Βγάζω το έμπλαστρο και κατεβαίνω σε στάση προσευχής. Λέω δύο κομποσχοίνια του Χριστού κι άλλο ένα μετά της Παναγίας. Δόξα τω Θεώ, Θεέ μου, που έχω κι εγώ μια εργασία. Είμαι διανομέας φυλλαδίων και εργάζομαι σαν το μυρμηγκάκι.
Μοιράζω φυλλάδια στα σπίτια, στις πιλοτές, σε κάτι ατημέλητες αυλές, κι άμα τα σπίτια είχαν πρόσωπα, ορισμένα θα τα λέγαμε καλόψυχα κι άλλα θα τα λέγαμε κακόψυχα. Κάποτε μού είπε ένας παπάς «εκεί που θα κάνεις τη δουλίτσα σου, λέγε μαζί και την ευχή». Το κάνω. Τι να κάνω; Άμα είσαι ταπεινός ανθρωπάκος, σε θέλει πολύ κι ο Θεός, οι Άγιοι, οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι που έχουν τις ρομφαίες.
Έχει τύχει να με βρίσουν αισχρά, επειδή είχα μπει παραμέσα για να αφήσω φυλλάδια στο πατάκι. Κάθε φορά που με βρίζουν, κάθε τέτοια αγία φορά, πέφτει μετά ένα χιονόνερο πάνω στην ψαλίδα των μαλλιών μου. Τινάζω τις βρισιές απ’ τα μαλλιά μου και κάπως αισθάνομαι σαν άγγελος που τινάζει το θυμίαμα του.
Έχω και μεγάλη στενοχώρια όταν ακούω τις βρισιές των ανθρώπων. Άμα οι άνθρωποι είμαστε εκκλησίες, μού φαίνεται ξηλώνουμε το δέρμα μας, άμα τύχει να βρίσουμε κανέναν. Δεν έλεγε τυχαία ο πατέρας μου πως οι άνθρωποι έχουμε στο δέρμα μας ότι έχουν και οι τοίχοι του Αγιάννη. Είμαστε όλοι εν δυνάμει Άγιοι. Κάμποσα έλεγε ο πατέρας μου και τα έλεγε σαν μέλι με βανίλια. Πιο ωραία, ωστόσο, τον θυμάμαι να ψέλνει τον «Νυμφώνα Σου Βλέπω».
Ήθελαν πολύ οι γονείς μου να βγω χαριτωμένος άνθρωπος. «Πολύ σημαντικός στην κοινωνία είναι ο πολύ χαριτωμένος». Σε αυτό συμφωνούσε και η μάνα μου που έγερνε τη λάκα του λαιμού της και ύστερα με κοίταζε κατάματα, λες και έπρεπε να πάω στα μάτια της και να θηλάσω σταχτοπράσινο γάλα.
Μοιράζω φυλλάδια στον δρόμο και σκέφτομαι τα μάτια της μητέρας μου. Έχει πεθάνει η καημένη, αλλά είναι υπερήφανη για μένα, κι ας είμαι διανομέας φυλλαδίων. Δε χωρούσε πολλά το μυαλό μου, κατάλαβες, τώρα, μανούλα; «Αλλά τι να τα κάνεις και τα γράμματα, άμα σου ξεφεύγουν οι αλήθειες;». Εσύ δεν το έλεγες, μανούλα; Εγώ σε θυμάμαι να το λες και να φτιάχνεις ζεστούς λουκουμάδες.
Προσπαθώ να διαβάζω βιβλία και να μαθαίνω τις άγνωστες λέξεις. Δεν τα σνομπάρω τα γράμματα επειδή δεν τα γνωρίζω καλά. Θα μου πείτε είσαι απλός διανομέας και δε σου χρησιμεύουν τα διαβάσματα. Πάντως, υπήρξε μία φορά που μού είπαν πως μιλάω καλά και αισθάνθηκα κάπως υπερήφανος που μού είπαν εμένα τέτοιο πράγμα. Τελικά, κι άμα είσαι ταπεινός, πάλι θέλεις να πάρεις τη δόξα σου.
