Στον απόηχο της συνάντησης Τσίπρα-Ερντογάν και των δηλώσεων της απέναντι πλευράς περί τουρκικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη, ανακινείται ξανά ένα ευαίσθητο θέμα.
Όπως γράφει Λάμπρος Ζαχαρής στο Sputnik, δεκάδες είναι οι μειονοτικοί σύλλογοι που έχουν δημιουργηθεί στην ευαίσθητη περιοχή της Θράκης, όπου κατοικεί η Μουσουλμανική μειονότητα τα τελευταία χρόνια.
Νομικοί διατυπώνουν προβληματισμούς για ασαφείς διατυπώσεις στα καταστατικά των συλλόγων που έρχονται σε αντίθεση με κρίσιμα εθνικά θέματα καθώς και με την ελληνική νομοθεσία.
Ο προβληματισμός που τίθεται, σύμφωνα με τον δικηγόρο Γιώργο Κυμπαρίδη και τέως πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Ροδόπης, είναι o εξής: Για ποιο λόγο κατατίθενται αιτήσεις για αμιγώς μουσουλμανικά σωματεία, ενώ υπάρχουν ήδη αντίστοιχα σωματεία όπου μπορούν αν συμμετάσχουν όλοι οι πολίτες ανεξαρτήτως θρησκεύματος;
«Ενώ υπάρχουν τα σωματεία, επαγγελματικά ή μη, ώστε να εκπροσωπηθούν όπως όλοι οι πολίτες, επιχειρείται να εισαχθεί μια εξαίρεση και αυτό δημιουργεί κάποια απορία», τονίζει στο Sputnik, κάνοντας λόγο για ένα φαινόμενο που άλλοτε βρίσκεται σε έξαρση και άλλοτε σε ύφεση.
«Τα καταστατικά ορισμένων μουσουλμανικών συλλόγων δείχνουν προσεγμένα, δουλεμένα με ευφυία, από άτομα με ευρύτερες γεωπολιτικές γνώσεις και υποδηλώνουν μια οργανωμένη μακροπρόθεσμη στόχευση», επισημαίνει ο δικηγόρος Ξάνθης Στέργιος Γιαλάογλου, ενώ, όπως υποστηρίζει, επιβεβαιώνουν την άποψη ότι κάποιοι λίγοι άνθρωποι της μειονότητας λειτουργούν με κίνητρα αμφισβητούμενων καλών προθέσεων ως προς την Ελληνική Πολιτεία, στη βάση ενός σχεδίου που μάλλον εξυπηρετεί αλλότρια συμφέροντα και επιθυμεί αναταραχή στην περιοχή».
Έως το 2017, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο στον νομό Ξάνθης, έχουν ιδρυθεί 57 σύλλογοι με μουσουλμάνους στο κατατεθειμένο καταστατικό τους.
Από αυτά, μόνο στα οκτώ σωματεία εμφανίζονται μέχρι πέντε χριστιανικά ονόματα, ενώ σε κάποια άλλα ενδέχεται και να μην υπάρχει κανένα.
Παράλληλα, στον νομό Έβρου, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, έχουν ιδρυθεί από το 2007 οκτώ σύλλογοι. «Ο αριθμός στον νομό Έβρου είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με το μουσουλμανικό πληθυσμό», παρατηρεί, μεταξύ άλλων ο Στέργιος Γιαλάογλου.
Την ίδια ώρα, στον νομό Ροδόπης η κατάσταση είναι λίγο πιο ασαφής, καθώς έχουν κλείσει και έχουν ανοίξει αρκετοί, σύμφωνα με εκτιμήσεις νομικών κύκλων και ο τελικός τους αριθμός ανέρχεται στους 45.
Αυτή τη στιγμή, σύμφωνα με το Sputnik, περίπου 30 μειονοτικοί σύλλογοι είναι οι πιο ενεργοί και δραστήριοι στην Θράκη, (ενώ συνολικά έχουν δημιουργηθεί πάνω από 100) και στους τρεις νομούς Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου.
