Η περίοδος της βασιλείας του Αβδούλ Χαμίτ Β’ (1876-1909) χαρακτηρίζεται απο την οικονόμικη εξάρτηση του οθωμανικού κράτους από τους δυτικούς πιστωτές του την εισαγωγή δυτικης τεχνολογίας και την προσπάθεια αποκλεισμού των δυτικών ιδεών. Το 1881 το οθωμανικό δημόσιο χρέος ξεπερνούσε τις 100.000 χρυσές λίρες. Μία επιτροπή από ξένους ομολογιούχους διηύθυναν τη μεδόθευση της εξοφλήσεως των δανειών ασκώντας άμεσα έλεγχο στην οθωμανική οικονομία.
Παράλληλα πραγματοποιούνταν η κατασκευή σιδηροδρομικών και τηλεγραφικών δικτύων. Ο σουλτάνος παρά την αντίθεση μιας μερίδας υπηκόων του καλωσόριζε τα ευρωπαϊκά δάνεια και τη δαπανηρή δυτική τεχνολογία, αλλά όχι και τις δυτικές προοδευτικές ιδέες. Ο απολυταρχισμός της βασιλείας του Αβδούλ Χαμίτ που εκδηλώθηκε με τους διωγμούς ων προδευτικών ομοθρήσκων του και τις σφαγές των χριστιανών Αρμενίων (1894-1896) δεν απέκτησε την μεθοδικότητα του κατοπινού καθεστώτος των Νεοτούρκων. Έτσι στάθηκε δυνατόν ν’ οργανωθεί μέσα στην ίδια την πρωτεύουσα η αντίδραση κατά του σουλτάνου και να εξαπλωθεί και σε πολλές οθωμανικές επαρχίες.
Το 1889 μερικοί σπουδαστές σχημάτισαν μία συνωμοτική εταιρία στον κήπο του Στρατιωτικού Ιατρικού Κολλεγίου της Κωνσταντινουπόλεως που αργότερα ονομάστηλε ‘’ Επιτροπή για την Ένωση και την Πρόοδο’’ και αποτέλεσε μαζί με τους εξόριστους στο Παρίσι Οθωμανούς φιλελεθερους την απαρχή της Κινήσεων των Νεοτούρκων. Η κίνηση περιλάμβανε μια ποικιλία απόψεων που εξέφραζαν και την ανομοιογένεια των οπαδών της. Μουσουλμάνοι δημόσιοι υπάλληλοι ,πριγκιπες και μικροαστοί, στρατιωτικοί, χριστιανοί ορθόδοξοι, Μαρωνίτες, Αρμένιοι και Εβραίοι προσπαθούσαν να βρουν μία κοινή γραμμή πλεύσεως.
Από το 1902 έγινε φανερή η διάσταση ανάμεσα στις δύο επικρατέστερες τάσεις: α) των φιλελεύθερων οπαδών ενός ομοσπονδιακού συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι θρησκευτικές εθνότητες της αυτοκρατορίας θα απολάμβαναν σχετική αυτονομία, και β) των εθνικιστικών που πίστευαν στην επιβολή του τούρκικου στοιχείου μέσα από ένα σύστημα κεντρικής και συγκεντρωτικής εξουσίας. Οι πρώτοι σχημάτισαν ξεχωριστή οργάνωση ‘’το Σύνδεσμο της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και της Αποκεντρώσεως’’ ενώ οι δεύτεροι διατήρησαν τον έλεγχο της ‘’ Επιτροπής για την Ένωση και την Πρόοδο’’.
Η δεύτερη οργάνωση είχε τη μεγαλύτερη απήχηση στους Τούρκους αξιωματικούς, οι οποίοι και έδωσαν τελικά τον τόνο στο καθεστώς που προέκυψε όταν επιβλήθηκε το Κίνημα. Τρεις ευδιάκριατες ιδεολογικές τάσεις επικρατούσαν στην οθωμανική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα ο «Πανισλαμισμός» ο οποίος φιλοδοξούσε να αναδείξει το σουλτανο-χαλίφη πραγαμτικό αρχηγό όλων των πιστών μέσα και έξω από την αυτοκρατορία και να τον θέσει επικεφαλή ενός ιερού πολέμου εναντίον των δυνάμεων που αντιστρατεύονταν τις αρχές του Ισλαμισμού.
Ο «Οθωμανισμός» που πρέσβευε τη νομιμοφροσύνη προς τον εκάστοτε εκπρόσωπο της δυναστείας του Οσμάν και τη κατάργηση των θρησκευτικών ή εθνικών διακρίσεων , ιδεολογία που υιοθέτησαν οι φιλελεύθεροι οπαδοί της συνταγματικής μοναρχίας και ο ‘’Τουρκισμός’’ή «Παντουρανισμός», μία ιδεολογία κατασκευασμένη από Τουρκομάνους διαννοούμενους εξόριστους από την Ρωσία , οι οποίοι οραματίζονταν την αναβίωση του κράτους του Τζέκινς Χαν ή του Ταμερλάνου και την ένωση όλων των Τούρκων.
Η κοσμική αυτή ιδεολογία ταίριαζε περισσότερο με το νέο φυλετικό εθνικισμό των αξιωματικών του νεοτουρκισμού κινήματος και δεν αντιμετώπιζε την εχθρότητα των ευρωπαϊκών Δυνάμεων. Αυτή τελικά η ιδεολογία επικράτησε και υπαγόρευσε την εξάλειψη των μειονοτήτων στην πολυεθνική οθωμανική επικράτεια. Μολονότι το καθεστώς του Αβδούλ Χαμίτ ανέστειλε τις μεταρρυθμιστικές διαδικασίες του 19ου αιώνα δεν απάλειψε και τα ευεργετικά για τους μη μουσουλμάνους της οθωμανικής επικράτειας αποτελέσματα της νομοθεσίας του Τανζιμάτ.
