Στη δημοσιότητα δόθηκε σήμερα η τρίτη έκθεση αξιολόγησης των θεσμών υπό το πλαίσιο της Ενισχυμένης Εποπτείας το οποίο ενεργοποιήθηκε μετά την έξοδο από το πρόγραμμα στήριξης.
Σύμφωνα με την έκθεση, το κόστος των παροχών Τσίπρα είναι πάνω από 1% του ΑΕΠ. Στην ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφέρεται ότι «η έκθεση σημειώνει ότι η Ελλάδα έκανε λογική εκκίνηση στο περιβάλλον μετά το μνημόνιο από τον Αύγουστο του 2018, αλλά βρίσκει ότι η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων επιβράδυνε τους τελευταίους μήνες και ότι η συνοχή κάποιων μέτρων με δεσμεύσεις που δόθηκαν στους ευρωπαϊους εταίρους δεν είναι εξασφαλισμένη και θέτει κινδύνους για την επίτευξη των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων».
«Στις 15 Μαΐου, μετά την υποβολή του Προγράμματος Σταθερότητας, οι αρχές υιοθέτησαν ένα πακέτο μόνιμων δημοσιονομικών μέτρων τα οποία εκτιμάται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι θα έχουν δημοσιονομικό κόστος άνω του 1% του ΑΕΠ το 2019 και εξής. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν νέες ρυθμίσεις για χρέη προς την εφορία, τα ασφαλιστικά ταμεία και τους δήμους, μειώσεις σε επιλεγμένους συντελεστές ΦΠΑ, την εισαγωγή 13ης σύνταξης και την ακύρωση της προηγούμενης μεταρρύθμισης στις συντάξεις χηρείας», υπογραμμίζεται στην έκθεση.
Οι θεσμοί διατυπώνουν επίσης την ένστασή τους για την «ποιότητα» των μέτρων που ανακοίνωσε η ελληνική κυβέρνηση, επισημαίνοντας ότι ακυρώνουν μνημονιακές μεταρρυθμίσεις: «Για παράδειγμα, η διάρκεια των νέων ρυθμίσεων οφειλών είναι πολύ μεγάλη (120 μηνιαίες δόσεις) και οι ρυθμίσεις περιλαμβάνουν περιορισμένες μόνο προβλέψεις για να αξιολογηθεί η δυνατότητα πληρωμής των οφειλετών… Οι χαμηλότεροι συντελεστές ΦΠΑ για τρόφιμα, εστίαση, ηλεκτρισμό και φυσικό αέριο έρχονται σε αντίθεση με ένα σημαντικό μέτρο που υιοθετήθηκε τον Ιούλιο του 2015, ενώ αφήνουν αμετάβλητο τον πολύ υψηλό βασικό συντελεστή 24% και αυξάνουν περαιτέρω το χάσμα στον ΦΠΑ, που είναι ήδη το δεύτερο υψηλότερο στην Ε.Ε.». Όσον αφορά στις συντάξεις, αναφέρεται ότι η 13η σύνταξη και οι αλλαγές στα κριτήρια χορήγησης των συντάξεων χηρείας αλλάζουν εν μέρει μέτρα που υιοθετήθηκαν το 2012 και το 2016 αντιστοίχως, θα αυξήσουν τη συνταξιοδοτική δαπάνη, που είναι ήδη η υψηλότερη στην Ε.Ε. ως ποσοστό του ΑΕΠ, και έρχονται σε αντίθεση με μέτρα που υιοθετήθηκαν στον προϋπολογισμό του 2019 ώστε να διατεθεί υψηλότερο μερίδιο δαπανών για κοινωνικά επιδόματα προς τους νέους και τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο φτώχειας.