«Όλα αυτά ήταν κάποτε ένα χωριό» λέει ένας ηλικιωμένος κύριος δείχνοντας τον παραμελημένο διάδρομο προσγείωσης του αεροδρομίου στο Τυμπάκι. Αυτό είχε κατασκευαστεί εκεί, δίπλα στο Λιβυκό Πέλαγος, στη νότια ακτή της Κρήτης, από τη Βέρμαχτ στο διάστημα της γερμανικής κατοχής στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
Από εκεί ανεφοδίαζε ο γερμανός στρατηγός Ρόμελ την εκστρατεία του στην Αφρική και εκεί παραλίγο να χάσει τη ζωή του σε απόπειρα εξόντωσής του από τους συμμάχους. Το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Πολεμικής Αεροπορίας βρίσκεται σήμερα σε αδράνεια.
Το Τυμπάκι ανήκει στους 110 μαρτυρικούς τόπους στην Ελλάδα που βίωσαν περισσότερο τη ναζιστική θηριωδία μεταξύ 1941 και 1944. Η κρητική κωμόπολη αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση επειδή, σε αντίθεση με άλλους μαρτυρικούς τόπους, δεν υπήρξαν εκεί μαζικές εκτελέσεις κατοίκων. Νεκροί υπήρξαν βεβαίως, ωστόσο η περίπτωση του Τυμπακίου συνιστά συστηματικό αφανισμό ενός ολόκληρου χωριού. Σχεδόν όλα τα σπίτια του καταστράφηκαν.
Στην αίθουσα του τοπικού νηπιαγωγείου, όπου προ ημερών οργανώθηκε η πρώτη επίσημη εκδήλωση μνήμης, κρέμονταν φωτογραφίες από την κατοχή. Μάρτυρες εκείνης της εποχής έδωσαν το «παρών», παρουσία ελλήνων βουλευτών, τοπικών αρχόντων και εκπροσώπων από σωματεία θυμάτων του πολέμου. Επίτιμη προσκεκλημένη ήταν η αντιπρόεδρος της γερμανικής βουλής και στέλεχος των Πρασίνων Κλαούντια Ροτ.
Εκτοπισμός και καταναγκαστική εργασία
Τον Φεβρουάριο του 1942 η Βέρμαχτ διέταξε τους κατοίκους του Τυμπακίου να εκκενώσουν το χωριό τους εντός 15 ημερών. Γυναίκες και παιδιά εκτοπίστηκαν σε διπλανά χωριά. Οι άνδρες εξαναγκάστηκαν να γκρεμίσουν τα ίδια τους τα σπίτια και να μεταφέρουν τις πέτρες στην ακτή για να χτιστεί το στρατηγικής σημασίας αεροδρόμιο για τη Βέρμαχτ. Η ζωή αυτών που εξωθήθηκαν σε καταναγκαστική εργασία ήταν μαρτύριο, οι ποσότητες φαγητού μετά βίας έφταναν για να επιβιώσουν. Οι ναζί τους ανάγκαζαν να δουλεύουν με καύσωνα και χωρίς νερό. Όποιος διαμαρτυρόταν, τιμωρούνταν. «Σχεδόν κανένα από τα παλιά σπίτια δεν υπάρχει σήμερα. Άφησαν όρθια μόνο τα καλύτερα για να μείνουν οι ίδιοι», θυμάται ο Κώστας Κοτζάκης, που ήταν οκτώ χρονών όταν οι Γερμανοί τον εκτόπισαν από το Τυμπάκι μαζί με την οικογένειά του.
Η παρουσία της αντιπροέδρου της γερμανικής βουλής σε μια τέτοια εκδήλωση είναι κάτι παραπάνω από ένα συμβατικό πολιτικό καθήκον, αν λάβει κανείς υπόψη ότι στην Bundestag εκπροσωπείται από πέρσι ένα ακροδεξιό κόμμα (AfD). Πριν μεταβεί στην Κρήτη, η πολιτικός των Πρασίνων είχε επαφές με έλληνες υπουργούς και βουλευτές στην Αθήνα. Στο Τυμπάκι κάθησε στην πρώτη σειρά καθισμάτων. Οι προσδοκίες από τη γερμανίδα προσκεκλημένη ήταν υψηλές και η ατμόσφαιρα στον χώρο ηλεκτρισμένη.
