Σε αγγεία, τοιχογραφίες και κτερίσματα που προέρχονται από τον πολιτισμό των Μάγια θαυμάζει κανείς ένα καταγάλανο λαμπερό χρώμα, ίδιο με του ουρανού. Αυτή η παράξενη χρωστική παραμένει λαμπερή και αναλλοίωτη ακόμα και σήμερα ενώ τα άλλα χρώματα έχουν σβήσει. Το ίδιο λαμπερό χρώμα συμβόλιζε και τον Τσάακ, το θεό της βροχής και των ανθρωποθυσιών. Κάποιες φορές όταν οι ουρανοί έπαιρναν αυτό το χρώμα, κυρίως σε περιόδους μεγάλης ξηρασίας, οι Μάγια επέλεγαν το κακότυχο θύμα τους και αφού το έβαφαν με την παράξενη χρωστική, το θυσίαζαν στον Τσάακ, ευελπιστώντας ότι θα τους χαρίσει την πολυπόθητη βροχή.
Σύμφωνα, μάλιστα, με τη μαρτυρία ενός Ισπανού ιερέα, από τον 16ο αιώνα, τα θύματα των ανθρωποθυσιών γυμνώνονταν, χρωματίζονταν ολόκληρα και πετιόντουσαν σαν δεμάτια σε ένα πέτρινο βωμό όπου η καρδιά τους, αν και χτυπούσε ακόμα, ξεριζωνόταν από το σώμα.
«Γνωρίζαμε ότι αυτό το γαλάζιο χρώμα είχε μεγάλη σημασία» εξηγεί ο καθηγητής ανθρωπολογίας του κολεγίου Γουίτον του Ιλινόις, δρ Ντιν Αρνολντ, «τόσο για τους ιερείς της εποχής και την τελετουργία». Το γαλανό των Μάγια, που αρχικά χρησιμοποιήθηκε το 300 μΧ, δεν φθείρεται από το πέρασμα των ετών, από τα οξέα και τα σύγχρονα διαλυτικά. Η σύνθεση του χρώματος παρέμεινε μυστήριο μέχρι τη δεκαετία του 1960, όταν χημικοί κατάφεραν να την αναλύσουν. Οπως αποδείχθηκε είχε προκύψει από λουλάκι που αναμιγνύεται με ένα μέταλλο του πηλού (παλιγορσκίτης). Στη συνέχεια με τη θέρμανσή του το μίγμα μετατρεπόταν στο όμορφο χρώμα. Αυτό, ωστόσο, που παρέμενε άγνωστο μέχρι σήμερα ήταν τόσο ο τόπος όσο και ο χρόνος κατά τον οποίο το κατασκεύαζαν οι Μάγια. Ηταν άραγε προϊόν κάποιου εργαστηρίου που δημιουργούσε το χρώμα μαζικά ή μήπως επρόκειτο για κάποια μυστική συνταγή, ένα επτασφράγιστο μυστικό των ιερέων;
Μια ικανοποιητική απάντηση δόθηκε από ένα αγγείο, που φυλασσόταν στο Μουσείο Φιλντ του Σικάγο επί δεκαετίες, αναφέρει σε μελέτη που δημοσιεύεται στο περιοδικό Antiquity ο δρ Αρνολντ και συνεργάτες του από το πανεπιστήμιο Νορθγουέστερν.
Το αγγείο είχε βρεθεί με άλλα ευρήματα και 127 σκελετούς από έναν εξερευνητή, τον Εντουαρντ Τόμσον, στις αρχές του 20ού αιώνα στο Τσιτσέν Ιτζά, μία μεγάλη πόλη του πολιτισμού των Μάγια στη χερσόνησο του Γιουκατάν στο Μεξικό, περίπου 200 χλμ δυτικά του Κανκούν.
Πώς το παρασκεύαζαν
Ο Τόμσον ανέφερε ότι είχε ανακαλύψει και ένα γαλάζιο ίζημα 4.5 μέτρων στον πυθμένα του πηγαδιού που ονομαζόταν Ιερό Σενόταϊ. Το αγγείο διαθέτει τρία στηρίγματα (πόδια) και χρονολογείται περίπου από το 1400 μΧ. Στο εσωτερικό του βρέθηκε λιβάνι, το οποίο χρησιμοποιούνταν κατά τις τελετουργίες των Μάγια. Μέσα στο καμένο λιβάνι ανακαλύφθηκαν αχνάρια λευκής και γαλάζιας σκόνης. Φωτογραφίες που ελήφθησαν σε μοριακή κλίμακα με ειδικό μικροσκόπιο έδειξαν ότι πρόκειται για παλιγροσκίτη και λουλάκι.
Οι ερευνητές συμπέραναν ότι το γαλανό χρώμα κατασκευαζόταν στο πλαίσιο της πραγματοποιούμενης τελετής όταν τα δύο συστατικά θερμαίνονταν εξαιτίας της καύσης του λιβανιού. Η χρωστική τοποθετείτο στα σκεύη και σε όσους επρόκειτο να θυσιαστούν προτού καταλήξουν στον πάτο του πηγαδιού.
Καθώς, όμως, η μπογιά δεν είχε χρόνο να «δέσει» οι ερευνητές υποθέτουν κυλούσε από τα σκεύη και έβαφε και τον πυθμένα του πηγαδιού.