Το 840 μ.Χ. περίπου, έγινε ο πρώτος εμπρησμός της Μονής του Μ. Σπηλαίου. Τότε εμαίνετο η λύσσα των Εικονομάχων εναντίον της Εκκλησίας. Οι αιρετικοί δεν μπορούσαν να ανεχθούν μια τέτοια Εικόνα, την οποίαν τόσον πολύ τιμούσε ο κόσμος. Και την πυρκαγιά την αποδίδουν σε αυτούς.
Ο Ηγούμενος και οι Πατέρες, μέχρι να ξανακτιστεί το Μοναστήρι, πήραν την Εικόνα και γύριζαν στα διάφορα μέρη: Πάτρα, Αίγιο κλπ. για να στηρίξουν την πίστη του κόσμου στην Ορθοδοξία.
Η Εικών αυτή πιστεύεται, ότι είναι μια από εκείνες, που έχει ζωγραφίσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Μόλις την έβλεπαν οι άνθρωποι βεβαιώνονταν, ότι οι Ορθόδοξοι κατέχουν την αλήθεια στα δογματικά ζητήματα, διότι ο σεβασμός στις εικόνες αρχίζει από την εποχή των Αποστόλων.
Επιστρέφοντας για τη Μονή τους πρόλαβε η νύχτα σε μια τοποθεσία, στην οποία ήταν ένας πλάτανος μεγάλος με μια μεγάλη κουφάλα. Τοποθέτησαν ψηλά την Εικόνα μέσα στην κουφάλα και αυτοί κοιμήθηκαν στο ύπαιθρο. Όταν ξύπνησαν, βρέθηκαν μπροστά σε καταπληκτικό θαύμα. Μέσα στην κουφάλα του πλατάνου είχε αποτυπωθεί εικών όμοια με την πραγματική. Το αποτύπωμα αυτό έλαμπε από φως.
Συγκεντρώθηκαν οι χωρικοί και το θαύμαζαν. Οι Πατέρες παρέλαβαν την Εικόνα και έφυγαν. Οι περίοικοι όμως, κατασκεύασαν μέσα στην κουφάλα μια Αγία Τράπεζα και μετέτρεψαν σε ναΐσκο το κοίλωμα του πλατάνου. Το ναΐδριο μέσα στον πλάτανο σώζεται μέχρι σήμερον. Χωρεί περί τα δεκαπέντε άτομα. Σώζεται και το αποτύπωμα. Είναι τρεις πήχεις υψηλότερα από το έδαφος και βλέπει προς δυσμάς,
Το παράδοξον θαύμα είναι, ότι ενώ γύρω από το αποτύπωμα της Εικόνος ο πλάτανος αναπτύσσεται και αλλάζει μορφή, και αλλού γίνεται σαρκώδης αλλού ζαρώνει και το άκρον του φλοιού του σαπίζει και πέφτει, αντιθέτως, το εμβαδόν του αποτυπώματος μένει όπως ήταν εξ αρχής αναλλοίωτο. Ούτε τρέφεται, ούτε σαπίζει, και είναι βαθύτερο μια πιθαμή από την άλλη επιφάνεια, η οποία μεταβάλλεται.
Πολλοί από τον Δήμον Σελινουντίου έβλεπαν κατά την 23η Αυγούστου, ημέραν της εορτής της Μονής του Μ. Σπηλαίου ένα φως να κατεβαίνει από το Μοναστήρι στον πλάτανο αυτόν.