Πρώτον, όταν διαβάζουν τα ιερά βιβλία, οπότε τους κυκλώνουν για ν’ ακούσουν κι αυτοί.
Δεύτερον, όταν προσεύχονται και συνομιλούν με το Θεό, οπότε συμπροσεύχονται κι εκείνοι με πόθο.
Τρίτον, όταν υπομένουν για την αγάπη του Θεού κόπο, πόνο και τιμωρίες, οπότε τους μυρώνουν και τους παρακινούν στον αγώνα της ευσέβειας. Για την τελευταία περίπτωση θα σου πω την ακόλουθη ιστορία:
Ο δαίμονας όμως, που κατοικούσε στο άγαλμα, δεν μπορούσε να δώσει χρησμό, γιατί βρίσκονταν εκεί τα λείψανα του αγίου ιερομάρτυρος Βαβύλα και των τριών νηπίων.
Τον παρουσίασαν στον βασιλιά, κι εκείνος πρόσταξε να τον κρεμάσουν σ’ ένα ξύλο και να του ξεσχίζουν τις σάρκες. Έτσι κρεμασμένος υπέφερε πολλά βασανιστήρια. Όταν βράδιασε, τον κατέβασαν και τον έριξαν στη φυλακή.
«Αγαπημένε μας Θεόδωρε», τον ρωτούσαν εκεί συγγενείς και φίλοι, «τι ένιωθες όταν σε ξέσχιζαν κρεμασμένο στο ξύλο;»
«Στην αρχή υπέφερα με δυσκολία τον πόνο. Ύστερα όμως παρουσιάστηκαν μπροστά μου τέσσερις νέοι με όμορφα πρόσωπα και κατάλευκες στολές.
Ο ένας κρατούσε μια λεκάνη αστραφτερή. Ο άλλος χρυσό μυροδοχείο με μύρο σαν ροδέλαιο. Οι άλλοι δύο κρατούσαν λευκά σεντόνια διπλωμένα στα τέσσερα.
Ο ένας άδειασε το μύρο στη λεκάνη και, καθώς εκείνο εξατμιζόταν, ένιωθα σε κάθε εισπνοή να σκορπίζεται η ευωδία του σ’ όλα μου τα μέλη και να εξουδετερώνει τους φρικτούς πόνους.
Ύστερα, ο ένας έβρεχε το πανί στη λεκάνη και το ‘βαζε στο πρόσωπό μου πολλή ώρα, ώστε με την ηδονή εκείνη να ξεχνάω τους πόνους. Όταν το έπαιρνε ο πρώτος, ήταν ο άλλος έτοιμος κι έβαζε το δικό του.
Αυτό συνεχιζόταν μέχρι που με κατέβασαν οι δήμιοι από το ξύλο. Τότε όμως έφυγαν οι άγγελοι από κοντά μου και λυπήθηκα, γιατί στερήθηκα εκείνη τη γλυκύτατη ηδονή. Ήθελα να βασανιζόμουν ακόμη…»