Ο Όσιος Πατάπιος υπήρξε πρότυπο της αρετής και αφού κόσμησε τη ζωή του με τα στολίδια της προσευχής, της νηστείας, των καλών έργων και των πολλών θαυμάτων, έφτασε η ώρα που θα έφευγε από την παρούσα ζωή, για να μεταβεί με το έλεος του Θεού στην ουράνια και αιώνια «άνω Ιερουσαλήμ», και να κληρονομήσει την ητοιμασμένην βασιλεία από καταβολής κόσμου (Ματθ.25, 34).
Συνάχθηκαν λοιπόν κοντά του οι αδελφοί της «Μονής των Αιγυπτίων», άλλοι συνασκητές από τα γύρω μοναστήρια και πολλοί «φίλοι της αρετής, λυπημένοι και δακρυσμένοι» και θεωρώντας τον αποχωρισμό τους ως ορφάνια, του έλεγαν: Γιατί, πατέρα μας πολυσέβαστε, δείχνεις ότι δεν αγαπάς τα πνευματικά σου παιδιά, αφού επιταχύνεις την εκδημία σου;
Γιατί μας αφήνεις έρημους; Γιατί δεν μας παίρνεις μαζί σου; Ποιος μετά από σένα θα σταματήσει τη λύπη μας, θα γιάνει το σώμα και θα θεραπεύσει την ψυχή μας με το λόγο, το παράδειγμα, τα θαύματα; Πως θα αντέξουμε τον αποχωρισμό;
Κι ενώ όλοι αυτοί έδειχναν με τη στάση και τα λόγια πως είχαν χάσει την ψυχραιμία τους, ο άγιος αντίθετα, χωρίς φόβο μπροστά στον επερχόμενο θάνατο, με μακάρια ιλαρότητα και στοργή τους είπε: «Μη κατευοδώνετε τον πατέρα σας έτσι με θρήνους και οδυρμούς.
Είναι καλύτερο να με προπέμψετε με ευχές. Διότι ενώ τα δάκρυα ζημιώνουν κι εσάς κι εμένα, οι ευχές βοηθούν όλους μας. Ιδιαίτερα εμένα για να βρω συγχώρεση των παραπτωμάτων μου και θάρρος όταν θα παρασταθώ ενώπιον του Ιησού Χριστού. Μη κλαίτε λοιπόν, παιδιά μου, διότι εγώ πηγαίνω σ’ Αυτόν που με καλεί. Εσείς πάλι προσέχετε τον εαυτό σας. Τη συμπεριφορά μου απέναντι σας την γνωρίζετε. Όλους σας αγάπησα και σας υπηρέτησα. Σας δέχθηκα και σας διακόνησα…»
Ύστερα έδωσε συμβουλές προσωπικά στον καθένα, ανάλογες με την ηλικία και την πνευματική του κατάσταση στους γέροντες άλλες, στους νεότερους διαφορετικές.
Και στο τέλος, αφού έκανε θερμή προσευχή, έκλεισε οριστικά τα μάτια του και παρέδωσε την αγιασμένη ψυχή του στα χέρια των αγγέλων.
Το τίμιο και ιερότατο λείψανο του συναθροισθέντες όλοι οι μοναχοί το κήδεψαν με τιμή και δόξα.
Το έθαψαν στον ιερό ναό του αγίου Προφήτου, Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, δηλαδή μες στο ίδιο το ξακουστό μοναστήρι των Αιγυπτίων, με ψαλμούς και ύμνους και ωδές πνευματικές τον προέπεμψαν και τον έστειλαν στους ουρανούς, προς Εκείνον που έχει την εξουσία ζωής και θανάτου, δοξολογίας, επαίνου και ευχαριστίας.
Το ιερό Λείψανο από την Κωνσταντινούπολη στα Γεράνεια όρη
Το σκήνωμά του ήταν μια ανεξάντλητη πηγή των θαυμάτων για πολλούς ανθρώπους. Και είναι ακόμα!
