Ο Στάρετς Σαμψών (1979) παρακινούσε τα πνευματικά του παιδιά να παρακαλούν επίμονα το Θεό για την απόκτηση του χαρίσματος της προσευχής λέγοντας:
«Δίδαξε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν ξέρω να προσεύχομαι».
«Μερικές φορές», συμπλήρωνε ο στάρετς, «το μυστικό αυτό μας αποκαλύπτεται στη θεία λειτουργία όταν κοινωνάμε».
Γνώρισα έναν ιερέα που δεν μπορούσε να μάθει να προσεύχεται. Κάποτε λοιπόν, την ώρα που κοινωνούσε, πήρε το Σώμα του Χριστού με το αριστερό του χέρι, το έβαλε πάνω στο δεξί και άρχισε να διαβάζει, όπως συνήθως, την ευχή: «Πιστεύω, Κύριε, και ομολογώ…».
Όταν τελείωσε, κι ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα, άρχισε να παρακαλεί θερμά:
«Μάθε με, Κύριε, να προσεύχομαι. Δεν έμαθα ακόμα να προσεύχομαι. Μόνο που διαβάζω τις ευχές». Ζητούσε από το Θεό το χάρισμα της προσευχής.
Αμέσως, καθώς ο ίδιος διηγήθηκε, το πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα αόρατο φως και μέσα του άνοιξε ένας άλλος νους.
Άρχισε τότε να διαβάζει για δεύτερη φορά το «Πιστεύω, Κύριε…» χωρίς να σηκώνει τα μάτια από το δεσποτικό Σώμα.
Τον πλησιάζει ο διάκος και του λέει: «Πάτερ, ο κόσμος περιμένει».
Το κοινωνικό είχε τελειώσει, αλλά ο ιερέας, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να συνέλθει.
Στεκόταν σαν να τα ‘χε χαμένα, σαν στήλη άλατος. Και τούτο, γιατί κατάλαβε τι είναι η προσευχή και το χάρισμα της προσευχής.
Ένιωσε πως αναστήθηκε. Από τότε έκλαιγε ασταμάτητα.
Και ποτέ πια δεν μπόρεσε ν’ ατενίσει το πανάχραντο Σώμα του Κυρίου χωρίς δάκρυα.