Τοπικοί παράγοντες της Θράκης, αλλά και αξιωματούχοι του ελληνικού κράτους, έχουν βάλει το θέμα στο μικροσκόπιο.
«Η τάση αυτή ήταν αυξητική, καθώς υπάρχουν δεκάδες μειονοτικά σωματεία που έχουν ιδρυθεί και στους τρεις νομούς από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οπότε και ξεκίνησε μία πολιτική ίδρυσης σωματείων παντού» επισημαίνει ο Στέργιος Γιαλάογλου.
Σε πολλά καταστατικά παρατηρείται ταυτότητα επιδιώξεων και κοινές διατυπώσεις όπως π.χ. στο ΠΕΚΕΜ (ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ). Χαρακτηριστικά, στο καταστατικό του αναφέρεται ότι σκοπός του είναι: «Να πραγματοποιήσει εκπαιδευτικές, παιδαγωγικές, πολιτιστικές, ιστορικές και εν γένει επιστημονικές μελέτες και έρευνες, για την καλλιέργεια της Τουρκικής γλώσσας και την ανάδειξη του τουρκικού πολιτισμού σε ότι αφορά τη παιδεία τα ήθη και έθιμα, τη λαϊκή παράδοση, τη λαϊκή τέχνη, και τα ιστορικά μνημεία» και «να ερευνήσει τις δυνατότητες που υπάρχουν για την ανάπτυξη της Μειονότητας της Δυτικής Θράκης και της ευρύτερης περιοχής».
«Σύμφωνα με την Σύμβαση της Λωζάννης η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αλλά και η αναγνώριση της ύπαρξης μουσουλμανικής μειονότητας οριοθετημένης στη Θράκη και όχι σε κάποια ευρύτερη περιοχή, από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Ως εκ τούτου τέτοιες αναφορές σαφώς και δεν βρίσκουν έρεισμα στο νόμο και στις διεθνείς συνθήκες», επισημαίνει ο Στέργιος Γιαλάογλου.
Αναλογικά εξετάζοντας το άρθρο 8 του καταστατικού του σχεδόν όμοιου — σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ένωση Ξάνθης», το οποίο διαλύθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, αλλά προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο, αναφέρεται μεταξύ άλλων, ότι « σκοπός της ιδρύσεως της Τουρκικής Ενώσεως είναι όπως εργαστεί υπέρ της πνευματικής, σωματικής και Ψυχικής διαπαιδαγωγήσεως των Τούρκων της Δυτικής Θράκης, να δημιουργήσει μεταξύ αυτών ειλικρινείς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύη και να συμβάλει εις την μεταξύ των Τούρκων της Δυτικής Θράκης διάδοση των πνευματικών, κοινωνικών και θρησκευτικών μεταρρυθμίσεων των προελθόντων εκ της Τουρκικής μεταπολιτεύσεως». Από τη διατύπωση όμως της επωνυμίας του Σωματείου διαπιστώνουμε ομοιότητες με τους σκοπούς του σωματείου ΠΕΚΕΜ και των όρων του Καταστατικού και μάλιστα από τη χρήση των παραπάνω όρων "Τούρκων Δυτικής Θράκης" «Τουρκική γλώσσα, τουρκικός πολιτισμός».
Επιπλέον, το ΠΕΚΕΜ, σύμφωνα με το καταστατικό του, έχει σκοπό να προβεί στην ίδρυση εκπαιδευτηρίων, οικοτροφείων, πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, κέντρων υγείας, δυνατότητα πρόσληψης εκπαιδευτικών, ιατρών», ενώ «πόροι του Συλλόγου είναι: Δωρεές ή κληροδοτήματα, καθώς και κάθε άλλη νόμιμη είσπραξη από οργανισμούς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα της Ελλάδος ή εκτός Ελλάδος». Η δυνατότητα ίδρυσης σχολείων και νοσοκομείων περιλαμβάνεται και στα καταστατικά άλλων σωματείων όπως ο «Πλάτανος» και το «μειονοτικό κέντρο Υγείας, Παιδείας, Πολιτισμού». Μάλιστα ο δεύτερος οργανισμός αναφέρει στους σκοπούς του «περί πνευματικής ηθικής και θρησκευτικής κοινωνικής ολοκλήρωσης της προσωπικότητας των νέων, περί σωστής και δημιουργικής εύχρηστης ψυχαγωγίας, περί αξιοποίησης των σύμφωνα με τις αρχές της ηθικής, της ισλαμικής παιδείας και του ισλαμικού πολιτισμού».
