«Όταν προσεύχομαι, έλεγε ο Γέροντας, αισθάνομαι σαν ατμομηχανή τραίνου που στο πέρασμά της παρασέρνει ζωντανούς και πεθαμένους!».
Δεν έτυχε ποτέ να δω τον Γέροντα να προσεύχεται τελείως μόνο του.
Αν κρίνω όμως από την στάση που είχε εξομολογούμενος κάποτε έναν του λογισμό σε μένα, φαντάζομαι πως εστέκετο ενώπιον του Θεού!
Είχε παρακαλέσει κάποτε τον Θεό να του διδάξη πως να προσεύχεται.
Και “είδε” τότε ένα μικρό παιδάκι, ηλικίας περίπου δεκατεσσάρων χρονών, πολύ γνωστό στον Γέροντα, να εύχεται στον Χριστό με πολλή κατάνυξη, αλλά αδυνατούσε να μας περιγράψη τον τρόπο.
Μια φορά που τρώγαμε μαζί μετά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου, μου είπε ο Γέροντας: «Αυτό μας χρειάζεται» δηλαδή το «Ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ».
«Τα άλλα και να λείψουν δεν πειράζει τόσο».
Τον άκουα μερικές φορές, προτού αρχίση την ευχή, να λέη εκφώνως το «Ιλάσθητί μοι» και μετά “βυθιζόταν” σιγά-σιγά στην ευχή στο «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Το έλεγε όμως, όπως ο Τελώνης – με συναίσθηση – παρ’ όλο που δεν είχε τίποτε κοινό με τον Τελώνη εκτός από το «Ιλάσθητι».