Η Βόρεια Κορέα είναι αυτή τη στιγμή η πιο κλειστή χώρα του πλανήτη. Η δικτατορία που επέβαλε ο παππούς του Κιμ Γιονγκ Ουν διαρκεί πάνω από επτά δεκαετίες με αποτέλεσμα η χώρα να βρίσκεται αποκλεισμένη από τον κόσμο όλο αυτό το διάστημα.
Οι πληροφορίες που φτάνουν στη Δύση έρχονται με το σταγονόμετρο και προέρχονται είτε από τους ελάχιστους ανθρώπους που έχουν καταφέρει να διαφύγουν, είτε από τις μυστικές υπηρεσίες της Νότιας Κορέας και άλλων χωρών, που έχουν πάρα πολύ δύσκολη πρόσβαση στην Πιονγιάνγκ.
Από τις διάσπαρτες αυτές πληροφορίες προκύπτει:
1. Ελάχιστοι κάτοικοι έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο. Στη χώρα υπάρχιε μόνο ένας ασφαλής σέρβερ, στον οποίο έχει πρόσβαση λιγότερο από το 1% του συνολικού πληθυσμού. Οι κάτοικοι έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν ένα σύστημα εσωτερικής δικτύωσης, που ελέγχεται απολύτως από το κράτος και ονομάζεται «Kwangmyong». Η υπηρεσία είναι δωρεάν – αν έχει κάποιος τη δυνατότητα να αγοράσει υπολογιστή – και δίνει πρόσβαση σε ελάχιστα απολύτως λογοκριμένα σάιτ. Σύμφωνα με την Daily Telegraph, οι μόνοι Βορειοκορεάτες που μπορούν να χρησιμοποιήσουν το διαδίκτυο είναι οι πολιτικοί ηγέτες και οι οικογένειες τους, φοιτητές σε ελιτίστικα Πανεπιστήμια και άνθρωποι που εργάζονται στον τομέα του διαδικτύου για το κράτος.
2. Ο ορυκτός πλούτος της χώρας αξίζει τρισεκατομμύρια δολάρια. Εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 6 έως 10 τρισεκατομμύρια δολάρια. Πρόκειται για αποθέματα 200 διαφορετικών ορυκτών, όπως σίδηρος, χρυσός, ψευδάργυρος, χαλκός και γραφίτης. Επίσης, υπάρχουν πολλά σπάνια ορυκτά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή τηλεφώνων στην Κίνα.
3. Ο Κιμ Γιονγκ Ουν ξοδεύει 800.000 δολάρια το χρόνο για Hennessy. Μάλιστα, σύμφωνα με την Wall Street Journal, η εταιρεία είχε ανακοινώσει στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ότι ο Κιμ ήταν ο μεγαλύτερος αγοραστής του περίφημου – και πανάκριβου – ποτού. Μία φιάλη Hennessy πωλείται για 630 δολάρια στη Βόρεια Κορέα – λίγο χαμηλότερα από το μέσο ετήσιο εισόδημα του κάθε Βορειοκορεάτη, που κυμαίνεται από 1.000 έως 2.000 δολάρια.
4. Στη Βόρεια Κορέα, όπως στις περισσότερες κομμουνιστικές χώρες, υπάρχουν δύο οικονομίες: η κρατική και η μαύρη. Εξ αιτίας αυτού, υπάρχουν δύο τιμές για κάθε τι. Ένας δημόσιος υπάλληλος στη χώρα μπορεί να πληρώνεται πολλές φορές λιγότερα από έναν εργάτη σε Κινεζικό εργοστάσιο. Για παράδειγμα, ένα υπάλληλος κρατικής υφαντουργίας στην Πιονγιάνγκ παίρνει περίπου 3.000 γουόν το μήνα, την ώρα που ένας εργάτης σε Κινεζική θυγατρική παίρνει 100άσια. Πρόκειται για «ένα άκρως αποσταθεροποιητικό σύστημα», λένε οι ειδικοί.
5. Η Βόρεια Κορέα ξεκίνησε την κατασκευή μονοπατιών πεζοπορίας – ένα σχέδιο συνολικού κόστους 3,9 εκατ. δολαρίων – στην αποστρατικοποιημένη ζώνη. Στόχος του σχεδίου είναι να προωθηθεί η ειρήνη μεταξύ της Βόρειας και της Νότιας Κορέας, που τεχνικά βρίσκονται ακόμα σε εμπόλεμη κατάσταση, με τη μετατροπή της αποστρατικοποιημένης ζώνης μεταξύ τους σε «ζώνη ειρήνης».
6 Παρότι ελάχιστοι πολίτες έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, η Βόρεια Κορέα διαθέτει πολύ ικανούς χάκερ, οι οποίοι έχουν καταφέρει να κλέψουν τουλάχιστον 670 εκατομμύρια δολάρια σε νομίσματα και κρυπτονομίσματα. Στις «μπάζες» των χάκερ περιλαμβάνεται η κλοπή 81 εκατ. από την Κεντρική Τράπεζα του Μπαγκλαντές, 13,5 εκατ. δολάρια από την Cosmos Bank της Ινδίας και 10 εκατ. από το δίκτυο ΑΤΜ της τράπεζας της Χιλής.
7. Η κυβέρνηση της χώρας, πέραν του χακαρίσματος, εκτιμάται ότι βγάζει άλλα 50 εκατ. δολάρια το χρόνο από άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως πωλήσεις ναρκωτικών και παραχάραξη δολαρίων.
8. Κοστίζει πάνω 12.000 δολάρια για να φύγει κανείς από τη Βόρεια Κορέα. Αυτό το κολοσσιαίο, για τη χώρα, ποσό απαιτείται για να διαφύγει κανείς με τη βοήθεια λαθρεμπόρων, σύμφωνα με εκτιμήσεις της Washington Post και να φτάσει στη Νότια Κορέα. Μάλιστα, η κατάσταση έχει δυσκολέψει πάρα πολύ από τότε που ανέλαβε ο Κιμ Γιονγκ Ουν, με το κόστος να προσεγγίζει ακόμα και τα 17.000 δολάρια – ποσό απαγορευτικό για το μέσο Βορειοκορεάτη που βγάζει 2.000 δολάρια το χρόνο. Ο συνηθέστερος τρόπος διαφυγής είναι να διασχίσει κανείς το ποτάμι που σηματοδοτεί τα σύνορα μεταξύ της Βόρειας Κορέα και της Κίνας.
ΠΗΓΗ: economistas.gr