Θυμάστε ασφαλώς το περίφημο όσο και ακατανόητο κομμάτι της Βυζαντινής ιστορίας που μαθαίναμε στο σχολείο, για τη διαμάχη ανάμεσα στους εικονολάτρες και τους εικονομάχους. Νίκησαν τελικά οι εικονολάτρες γι αυτό και σήμερα υπάρχουν εικόνες στις ορθόδοξες εκκλησίες μας. Αυτό που μας έμεινε από τη διδασκαλία ήταν ότι οι Βυζαντινοί χωρίστηκαν ξαφνικά σε δυο στρατόπεδα, αυτούς που ήθελαν τις εικόνες κι αυτούς που τις καταδίκαζαν και μετά άρχιζαν να σφάζονται μεταξύ τους. Όσο κι αν η θρησκεία καθόριζε σημαντικά τη ζωή των Βυζαντινών, μας είναι εξαιρετικά δύσκολο να κατανοήσουμε πως είναι δυνατόν μια ολόκληρη αυτοκρατορία να ταλανίζεται σε σημείο εμφυλίου επί ενάμισι αιώνα, για μια καθαρά θεολογική διαφορά.
Οι εικονολάτρες έλεγαν ότι οι εικόνες ήταν η αποτύπωση της ουσίας του Θεού και των αγίων, ενώ οι εικονομάχοι έλεγαν ότι η προσκύνηση εικόνων και μάλιστα με υπερβολές των αγράμματων ανθρώπων είναι ειδωλολατρική εκτροπή. Ε και; Ήταν δυνατόν γι αυτό το θέμα ν’ ανεβοκατεβαίνουν αυτοκράτορες, να δολοφονούνται πατριάρχες, να γίνονται σφαγές και πραξικοπήματα, να αποσχίζονται επαρχίες, να γκρεμίζονται μοναστήρια και να συγκρούονται ολόκληρα στρατεύματα και στόλοι;
Φυσικά και όλα τούτα τα φοβερά δεν έγιναν για τα μπογιαντισμένα ξύλα των εικόνων. Η θεολογική διαμάχη έκρυβε πολύ ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές διαμάχες στο εσωτερικό της πελώριας και πολυσυλλεκτικής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ήταν η εποχή που οι Άραβες, οπλισμένοι με τα δόγματα του νεόκοπου Ισλάμ είχαν εφορμήσει να καταλάβουν τον κόσμο. Μέσα σε δυο αιώνες έφθασαν ως το Αφγανιστάν και την Ισπανία σαρώνοντας τα πάντα, όμως από το Βυζάντιο προς βορρά δεν κατάφεραν να περάσουν. Γιατί;
Διότι η αυτοκρατορία μετέθεσε όλο το κέντρο βάρους της από τις δυτικές προς τις ανατολικές επαρχίες της που κινδύνευαν. Μετέθεσε τα οικονομικά της στηρίγματα από την αριστοκρατία, τους εμπόρους και τους λογίους του κέντρου και των δυτικών επαρχιών, στο καθ’ αυτό αγροτικό στοιχείο των ανατολικών επαρχιών, που στρατεύτηκε επί 150 χρόνια για να σταματήσει την αραβική απειλή. Μετέβαλε τη συνολική πολιτική ιδεολογία του κράτους προς τον σκοπό αυτό.
Από ιστορικός συνεχιστής της μονίμως επεκτατικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, το Βυζάντιο υιοθέτησε έναν αμυντικό χριστιανοπατριωτικό εθνικισμό, απαραίτητο όχι πλέον για επίθεση αλλά για την άμυνα, για την διατήρηση όσων ήδη κατείχε. Η Κωνσταντινούπολη και οι δυτικές επαρχίες, Ελλάδα, Βαλκάνια και Ιταλικές κτήσεις, ήταν φορείς του κοσμοπολιτικού επεκτατικού Ρωμαϊκού κόσμου. Αντιθέτως, οι ανατολικές επαρχίες, Μικρά Ασία, Συρία, Μεσοποταμία, Αρμενία, ήταν οι πολυανθρωπότερες επαρχίες με φτωχική αγροτιά.
Η μεταφορά του κέντρου βάρους της αυτοκρατορίας στα ανατολικά επέφερε τη σύγκρουση, που πήρε θεολογικό χαρακτήρα για λόγους ιστορικούς. Οι ανατολικοί πάντοτε ήταν επιφυλακτικοί απέναντι σε ομοιώματα του ανωτάτου όντος, δείτε τους Εβραίους και τους Άραβες που ουδέποτε εικονίζουν τον Θεό. Οι Δυτικοί, έχοντας την αρχαιοελληνική και ρωμαϊκή τέχνη στο DNA τους, ήταν σαφώς πιο φιλικοί απέναντι σε κάθε είδους τέχνη. Όμως η αντιπαράθεση για τις εικόνες ήταν η βιτρίνα αυτής της σύγκρουσης των δύο κόσμων μέσα στην αυτοκρατορία.
Οι κατασυκοφαντημένοι από την εκκλησία εικονομάχοι αυτοκράτορες, κυρίως οι Ίσαυροι, ήταν οι πρώτοι, ίσως και οι μόνοι αριστεροί (με την σημερινή έννοια του όρου) αυτοκράτορες που πέρασαν απ’ τον θρόνο της πόλης. Στηρίχτηκαν στη μικρή αγροτιά, άλλαξαν το δίκαιο υπέρ των ασθενέστερων, κινητοποίησαν τις λαϊκές μάζες σε πατριωτικό πόλεμο και κατάφεραν να σταματήσουν την Αραβική πλημμύρα. Και μόλις ο Αραβικός κίνδυνος εξέλειπε, μόλις η Βυζαντινή κυριαρχία εμπεδώθηκε στην ανατολή και άρχισε να διαφαίνεται ο σλαβικός κίνδυνος στη δυτική πλευρά του κράτους, οι εικόνες αποκαταστάθηκαν. Τώρα ήταν οι δυτικές επαρχίες που έπρεπε να πολεμήσουν. Είχε έρθει ο καιρός των Βουλγαροκτόνων.