Οι Έλληνες αισθάνονταν για μεγάλο διάστημα ξεχασμένοι από τη Γερμανία σε ό,τι αφορά τη στάση της απέναντι στα εγκλήματα των ναζί. Είχαν την αίσθηση ότι οι βαρβαρότητες της Βέρμαχτ στην Ελλάδα δεν συζητούνται όσο οι αντίστοιχες σε άλλες χώρες. Είναι και αυτός ένας λόγος για τον οποίο την περίοδο της οικονομικής κρίσης δυνάμωσαν οι φωνές που ζητούν πολεμικές επανορθώσεις από το Βερολίνο. Αναφορές στο θέμα έγιναν και στην εκδήλωση μνήμης στο Τυμπάκι. Εκτός αυτού, πολλοί ομιλητές αναφέρθηκαν στην παθητική αντίσταση των θυμάτων καταναγκαστικής εργασίας στο Τυμπάκι, οι οποίοι έδιναν σημαντικές πληροφορίες στους Βρετανούς εξασθενώντας τους γερμανούς κατακτητές στην Κρήτη.
Ακούστηκαν πολλοί έπαινοι για τους "ήρωες" στον πόλεμο κατά του εθνικοσοσιαλισμού. Ελάχιστα έγινε λόγος για "θύματα". Ο επίσημος χαρακτηρισμός "κοινότητα μαρτύρων" και όχι θυμάτων δεν είναι τυχαίος. Έγιναν εξάλλου πολλές αναφορές στα ναζιστικά εγκλήματα, κυρίως όμως αυτοαναφορικά. Καμία αναφορά αντίθετα στον εβραϊκό πληθυσμό που σχεδόν αφανίστηκε στην ελληνορθόδοξη Ελλάδα από τους ναζί.
«Η μνήμη δεν πρέπει να γίνει ρουτίνα»
Αυτή η φορτισμένη με εθνική περηφάνια εκδήλωση μνήμης θα πρέπει να ξένισε κάπως την Κλαούντια Ροτ. Στο Τυμπάκι φαίνεται να έρχονται σε σύγκρουση δύο κόσμοι: από τη μία η θεσμική μνήμη ενός λαού-δράστη, από την άλλη ο κόσμος των ξεχασμένων θυμάτων που έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους, κουβαλώντας μόνοι τους επί 76 χρόνια το ιστορικό τους τραύμα. Το ότι ορισμένοι βρίσκουν καταφύγιο στον εθνικισμό ως αντίβαρο στην ταπείνωση που υπέστησαν από τους ναζί, γίνεται αντιληπτό σε αρκετούς ομιλητές. Ποια θα πρέπει να είναι στάση μιας γερμανίδας πολιτικού απέναντι σε όλα αυτά; Σε αυτήν την πρώτη επαφή της Κλαούντια Ροτ με τους κατοίκους του Τυμπακίου πολλά πράγματα μένουν ανείπωτα.
Η αντιπρόεδρος της γερμανικής βουλής πάντως ήταν εμφανώς συγκινημένη από τις πολλές προσωπικές ιστορίες που άκουσε στην εκδήλωση. «Το ότι ήρθα εδώ και έμαθα ότι αυτές οι πληγές δεν έχουν κλείσει και οι άνθρωποι εκφράζουν ανοιχτά για πρώτη φορά τα αισθήματα του θρήνου και της απώλειας, ήταν μεγάλη δοκιμασία και από συναισθηματικής άποψης», δήλωσε η ίδια και αναρωτήθηκε: «Πώς γίνεται οι ναζί να λεηλάτησαν την Ελλάδα, να σκότωσαν ανθρώπους, να κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τόπους όπως το Τυμπάκι και να μην υπάρχει σχετική αναφορά στα ιστορικά μας βιβλία;»
Στην ομιλία της δεν απάντησε γιατί δεν έχει δοθεί μέχρι σήμερα στη Γερμανία η δέουσα σημασία στην περίοδο της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Τόνισε όμως ότι «η μνήμη δεν πρέπει να γίνει ρουτίνα». Μια απάντηση στις ακροδεξιές φωνές στη Γερμανία που ζητούν να κλείσει οριστικά το σκοτεινό αυτό κεφάλαιο της γερμανικής ιστορίας.