«Μια τέτοια διάταξη σαφώς υποκρύπτει προσηλυτισμό συνεπώς προσκρούει στο Σύνταγμα», εξηγεί ο Στέργιος Γιαλάογλου. «Παράλληλα, από τη γενικότητα της διάταξης του άρθρου 2 ν.694/1977 προκύπτει ότι ο σκοπός κάθε μειονοτικού σχολείου είτε πρωτοβάθμιας είτε δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, πρέπει να είναι σύμφωνος με τους βασικούς σκοπούς της γενικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα και τις αρχές που καθορίζονται στα προγράμματα των αντιστοίχων δημοσίων σχολείων της χώρας και αλλά και σε κάθε περίπτωση προφανώς να συμβάλλει στον σκοπό της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης όπως αυτός ορίζεται στη διάταξη της παρ.1 ν. 1566/1985, μεταξύ των οποίων είναι η υποβοήθηση των μαθητών ώστε να γίνονται ελεύθεροι δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να διακατέχονται από την πίστη προς την πατρίδα, [διάταξη που εφαρμόζεται ευθέως δυνάμει της ειδικής διατάξεως του άρ.4 ν.694/77 στα σχολεία πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης]. Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση οι σκοποί και οι καθοριζόμενες αρχές πρέπει να ταυτίζονται με αυτές των δημοσίων σχολείων της χώρας στις βαθμίδες εκπαίδευσης».
Την ίδια άποψη διατυπώνει και ο Γ. Κυμπαρίδης αναφορικά με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Και οι δύο νομικοί συμφωνούν στο ότι η ίδρυση ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων ή ιδιωτικών ιατρικών κέντρων γίνεται υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, το προβλέπουν συγκεκριμένες διατάξεις και αποτελούν άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας που δεν συνάδει με τον χαρακτήρα ενός σωματείου που εκ του νόμου είναι προφανώς μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, οργάνωση.
«Με τέτοια καταστατικά επιχειρείται να νομιμοποιηθεί εκ πλαγίου η παράνομη λειτουργία των παρανηπιαγωγείων που λειτουργούν σήμερα στο Νομό Ξάνθης και της Κομοτηνής. (κουράν κουρσού» (εκτός κρατικού σχεδιασμού, που δεν υπάγονται στις Δνσεις Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης)» αναφέρει ο Σ Γιαλάογλου.
Παράλληλα, μια ματιά στο καταστατικό του «μορφωτικού πολιτιστικού συλλόγου Μουσουλμάνων Διδυμότειχου Έβρου», θα δείξει τους ακόλουθους σκοπούς:
«Την περιφρούρηση των δημοκρατικών θεσμών και η προάσπιση των δικαιωμάτων των μελών στην κοινωνία και την πολιτεία, την υπεράσπιση και κατοχύρωση των πολιτικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων της μουσουλμανικής κοινότητας της περιοχής του Έβρου στην Αθήνα και όπου αλλού είναι εγκατεστημένη και την προστασία της περιουσίας της μουσουλμανικής κοινότητας».