Το μοναστήρι των Αιγυπτίων καταστράφηκε το 536 μ.Χ. Τότε ο πνευματικός αδελφός του Αγίου Παταπίου, ο άγιος Βάρας, μετέφερε το Άγιο λείψανο του Αγίου Παταπίου στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη (του τιμίου Προδρόμου) της Πέτρας’ το οποίο ήταν υπό την προστασία της βασιλικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης, των Παλαιολόγων, και ειδικά της Αγίας Υπομονής η οποία ήταν η μητέρα του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.
Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς το 1453, ο Αγγελής Νοταράς, συγγενής του αυτοκράτορα (ανιψιός της Αγίας Υπομονής), προκειμένου να προστατευθεί το λείψανο του Αγίου Παταπίου από τους Τούρκους, το μετέφερε στο βουνό Γεράνεια στη Νότια Ελλάδα (κοντά στην Αθήνα) και έκρυψε το λείψανο σε μια σπηλιά, κοντά στην πόλη «Θέρμαι» (που σήμερα ονομάζεται Λουτράκι).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το σπήλαιο στο οποίο μετεφέρθη το σκήνωμα του Αγίου Παταπίου ήταν ήδη ασκητήριο μοναχών από τον 11ο αιώνα μ.Χ.
Η ανεύρεση του Λειψάνου και η νέα Μονή
Το έτος 1904 υπηρετούσε στο Λουτράκι ως εφημέριος ο ευλαβής ιερέας Κωνσταντίνος Σουσάνης. Κάπου – κάπου ανέβαινε και λειτουργούσε και στο ναΐσκο Σπήλαιο, στην πλαγιά πάνω από την πόλη.
Καθώς ο ίδιος ήταν ψηλός, δυσκολευόταν κατά την ιερουργία, γιατί η οροφή του Σπηλαίου και τα πλαϊνά του ήταν χαμηλά. Έτσι ανέθεσε στον Βασ. Πρωτοπαπά να διευρύνει, λαξεύοντας, το χώρο.
Καθώς εκείνος λάξευε προς το δυτικό σημείο του Σπηλαίου διαπίστωσε ότι εκεί δεν υπήρχε βράχος αλλά τοιχίο.
Με ιδιαίτερη προσοχή και δέος συνέχισε την καθαίρεση του τοιχίου, όποτε με ευχάριστη έκπληξη και θαυμασμό απεκάλυψε «άφθορον και ευωδιάζον» το ιερό Σκήνωμα του Οσίου, τη μεμβράνη με το όνομά του, τον ξύλινο Σταυρό, τα βυζαντινά νομίσματα, μικρά οστά και τρεις κάρες, προφανώς άγνωστων ασκητών, που είχαν ασκηθεί προγενέστερα στο Σπήλαιο.
Το ιερό Σκήνωμα, για λόγους ασφαλείας, φυλάχθηκε προσωρινά στο σπίτι του ιερέα Κωνσταντίνου Σουσάνη, στο Λουτράκι.
Το 1936, με πρόνοια του τότε μητροπολίτου Κορίνθου Δαμασκηνού μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών τοποθετήθηκε σε καλλιτεχνική ξυλόγλυπτη λειψανοθήκη, στην οποία και αναπαύεται μέχρι σήμερα, εναποτεθειμένη στο Σπήλαιο ασκητήριο, όπου και δέχεται τις τιμές, τις προσευχές, τις δεήσεις και τις ευχαριστίες όλων των ευλαβών προσκυνητών της Μονής και εκείνων τους οποίους παντοιοτρόπως ευεργετεί θαυματουργικά με τις θεοπειθείς πρεσβείες του στο θρόνο του ελεήμονος Θεού! Η εύρεση του ιερού Λειψάνου πανηγυρίζεται στη Μονή την Τρίτη του Πάσχα (Διακαινησίμου), οι δε μοναχές και οι συρρέοντες πιστοί ψάλλουν χαρμόσυνα: «…Νυν ημείς κεκτημένοι το ιερόν σον λείψανον ως θησαυρόν θεόσδοτον, πολλώ μάλλον αγαλλόμεθα, την προς ημάς σου κηρύττοντες, πολλήν κηδεμονίαν εξ αυτού γάρλαμβάνομεν αγιασμού τας δωρεάς, και πάσαν όνησιν σωτήριον και δυσχερών απαλλαγήν…».