την αίγλη της. Γεννήθηκε στο Καπρέζε, 60 χιλιόμετρα μακριά από την Φλωρεντία, όπου η οικογένεια επέστρεψε λίγο μετά την γέννησή του.
Ο Michelangelo ξεκίνησε να ασχολείται με την τέχνη στην ηλικία των 13 ετών, αφού υπερέβη τις αντιρρήσεις του πατέρα του, με δάσκαλό του τον Domenico Ghirlandajo, οποίος τον έδιωξε ύστερα από ένα χρόνο λέγοντας ότι δεν είχε τίποτα παραπάνω να του μάθει. Ο Michelangelo έμεινε στην πόλη της Ρώμης για περίπου πέντε χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψε στην Φλωρεντία, η οποία προερχόταν από μία περίοδο πολιτικής αστάθειας μετά την καταδίκη του Σαβοναρόλα. Χάρη στη φήμη που είχε αποκτήσει στη Ρώμη, ανέλαβε αρκετές παραγγελίες έργων. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει η ανάθεση του "Δαβίδ", για τον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, ενός μαρμάρινου γλυπτού μεγάλων διαστάσεων. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1504 προσδίδοντας μεγάλο κύρος στο Μικελάντζελο. Αποτέλεσε παράλληλα σύμβολο της νέας Φλωρεντιανής δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να τοποθετηθεί τελικά στην Πιάτσα ντελα Σινιορία (Plazza della Signoria) μπροστά από το Παλάτσο Βέκιο (Palazzo Vecchio).
O Πάπας Ιούλιος Β΄κάλεσε τον Michelangelo στη Ρώμη, αναθέτοντάς του την δημιουργία ενός επιβλητικού μαυσωλείου, για το οποίο θα έπρεπε να σμιλεύσει 40 μεγάλα αγάλματα. Το έργο όμως έμεινε ανολοκλήρωτο λόγω του μεγάλου κόστους ενώ παράλληλα αναλάμβανε άλλα έργα μεταξύ των οποίων και η διακόσμηση του θόλου του Παπικού Παρεκκλησίου (Cappella Sistina), με νωπογραφίες των δώδεκα Αποστόλων. Ο Μιχαήλ Άγγελος,τελικά, μέσα διάστημα τεσσάρων ετών (1508-1512) δημιούργησε περισσότερες από 300 βιβλικές φιγούρες και άλλες θρησκευτικές παραστάσεις, όπως σκηνές από την Γένεση, την ιστορία του Νώε ή τη Δευτέρα Παρουσία.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η ανθρώπινη μορφή ήταν από τα βασικά θέματα του Μιχαήλ Άγγελου, τοποθετώντας στο κέντρο του έργου του τον άνθρωπο και τς δυνατότητές του, ένα κυρίαρχο στοιχείο της Αναγέννησης. Επίσης αδιαφορώντας για τους κανόνες της προοπτικής του 150υ αιώνα, ιεραρχεί τις μορφές ανάλογα με την σπουδαιότητά τους, καταφέρνοντας να συνθέσει αριστοτεχνικά τις διαφορετικές εποχές του Χριστιανισμού. Λέγεται, ότι ο Michelangelo δεν βγήκε από την Cappella Sistina παρά ελάχιστα και δεν επέτρεψε σε κανέναν να δει το έργο του, με αποτέλεσμα πλήθος κόσμου να συρρέει γεμάτο περιέργεια έξω από το Παρεκκλήσι.
Σημαντική καινοτομία υπήρξε επίσης η απεικόνιση θεμάτων που προέρχονταν από την αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή παράδοση, χωρίς άμεση σχέση με την χριστιανική θρησκεία, όπως οι Σίβυλλες. Η απεικόνιση γυναικείων μορφών ήταν αρκετά ασυνήθιστη. Ο θόλος, που καλύπτεται από μίας σειρά εικόνων που αναπαριστούν την ιστορία της ανθρωπότητας έτσι όπως περιγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν τόσο ψηλά που αποτέλεσε καινοτομία. Επίσης, οι μορφές είχαν υποστεί παραμόρφωση έτσι ώστε ο θεατής που βρισκόταν να τις έβλεπε κανονικές. Η συμβολική σημασία του κολοσσιαίου αυτού έργου αποκαλύπτεται αν σκεφτεί κανείς ότι κάτω από τον θόλο της Cappella Sistina περνούσε η παπική ακολουθία για την πραγματοποίηση σημαντικών τελετών. Στις αρχές του 1513 πέθανε ο Ιούλιος Β΄ και ο διάδοχος του, Λέων Ι΄ του ανέθεσε την ανακατασκευή της πρόσοψης της εκκλησίας του Σαν Λορέντσο, στη Φλωρεντία.
Στη συνέχεια ανέλαβε την ανέγερση ενός νέου σκευοφυλακίου για την ίδια εκκλησία, με σκοπό να περιέχει τους τάφους του Λορέντσο του Μεγαλοπρεπή, του αδελφού του Τζουλιάνο καθώς και των ομώνυμων πρόωρα χαμένων δουκών. Ο θάνατος του πάπα, το 1521 και η άνοδος του Αδριανού ΣΤ΄ αναστέλλουν προσωρινά τις εργασίες, οι οποίες συνεχίστηκαν όταν στον παπικό θρόνο ανέβηκε ο Κλήμης Ζ΄.
Η λεηλασία της Ρώμης, το 1927, τον επιφόρτισε με τον ρόλο να υπερασπιστεί την πόλη, απέναντι στα στρατεύματα του Καρόλου Ε΄ και ανέλαβε επόπτης των έργων οχύρωσής της, ενώ μετά την επιστροφή των Μεδίκων το 1530, ο Michelangelo παρέμεινε στην πόλη, συνεχίζοντας το έργο του πάνω στο σκευοφυλάκιο καθώς και στην Λαυρεντιανή Βιβλιοθήκη. Το 1546, διορίστηκε υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την ολοκλήρωση της κατασκευής της βασιλικής του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη. Τα σχέδια ανήκαν στον Ντονάτο Μπραμάντε, ωστόσο ο Μιχαήλ Άγγελος σχεδίασε το θόλο της, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε πριν το θάνατό του, αν και η τοποθέτησή του έλαβε χώρα μεταγενέστερα.
Πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1564. Σύμφωνα με τον Giorgio Vasari στη διαθήκη του έλεγε ότι αφήνει «την ψυχή του στο Θεό, το σώμα του στη γη και τα υλικά αγαθά στους πιο κοντινούς συγγενείς».