«Ορισμένοι εκ των καταστατικών σκοπών καθίστανται ασυμβίβαστοι με την δραστηριότητα ενός σωματείου, διότι για την θεραπεία και την υλοποίηση των στόχων αυτών αποκλειστικά αρμόδιοι είναι οι κρατικοί μηχανισμοί, των οποίων άλλωστε δεν νοείται υποκατάσταση από κανένα σωματείο- νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου. Ακόμη και αν υποτίθεται ότι μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας πρέπει να τύχουν προστασίας, τούτο επιτυγχάνεται μέσω των οργανωμένων κρατικών θεσμών, ιδίως της αστυνομικής αρχής και των δικαστηρίων, όπου μπορεί προσφύγει οποιοδήποτε πολίτης ισχυρίζεται ότι παραβιάζονται δικαιώματά του ή θίγονται έννομα συμφέροντα του. Ειδικά για την διαφύλαξη και διαχείριση της μουσουλμανικής περιουσίας (μνημείων, ακινήτων κ.λ.π.) το κράτος με θεσμικό και οργανωμένο τρόπο (νόμους, διατάγματα) έχει προβλέψει την σύσταση των Διαχειριστικών επιτροπών της Βακουφικής Περιουσίας τα οποία είναι αρμόδια από το νόμο για την προστασία της περιουσίας των ιερών ακινήτων τους», εξηγεί ο Σ Γιαλάογλου.
«Δεν υπάρχει νομιμοποιητική βάση ώστε να συσταθεί σωματείο για την προστασία της μουσουλμανικής περιουσίας και αν η Διαχειριστική επιτροπή αισθανόταν ότι ήταν ανεπαρκής θα δημιουργούσε η ίδια μια εταιρεία για την προστασία και αξιοποίησή της περιουσίας. Το συνταγματικό δικαίωμα προστασίας της ιδιοκτησίας είναι ισχυρό για τον καθένα» επισημαίνει ο Γ. Κυμπαρίδης.
Σοβαρά νομικά ζητήματα αναφύονται με την ρύθμιση του άρθρου 20 του καταστατικού κατά την οποία: «Σε περίπτωση διάλυσης του συλλόγου η τελευταία Γενική Συνέλευση αποφασίζει για την διάθεση της περιουσίας του» που συναντάται σε αρκετούς μουσουλμανικούς συλλόγους.
«Ορίζεται ως αρμόδιο όργανο για την διάθεση της περιουσίας του σωματείου ορθώς η Γ.Σ. (που άλλωστε αποτελεί το ανώτατο όργανο του σωματείου) όμως η διάθεση της περιουσίας του δεν καθορίζεται με σαφήνεια, αλλά εναπόκειται στην απόλυτη διακριτική ευχέρεια της Γ.Σ., η οποία θα προσδιορίσει και τον τρόπο της διάθεσης.
Συνεπώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα της διανομής της περιουσίας του σωματείου μεταξύ των μελών του, πράγμα που η διάταξη του άρθρου 106 Α.Κ. ρητά απαγορεύει», υπογραμμίζει ο Σ. Γιαλάογλου και προσθέτει:
«Παράλληλα κάποια από τα καταστατικά των συλλόγων, επιβεβαιώνουν την έλλειψη αντανακλαστικών της Ελληνικής Πολιτείας, την ενδεχόμενη παντελή ειδικών γνώσεων των συσχετισμών και των συνθηκών της περιοχής από κρατικούς λειτουργούς που εγκρίνουν και αποδέχονται ανάλογες αιτήσεις σωματείων, που δεν έχουν την εύλογη υποψία να δουν πίσω από τους αναφερόμενους σκοπούς και να καταλάβουν τι εξυφαίνεται από κάποιους κύκλους υπό το πρόσχημα μίας αίτησης για σύσταση σωματείου και αντιμετωπίζουν τα πάντα καλοπροαίρετα και επιδερμικά. Προφανώς δεν μιλούμε για τυποποιημένες απλές υποθέσεις σύστασης ενός τυχαίου σωματείου αφού οι σκοποί του κάθε σωματείου, και οι πόροι του για την επίτευξη των, η διαδικασία εγγραφής σε αυτά και οι συσχετισμοί με άλλες εγχώριες και διεθνείς οργανώσεις, πρέπει πάντα να εξετάζονται υπό το πρίσμα της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της χώρας».