Ξεκουράζομαι μπροστά στην τηλεόραση, βλέποντας κάτι χαζά. Ανανεώνω το έμπλαστρο στην πλάτη μου και συνεχίζω να βλέπω τα χαζά. Άμα βαρεθώ τα χαζά, γυρίζω να δω τα σοβαρά που κι αυτά αποδεικνύονται χαζούλικα.
Βλέπω στην τηλεόραση ανθρώπους που μιλάνε με χνούδια στα λόγια τους. Βλέπω και άλλους ανθρώπους που έχουν δυσκολία στα λόγια τους, μα εκείνα τα ξύλα στο στόμα τους μπορούν να πεταχτούν στο τζάκι και να ζεστάνουν μια ολόκληρη βραδιά. Λατρεύω αυτούς τους ανθρώπους που μπορούν να με ζεστάνουν με τα λόγια τους. Έχει σημασία η ψυχούλα τους, ο ατμός τους.
Στη γυναίκα μου, ερωτεύτηκα αυτό: τον ατμό της. Την είχα ακούσει να μιλάει πίσω από μια τζαμαρία και σκύβοντας ν’ αφήσω ένα φυλλάδιο ξανασηκώθηκα πίσω στη φωνή της. Δούλευε, τότε, γραμματέας σε αυτό το ισόγειο γραφείο και εξηγούσε σε κάποιον πελάτη τον τρόπο που θα δούλευαν μαζί του.
- Πάντως εμένα με πείσατε, μπήκα παραμέσα στο γραφείο.
- Εσείς; Είστε κάποιος;
- Είμαι διανομέας φυλλαδίων.
- Και λοιπόν; Θέλετε ν’ αφήσετε φυλλάδια;
- Τα άφησα ήδη στο πατάκι.
- Θέλετε και κάτι άλλο; με ρώτησε εκείνη.
Ακούστε τι απάντησα εγώ. Όλο αυτό το μακρόσυρτο:
- Έχω μοιράσει με βροχές, με ήλιους, με χαλάζι, έχω μοιράσει με ανέμους που με πήγαιναν πίσω ένα βήμα. Έχω αγαπήσει κοπέλες που τις είδα για ένα δευτερόλεπτο και τις ξέχασα σ’ ένα μισάωρο. Έχω αγαπήσει σε εισόδους, σε εξόδους, σε παρτέρια, έχω ερωτευτεί σε πεζοδρόμια φορτωμένος με χίλια φυλλάδια και τίγκα στο αίμα του ανήφορου που κατέληγε σε κάποιον κατήφορο. Δεν ξέρω κι εγώ τι να πω μ’ αυτήν την ωραία δουλειά μου. Σαν περνάει η ζωή μου στον δρόμο, όλο μού γεννιούνται απορίες που τις λύνω επίσης στον δρόμο. Τώρα, έχω αυτήν την απορία που ίσως μού τη λύσετε εσείς: Γιατί υπάρχουν τα σημεία του ορίζοντα, ενώ μαζί σας δε χάνεται κανείς;
- Τι εννοείται μαζί μου;
- Ο Νότιος Πόλος των δοντιών σας, έδειξα κάπου στο σαγόνι της.
- Παρακαλώ! σηκώθηκε όρθια. Πήρατε θάρρος, μου φαίνεται!
Παντρευτήκαμε σαν από θαύμα μέσα σε τέσσερις μήνες. Μου είπε πως βρίσκει σε μένα μια χαριτωμένη κορδέλα που είναι σαν φιόγκος στον λαιμό μου.
Την έχασα σαν από θαύμα μέσα στο επόμενο εξάμηνο. Μου πέθανε σιγά σιγά από ήδη διαγνωσμένη αρρώστια που την έμαθα σχεδόν τελευταίος.
Η γυναίκα μου ζητούσε έναν άνθρωπο για να πεθάνει σαν μωρό στα χέρια του.
