«Δεν υπάρχουν μακαριότεροι άνθρωποι από εκείνους που έπιασαν επαφή με τον Ουράνιο Σταθμό και είναι δικτυωμένοι με ευλάβεια με το Θεό. Όπως δεν υπάρχουν πιο δυστυχισμένοι από εκείνους που έκοψαν την επαφή τους με το Θεό και γυρίζουν ζαλισμένοι τον κόσμο και τα κουμπιά των σταθμών του κόσμου, για να ξεχάσουν λίγο το πολύ άγχος της εκτροχιασμένης ζωής τους».
Συμβούλευε δε και τα εξής:
«Πολύ βοηθάει, πριν από την προσευχή να διαβάσεις ένα κομμάτι από το Γεροντικό. Τότε θα θερμανθεί η καρδιά σου και θα καπακωθούν όλες οι μέριμνες και θα μπορέσεις να προσευχηθείς απερίσπαστα».
Και για το νου που σκορπίζεται κατά την ώρα της προσευχής τόνιζε:
«Την ώρα της προσευχής, όταν ο νους μας φεύγει σε άσχημα πράγματα ή έρχονται χωρίς να το θέλουμε, να μην χρησιμοποιούμε αντιρρητικό πόλεμο κατά του εχθρού, διότι και όλοι οι δικηγόροι εάν μαζευτούν, με ένα διαβολάκι δεν τα βγάζουν πέρα με τη συζήτηση, αλλά μόνο με μια περιφρόνηση μπορεί να τα διώξει κανείς, όπως και τους βλάσφημους λογισμούς»
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για έναν πνευματικό αγωνιστή είναι η απελπισία. Γιʼ αυτό ο γέροντας Παΐσιος έλεγε:
«Να μην απελπίζονται όσοι βρίσκονται μέσα στον κόσμο, όταν είναι κυριευμένοι από πολλά πάθη και η φύση τους είναι άτακτη και τρέχει με ορμή στην κατηφόρα, αλλά να ελπίζουν στην παντοδυναμία του Θεού και να στρίψουν το τιμόνι της γερής τους μηχανής στο δρόμο του Θεού, της ανηφόρας, και πολύ γρήγορα θα προσπεράσουν άλλες βραδυκίνητες μηχανές που τρέχανε μπροστά από πολλά χρόνια στο δρόμο του Θεού».
Και άλλοτε συμπλήρωνε:
«Δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, όταν αγωνιζόμαστε αλλά δε βλέπουμε καμιά πρόοδο παρά μόνο μηδενικά συνέχεια. Όλοι οι άνθρωποι μηδενικά κάνουμε, ποιος περισσότερα και ποιος λιγότερα. Βλέποντας ο Χριστός τη μικρή μας προσπάθεια, βάζει ανάλογα μια μονάδα στην αρχή και έτσι παίρνουν αξία τα μηδενικά μας και βλέπουμε λίγη προκοπή. Γιʼ αυτό δεν πρέπει να απελπιζόμαστε, αλλά να ελπίζουμε στο Θεό».
Για τους ανθρώπους που είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά ο γέροντας Παΐσιος τόνιζε:
«Ο κυριευμένος από υλικά πράγματα είναι κυριευμένος πάντα από στενοχώρια και άγχος, γιατί πότε τρέμει μην του τα πάρουν και πότε μην του πάρουν την ψυχή. Ο τσιγκούνης πάλι, που αγκύλωσε το χέρι του από το πολύ σφίξιμο, έσφιξε και την καρδιά του και την έκανε πέτρινη. Για να θεραπευθεί, θα πρέπει να επισκεφθεί δυστυχισμένους ανθρώπους, να πονέσει, οπότε θα αναγκασθεί να ανοίξει σιγά-σιγά το χέρι του και θα μαλακώσει τότε και η πέτρινη καρδιά του και θα γίνει καρδιά ανθρώπινη και έτσι θα του ανοιχθεί και η πύλη του Παραδείσου».
Ο γέροντας Παΐσιος έλεγε:
«Όσοι αναπαύονται μέσα στον υλικό κόσμο και δεν ανησυχούν για τη σωτηρία της ψυχής τους, μοιάζουν με τα ανόητα πουλάκια, που δεν θορυβούν μέσα στο αυγό, για να σπάσουν το τσόφλι, να βγουν έξω να χαρούν τον ήλιο — το ουράνιο πέταγμα στην παραδεισένια ζωή, αλλά παραμένουν ακίνητα και πεθαίνουν μέσα στο τσόφλι του αυγού».
Αποσπάσματα από το Βιβλίο
“Διδαχές Γερόντων”