Η οικονομική ευρωστία των χριστιανών οι οποίοι δεν διέθεταν πολιτική ή στρατιωτική ισχύ τους εξέθετε επικίνδυνα στις συνέπειες του φθόνου των μουσουλμάνων. Οι Νεότουρκοι αν και στρέφονταν αρχικά εναντίον όλων των οπισθοδρομικών θεσμών του συστήματος και συνεπώς εναντίον της μουσουλμανικής θρησκείας πέτυχαν τελικά την σύζευξη της ιδιότητας του πιστού Ισλάμ με την εθνικιστική ταύτοτηα του Τούρκου. Το Νεοτουρκικό κίνημα πραγματοποιήθηκε στη Μακεδονία τον Ιούνιοτου 1908 απο αξιωματικούς κυρίως του τρίτου Οθωμανικού Σώματος Στρατού.
Η εσπευσμένη ενέργεια τους οφειλόταν στο ότι η οργάνωση είχε αρχίσει να διαβρώνεται από πράκτορες της Πύλης και στο γεγονός ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις σχεδίαζαν να επέμβουν δυναμικά για να δώσουν λύση στη μακεδονική περιπλοκή. Ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Sir Edward Grey είχε προτείνει το Μάρτιο 1908 την αυτονόμηση της Μακεδονίας ενώ οι μονάρχες της Ρωσίας και της Αγγλίας επρόκειτο να συναντηθούν στο Ρεβάλ για να συζητήσουν το μέλλον του τμήματος αυτού της οθωμανικής επικράτειας. Οι εθνικιστικές Νεότουρκοι της Θεσσαλονικής κινήθηκαν αστραπιαία.
Αφού κατέβαλαν την αρχή έστειλα τελεσίγραφο στον Αβδούλ Χαμίτ ν’ επαναφέρει το σύνταγμα του 1876 μέσα σε 24 ώρες. Υποκύπτοντας στις πιέσεις αυτές και στις παραινέσεις των συμβούλων του ο σουλτάνος αναγνώρισε τον Ιούλιο του 1908 την ισχύ του συντάγματος με την υστεροβουλία ίσως να κερδίσει χρόνο για ν’ οργανώσει τη συντριβή των επαναστατών. Η είδηση ωστόσο της νίκης αυτής των Νεοτούρκων έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από ολες τις Εθνότητες της Μακεδονίας.
Έλληνες, Βούλγαροι, Αρμένιοι και Τούρκοι αγκαλιάζονταν στους δρόμους της Θεσσαλονίκης πανηγυρίζοντας την αφετηρία μίας νέας εποχής ειρηνικής συμβιώσεως .Ο Νεότουρκος ηγέτης Εμβέρ πασάς δήλωσε οτι δεν υπήραν πια εθνότητες αλλά αδελφοί Οθωμανοί με ίδα δικαιώματα.
Τον Απρίλιο του 1909 «η γέρικη αράχνη» όπως αποκαλούσαν οι εχθροι του τον Αβδούλ Χαμίτ θεωρήθηκε Νεότουρκους υπεύθυνος για μία αντεπανάσταση που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη και αντικατάσταθηκε απο το Μωάμεθ Ε’ που είχε περάσει όλη του τη ζωή εγκάρθειτος μέσα στο παλάτι του.Με την αναθεώρηση του συντάγματος το 1909 ο νέος σουλτάνος στερήθηκε απο τη δυνατότητα να διαλύει τη βουλή και έτσι έγινε ένα απλό σύμβολο εξουσίας.
Ο Αντίκτυπος στα Βαλκάνια Το κίνημα των Νεότουρκων έδωσε την ευκαιρία στη Βουλγαρία να ανακηρύξει παρά τη Συνθήκη του Βερολίνου την ανεξαρτησία της από την Τούρκικη επικυριαρχία ( Οκτώβριος 1908) και στην Αυστρία σχεδόν ταυτόχρονα να προσαρτήσει τις δύο νοτιοσλαβικές επαρχίες Βοσνία και Ερζεγοβίνη που κατείχε ήδη στρατιωτικά από το 1878.
Η ενέργεια της Αυστρίας είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για τις μελλοντικές εξελίξεις στα Βαλκάνια: Η ενσωμάτωση των δύο επαρχιών αποτέλεσε πλήγμα κατά του σέρβικου αλυτρωτισμού και προκάλεσε την άσβεστη εχθρότητα των Σέρβων μία εχθρότητα που το 1914 πρόσφερε την αφορμή για την έκρηξη του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Η αυστρο-ρωσική συνεργασία που διατηρούσε κάποια ισορροπία στο βαλκανικό χώρο τερματίστηκε και οι Ρώσοι διπλωμάτες επιδόθηκαν με ζήλο στο σχηματισμό μιάς βαλκανικής σλαβικής κυρίως συμμαχίας ως φραγμό εναντίον του αυστριακού επεκτατισμού. Οι Νεότουρκοι ωστόσο αναγνώρισαν την προσάρτηση των επαρχιών και τη Βουλγάρικη ανεξαρτησία αφού εξασφάλισαν αποζημιώσεις απο τους Αυστριακούς και απο τους Βούλγαρους (μετά από ρώσικη μεσολάβηση).
Το κίνημα των Νεότουρκων και η επίδραση του στα Βαλκάνια
30/03/2019 - 16:05