Η αλλόκοτη ιστορία του Οθωμανού σουλτάνου Μεχμέτ Δ, που ήταν τόσο τρελαμένος με το κυνήγι που μετακινήθηκε για δυο ολόκληρα χρόνια από την Κωνσταντινούπολη στην Λάρισα, για να μπορεί από κει να κυνηγά στην Πίνδο. Η πελώρια αυτοκρατορία διοικήθηκε τα χρόνια αυτά από τον Θεσσαλικό κάμπο, μέχρι που ξεκληρίστηκαν τα άγρια ζώα και ο σουλτάνος αναχώρησε.
Μια από τις πιο παράδοξες σελίδες της Οθωμανικής ιστορίας γράφτηκε το 1668, όταν ο σουλτάνος Μεχμέτ Δ’, παράτησε την πρωτεύουσα της πελώριας αυτοκρατορίας του, την Κωνσταντινούπολη και για δύο ολόκληρα χρόνια πήγε και έμεινε στη Λάρισα. Μοιάζει εντελώς παλαβό, αν αναλογιστούμε την τερατώδη γραφειοκρατία που υπήρχε στην πρωτεύουσα με την οποία διοικούνταν η αυτοκρατορία, αλλά και τα συχνότατα πραξικοπήματα που ανέτρεπαν κάθε τόσο τους σουλτάνους για να βάλουν άλλους στη θέση τους. Σε αντίθεση με τους πρώτους σουλτάνους που δημιούργησαν το πελώριο κράτος πολεμώντας πάνω στο άλογο τους, όσο περνούσαν οι δεκαετίες, οι απόγονοι τους παρέμεναν γαντζωμένοι μέσα στο παλάτι, περικυκλωμένοι από φρουρούς και χιλιάδες υπηρέτες. Κάθε απομάκρυνση ήταν απολύτως παρακινδυνευμένη.
Κι όμως ο Μεχμέτ Δ’, δέκατος τέταρτος Οσμανλίδης, επονομαζόμενος και Αβτζή, δηλαδή κυνηγός, παράτησε ξαφνικά την Κωνσταντινούπολη και πήγε όχι σε κάποια από τις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας του, αλλά στη μικρή και άσημη Λάρισα, στο κέντρο του Θεσσαλικού κάμπου, με το ανθυγιεινό κλίμα. Ο Μεχμέτ, που είχε ανέβει στον θρόνο από έξι χρονών, υποτίθεται ότι μετακόμισε διότι ήθελε να είναι πιο κοντά στις επιχειρήσεις του μεγάλου Τουρκοβενετικού πολέμου στην Κρήτη.
Ο στρατός του πολιορκούσε για 27 ήδη χρόνια τον Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, και επειδή δεν μπορούσε να περιμένει τις ειδήσεις στην πρωτεύουσα του, μετακινήθηκε πιο νότια. Επρόκειτο για χαζή δικαιολογία, αφού εκείνη την εποχή οι θαλάσσιες συνδέσεις ήταν πολύ γρηγορότερες απ’ τις χερσαίες και η Λάρισα δεν ήταν καν παραθαλάσσια, αν υποθέσουμε ότι ένας σουλτάνος χρειαζόταν να προβάλλει δικαιολογίες για κάποια πράξη του. Ο λόγος ήταν άλλος.
Ο Μεχμέτ Δ’, δεν λεγόταν τυχαία Αβτζή. Το πάθος του για το κυνήγι ήταν τρομερό, στην πραγματικότητα πέρασε όλη του τη ζωή όχι κυβερνώντας, αλλά κυνηγώντας. Η Λάρισα ήταν κοντά στον Όλυμπο αλλά και στον ορεινό όγκο της Πίνδου και στην πραγματικότητα αυτός ήταν ο μοναδικός λόγος που τον οδήγησε εκεί. Έμεινε δυο ολόκληρα χρόνια έχοντας κουβαλήσει χιλιάδες δούλους, υπηρέτες, γυναίκες, συμβούλους, υπουργούς και στρατιωτικούς.
Οι πρέσβεις μάλιστα των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκαν να μετακινηθούν κι αυτοί στη Λάρισα και τον Τύρναβο, αφού εκεί ήταν πια το κέντρο εξουσίας του κράτους. Οι ντόπιοι θεώρησαν στην αρχή ότι αυτό θα ήταν καλό για τις δουλειές τους, μάλιστα οι κάτοικοι της Θήβας έστειλαν αντιπροσωπεία στον σουλτάνο ζητώντας του να πάει να μείνει εκεί, επειδή ο κοντινός Παρνασσός είχε πολύ κυνήγι.
Οι αγρότες της περιοχής όμως γρήγορα κατάλαβαν ότι όλο αυτό δεν ήταν για το καλό τους. Ο Μεχμέτ αδιαφορούσε για τον τόπο, την παραγωγή και τους ανθρώπους του και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να κυνηγά συνεχώς. Καθημερινά λοιπόν, οι στρατιώτες του αγγάρευαν όλους τους χωρικούς να κυκλώνουν ολόκληρα βουνά και κάνοντας φασαρία με φωνές και χτύπους, να στέλνουν τ’ αγρίμια προς τη μεριά που ήταν η εξέδρα του σουλτάνου για να τα σκοτώνει. Δεν άφηνε τίποτα ο Μεχμέτ, από λαγούς και αγριογούρουνα (κι ας μην τα ‘τρωγε ως μουσουλμάνος), μέχρι λύκους, λίγκες και αρκούδες.
Οι αγρότες ήταν άοπλοι και πολλές φορές τα αφηνιασμένα ζώα τους επιτίθονταν, με αποτέλεσμα να τους τραυματίζουν ή και να τους σκοτώνουν. Οι άνθρωποι έπαψαν να δουλεύουν στα χωράφια και έγιναν υπηρέτες στα κυνήγια του μανιακού σουλτάνου, αλλά και βορά για τα ζώα των βουνών. Ο τελικός τραγικός απολογισμός των δύο χρόνων που έμεινε ο Μεχμέτ στη Λάρισα ήταν 400 με 500 χωρικοί νεκροί ή βαριά τραυματισμένοι. Ανέβαινε στον Όλυμπο, έφθασε δυο φορές ως τη Δεσκάτη, πήγαινε στα Τέμπη και ξεκλήριζε ότι περπατούσε εκεί. Το 1669 ο Χάνδακας έπεσε, αλλά ο Μεχμέτ αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη επειδή το κυνήγι είχε ελαττωθεί πολύ. Όταν έφυγε, οι Λαρισαίοι ανάσαναν με ανακούφιση και ξαναγύρισαν ευχαρίστως στην απομόνωση τους.