Κατηγορία για προσβολή θρησκεύματος και παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου απήγγειλε η Εισαγγελία Πρωτοδικών σε βάρος της διευθύνουσας συμβούλου του ΕΟΠΠΕΠ, Έλενας Γιαννακοπούλου.
Η ποινική δίωξη έγινε μετά από έγγραφη καταγγελία προς το υπουργείο Παιδείας, στην οποία εργαζόμενοι στον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ) ανέφεραν ότι η διευθύνουσα σύμβουλος είχε ξεκινήσει «διωγμούς εναντίον όσων φορούν ή έχουν στους χώρους της εργασίας τους χριστιανικά σύμβολα απαιτώντας την απομάκρυνσή τους».
Οι υπάλληλοι που την κατήγγειλαν, ισχυρίζονται ότι η κατηγορούμενη, παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, πέταξε εικόνες της Παναγίας στο καλάθι των αχρήστων και προσπάθησε να αφαιρέσει σταυρό από τον λαιμό υπαλλήλου της. Η δίωξη σε βάρος της επικεφαλής του ΕΟΠΠΕΠ είναι η πρώτη που ασκείται με βάση τον αντιρατσιστικό νόμο για υπόθεση, η οποία σχετίζεται με θρησκευτικές διακρίσεις.
Τα όσα αναφέρονταν στην καταγγελία διατυπώθηκαν επωνύμως και ενυπογράφως από δύο υπαλλήλους, οι οποίοι ανέφεραν για την διευθύνουσα:
«Την στιγμή που διαπίστωσε την ύπαρξη της ιερής εικόνας της Παναγίας Θεοτόκου πάνω στο γραφείο της, την άρπαξε και την πέταξε σε καλάθι σκουπιδιών, λέγοντας ότι εδώ είναι υπηρεσία και δεν επιτρέπονται εικόνες στα γραφεία. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το μέρος μου και μόλις διαπίστωσε ότι φέρω σταυρό στο λαιμό μου φώναξε “τι είναι αυτά που φοράς”, άρπαξε τον σταυρό που φορούσα, ρωτώντας με aν νομίζω ότι θα με σώσει αυτό που φορώ. Συνεχίζοντας προχώρησε στο γραφείο εργασίας μου, λέγοντας να μαζέψω τις εικόνες από δω μέσα (τις οποίες αποκάλεσε “παπαριές”) αναφερόμενη στις μικρές εικόνες που έχω πάνω στο γραφείο εργασίας μου, ότι εδώ είναι υπηρεσία και δεν επιτρέπονται», αναφέρει το Πρώτο Θέμα. Χαρακτηριστικά, στην καταγγελία της προϊσταμένης της Διεύθυνσης Διοικητικών και Οικονομικών Υπηρεσιών, αναφέρονταν ότι η διευθύνουσα σύμβουλος την απείλησε ότι θα την οδηγήσει στο Διοικητικό Συμβούλιο με το ερώτημα της απόλυσης χωρίς να εξηγήσει τον λόγο.
Η προϊσταμένη στην καταγγελία της ανέφερε ακόμη για την κ. Γιαννακοπούλου: «Αυτό που με συγκλόνισε βαθύτατα ήταν η στάση και η εντολή σχετικά με τις ιερές εικόνες και τα θρησκευτικά σύμβολα της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης, καθόσον έπληξε το θρησκευτικό μου συναίσθημα. Από καμία διάταξη νόμου ή κανονισμού δεν υποχρεούμαι να αποκρύπτω στον χώρο της εργασίας μου ότι είμαι μέλος της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού, ούτε υποχρεούμαι να ανέχομαι μέσα στον χώρο της εργασίας μου την προσβολή ιερών αντικειμένων της Εκκλησίας όπου ανήκω. Εχω το δικαίωμα, όπως κάθε κάτοικος αυτής της χώρας ασχέτως θρησκεύματος, να φέρω πάνω μου θρησκευτικά σύμβολα της πίστης μου και να τα ’χω στη θέση εργασίας μου εφόσον δεν κωλύουν την εκτέλεση των υπηρεσιών μου (τέτοιο ζήτημα άλλωστε ουδείς προϊστάμενος μου έθεσε μέχρι σήμερα). Καμία επίσης ιεραρχική εξουσία δεν χορηγεί σε κανέναν προϊστάμενο το δικαίωμα να καταφέρεται με έργα ή λόγια εναντίον της θρησκευτικής πίστης, να προσβάλει ή να απαγορεύει θρησκευτικά σύμβολα- αντικείμενα που ανήκουν σε οποιονδήποτε εργαζόμενο του Οργανισμού».