Κάτι που στην Καλιφόρνια θα μπορούσε να γίνει σε μία ώρα, στη χώρα μας απαίτησε τέσσερις μήνες.
Αυτό ήταν ένα μόνο από τα προβλήματα που αντιμετώπισαν ξένες επιχειρήσεις που επέλεξαν να επενδύσουν στην Ελλάδα μετά το 2010, σύμφωνα με διευθυντικά στελέχη τους.
Χαρακτηριστικό είναι αυτό που ανέφερε στο ΑΠΕ ο Λάζαρος Τσιορακλίδης, της Altair. Ενας Αμερικανός συνεργάτης του, όταν ήρθε στη χώρα μας το 2011-2012, αρχικά φοβόταν ότι θα τον... απαγάγουν. Κάτι που πλέον έχει αλλάξει βέβαια, όπως σημειώνει.
Η αμερικανική εταιρεία επέλεξε να επενδύσει στη Θεσσαλονίκη, για το ανθρώπινο δυναμικό- λόγω του μεγαλύτερου πανεπιστημίου των Βαλκανίων- αλλά και τη γεωγραφική θέση. Ομως, η γραφειοκρατία ήταν ένα τεράστιο πρόβλημα που αντιμετώπισε.
«Μας πήρε τέσσερις μήνες να κάνουμε σύσταση της εταιρείας, κάτι το οποίο στην Καλιφόρνια θα έπαιρνε λιγότερο από μία ώρα. Επίσης πολύ μεγάλο πρόβλημα είναι οι υποδομές, κάτι που αρχίζει και βελτιώνεται, αλλά απομένει δρόμος ακόμη. Π.χ., εταιρείες που παράγουν τεχνολογία χρειάζονται πολύ γρήγορα δίκτυα. 'Εχουμε τα γραφεία μας στην Ευρώπη, που έχουν πολύ μεγάλη ταχύτητα στα δίκτυα, ενώ εμείς δυσκολευόμαστε ακόμη να πάρουμε οπτική ίνα», εξήγησε ο κ. Τσιορακλίδης και σημείωσε χαρακτηριστικά ότι αυτή τη στιγμή η Ελλάδα πυροβολεί τα πόδια της, καθώς έχει δυνατότητες που δεν αξιοποιεί για να φτάσει για παράδειγμα στα επίπεδα του Ισραήλ.
Η Δήμητρα Ρουσβανίδου από την άλλη, της Dekra Akademie, περιγράφει ότι κάθε business plan της γερμανικής εταιρείας έπρεπε τακτικά να αναθεωρείται, εξαιτίας της αιφνίδιας αύξησης της φορολογίας.
«Δεδομένου ότι το μη μισθολογικό κόστος στην Ελλάδα είναι υπέρογκο, ο προγραμματισμός καθίσταται δύσκολος, και καταλήγουμε να καταβάλλουμε αυξημένες ασφαλιστικές εισφορές χωρίς να φτάνει το όφελος στον εργαζόμενο. Συναντήσαμε επίσης -και συναντάμε- μεγάλη δυσκαμψία. Στην προσπάθειά της η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη διαφθορά, θεσμοθετώντας ελεγκτικούς μηχανισμούς σε κάθε τομέα του Δημοσίου, οι φορείς έχουν γίνει εξαιρετικά δυσκίνητοι. Οι πληρωμές παρεχόμενων υπηρεσιών καθυστερούν πολύ, ενώ χάνεται πολύτιμος χρόνος μέχρι την ολοκλήρωση μιας συνεργασίας», επισημαίνει.
«Είναι πολύ βασικό να αλλάξει η νοοτροπία απέναντι στον επιχειρηματία στην Ελλάδα. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί πρέπει να πείθεις συνέχεια ότι "δεν είσαι ελέφαντας", όταν ακόμη και με λίγη -όχι αναγκαστικά μεγάλη- βοήθεια η εταιρεία θα μπορούσε να προσφέρει περισσότερες θέσεις εργασίας», δηλώνει ακόμη.
Η γραφειοκρατία ήταν το κύριο πρόβλημα που αντιμετώπισε και η Ebury, κατά την έναρξη λειτουργίας της στην Ελλάδα, δήλωσε ο Αλιστερ Γούντχαμς.
«Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα δεν μπορεί κάποιος να βρει εύκολα επαρκείς πληροφορίες στο διαδίκτυο σχετικά με τη λειτουργία των επιχειρήσεων και το ισχύον πλαίσιο», προσθέτει.