- Πεθαίνω ωραία μαζί σου, έτσι μού είπε στο τέλος.
- Το λες σαν να είναι κάτι νόστιμο, έτσι θυμάμαι να της λέω.
Δεν έχω το ταλέντο των δακρύων και δεν έκλαψα όσο θα έπρεπε το βράδυ που έφυγε η γυναίκα μου. Έκλαψα πολύ από πάνω της και λιγότερο τις άλλες ώρες. Νομίζω πως με έκαναν να κλαίω τα βουναλάκια των κλειστών βλεφάρων.
Τώρα, μού απόμεινε το δάκρυ από τα έμπλαστρα που τσούζουν αρκετά. Μόνο με τα έμπλαστρα δακρύζω και όχι με τη μνήμη της γυναίκας μου. Δεν έχω ξεχάσει τη γυναίκα μου, αλλά τώρα τη θυμάμαι και χαίρομαι, λες και βρίσκεται κάπου στα σύννεφα και με βρέχει με σπρέι χαράς. Σίγουρα θα είναι στον Παράδεισο, ξέρω εγώ τι σας λέω. Θα γυρίζει όλη μέρα στο αμφιθέατρο που διδάσκουν οι Άγιοι Πατέρες.
Εγώ συνεχίζω στους δρόμους μέχρι μυελού των οστών μου. Μέχρι πρότινος μοίραζα φυλλάδια για μια αλυσίδα με χάμπουργκερ και τώρα θα πιάσω να μοιράσω για ένα καινούριο ρουχάδικο που πουλάει μεγάλα μεγέθη. Σύντομα έχει εκλογές και θα βγάλω καλή πελατεία με όλους αυτούς τους υποψήφιους. Για πόσο ακόμη θα κρατάω, το ξέρει μονάχα ο Θεός, που Αυτός με κρατάει στην κλωστή Του.
Μια μέρα θα με πάρει ο Κύριος και θα με πάει για μπάνιο στη θάλασσα. Θα πάρω κι εγώ μια ξεκούραση από όλα ετούτα τα χρόνια. Θα με πάει ο Κύριος στη θάλασσα και ίσως να έχω και μια σύνταξη για να ζήσω λίγα χρόνια ηρεμίας.
Σχεδιάζω, άμα βγω στη σύνταξη, να κάνω παραπάνω προσευχή και ίσως τα τρία κομποσχοίνια να τα κάνω εφτά και οκτώ. Θα διαβάζω περισσότερα βιβλία. Θα πηγαίνω τακτικές βολτούλες. Ξέρετε, ζήλευα πάντοτε και όλους αυτούς τους παππούδες που τα λένε χαλαρά στο καφενείο και ρουφάνε ελληνικό καφέ.
Δεν ξέρω πως γίνεται αυτό, αλλά οι άνθρωποι που είναι κουρασμένοι, ονειρεύονται να γίνουν παππούδες, αν και είναι ακόμη νεότατοι. Κάπως τα φέρνει η ζωή και φτιάχνει παράδοξα όνειρα: ονειρεύεσαι να είσαι γεροντάκι με μόνο σκοπό την ξεκούραση και την παύση του θορύβου της ζωής. Προτιμάς να θυσιάσεις τη νεότητα, μόνο και μόνο για να φύγεις απ’ την απάνθρωπη νεότητα σου.
Τελικά, δεν τα κατάφερα ποτέ μου να βγω χαριτωμένος άνθρωπος. Απογοήτευσα τα λόγια του πατέρα μου και τα πλακόστρωτα μάτια της μητέρας μου. Ψευδαίσθηση είχε κι η γυναίκα μου όταν έβλεπε έναν φιόγκο στον λαιμό μου.
Κανείς χαριτωμένος άνθρωπος δε λέει πως είναι κουρασμένος. Ντροπή μου να λέω τέτοιο πράγμα μπροστά στα ματάκια του Χριστού.
του Κώστα Παναγοπουλου