Ο αρχαιολογικός αναβρασμός έφερνε στο φως σπουδαία μνημεία. Εκεί κάπου κρυμμένος ήταν ένας φωτογράφος που απαθανάτιζε την ιστορία.
Άνθρωποι, μνημεία και τοπία άσκησαν τέτοιο μαγνητισμό στον 20χρονο τότε φοιτητή του Πανεπιστημίου του Πρίνστον, ώστε χρησιμοποίησε κάθε μεταφορικό μέσο για να φτάσει στα πιο δυσπρόσιτα μέρη της χώρας μας, την οποία έκτοτε επισκέφτηκε αμέτρητες φορές.
Σήμερα μοιράζεται τον χρόνο και τη ζωή του μεταξύ Νέας Υόρκης και Αθήνας, ενώ τις σπουδαίες και ιστορικές φωτογραφίες του μπορεί κανείς να δει στο κτίριο της Αρχαιολογικής Εταιρείας (Πανεπιστημίου 22), στο πλαίσιο του αφιερώματος στον φωτογράφο.
Πρόκειται για τη «Χρονογραφία – Έκθεση για τα 180 χρόνια (1837 – 2017) της Αρχαιολογικής Εταιρείας», που κύριο σκοπό έχει, να αναδειχθεί ο διαχρονικά καίριος ρόλος της Εταιρείας ως καθοριστικός θεσμός για τη διαμόρφωση της εθνικής μας αυτογνωσίας.
53 μαυρόασπρες φωτογραφίες από ανασκαφές του ‘50
Ο ίδιος ο φωτογράφος, εξάλλου, ξεχωρίζει την Αρχαιολογική Εταιρεία ως τον κρατικό θεσμό με τη μεγαλύτερη βαρύτητα για τους Έλληνες ως προς τη διαμόρφωση της εθνικής τους συνείδησης.
Έτσι, μέσα από αυτό το αφιέρωμα, που περιλαμβάνει 53 μαυρόασπρες φωτογραφίες από τα έτη 1954 – 55, περιοχές έντονου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, όπως η Ακρόπολη, η Αρχαία Αγορά, το Σούνιο, η Κνωσός, η Σαντορίνη, οι Μυκήνες, η Επίδαυρος και η Δήλος, «καλωσορίζουν» τον επισκέπτη σε μια Ελλάδα που από τη μία παραμένει αναλλοίωτη (τα μνημεία δεν έχουν αλλάξει, εκτός βέβαια από τις αναστηλωτικές επεμβάσεις που έχουν υποστεί) και από την άλλη είναι σχεδόν αγνώριστη, όπως πολύ συχνά δείχνουν τα γύρω τοπία.
Ο φωτογράφος αφηγείται…
Η μοναδική έγχρωμη φωτογραφία που πλαισιώνει την έκθεση, προϋπαντεί τον επισκέπτη. Έχει τραβηχτεί από το σπίτι του στην Πλάκα, ένα σούρουπο του Δεκεμβρίου 2016, δέκα λεπτά προτού δύσει ο ήλιος. «Η γυναίκα μου κι εγώ περιμέναμε για 45 λεπτά, καθώς ο ουρανός ήταν εντελώς σκοτεινός από σύννεφα. Πού και πού έσκαγε ο ήλιος. Έπιασα με τον φακό μια τέτοια στιγμή περίπου 10 λεπτά προτού δύσει ο ήλιος. Είναι στην Πνύκα, είναι μια βόλτα που κάνουμε συχνά. Αποφάσισα να την αφήσω έγχρωμη καθώς είναι η πιο πρόσφατη και ενδεχομένως να μείνει εκεί και μετά την έκθεση. Το ζεστό αυτό φως δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε ασπρόμαυρη εκτύπωση», ανέφερε ο ίδιος, όπως σημειώνει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στις δύο δημοσιογράφους, οι οποίες μετέφεραν τα λόγια του κατά την ξενάγηση.
Όπως και τα παρακάτω, που αφορούν την πρώτη φωτογραφία του από τη Σαντορίνη, η οποία και φιγουράρει στην αφίσα της έκθεσης. «Είναι τραβηγμένη στις αρχές του ’60 μετά τον σεισμό. Αυτό φαίνεται και από την προσπάθεια αποκατάστασης του κτιρίου που φαίνεται (σ.σ. στη φωτογραφία) και είναι το μοναστήρι. Σήμερα όλη αυτή η περιοχή έχει πλημμυρίσει από κτίσματα και η παραλία έχει ομπρέλες. Είναι διαφορετική εικόνα. Η φωτογραφία αυτή είναι τραβηγμένη στην Αρχαία Θήρα. Φαίνεται ο Νεοϋορκέζος γιατρός Τάνι και ο φίλος μας Ρόμπερτ Ντίλον Κόρνικ, Γάλλος στην καταγωγή, παλιός συμμαθητής μας», σημείωσε ο Ρ. Μακέιμπ για την εικόνα που δείχνει τους δυο άνδρες να κάθονται στην άκρη τοιχοποιίας, πιθανόν του υπό αναστήλωση μοναστηριού, ενώ από κάτω ξετυλίγεται μια παντελώς αδόμητη Περίσσα.
Οι Μυκήνες αποτελούν μια μεγάλη ενότητα της έκθεσης. Ενδιαφέρον έχουν κι αυτά που λέει ο ίδιος στις δύο δημοσιογράφους για τη φωτογράφηση του Ταφικού Κύκλου Α, λήψη που σήμερα δεν θα μπορούσε να γίνει από κάποιον επισκέπτη. «Η γυναίκα του Πάτρικ Λι Φέρμορ, Τζόαν, που ήταν φωτογράφος είχε τραβήξει την ίδια φωτογραφία από την ίδια γωνία λήψης. Το είχε κάνει προτού πάω εγώ. Σε πολλές φωτογραφίες ταυτιζόμαστε και το ανακάλυψα στην πρόσφατη έκθεση στο Μπενάκη. Τους είχα γνωρίσει ως ζεύγος και είχα πάει 1-2 φορές στο σπίτι τους στην Καρδαμύλη. Εκείνη την εποχή δεν ήξερα ότι ασχολείτο με την φωτογραφία. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να είχε πάει πριν από μένα καθώς κάποιες πέτρες που εγώ φωτογράφησα δεν είχαν μπει ακόμα στη θέση τους. Σήμερα κανείς δεν μπορεί να σκαρφαλώσει για να μπορέσει να πάρει τέτοιες λήψεις».
Ανάλογης δυσκολίας ήταν και η λήψη του Αρχαίου Θεάτρου Επιδαύρου, που έγινε πριν την αποκατάστασή του, το 1954. «Σκαρφάλωσα κάπου για να βγάλω τη φωτογραφία σε ένα μέρος που δεν είχε μονοπάτι και μετά όταν νύχτωνε δυσκολεύτηκα πολύ να κατέβω. Τότε δεν είχαμε την πολυτέλεια του φθηνού φιλμ και έπρεπε να είσαι και τυχερός στις λήψεις σου. Είχε (σ.σ. το φιλμ) 12 λήψεις και μετά έπρεπε να το βγάλεις από τη μηχανή σε ένα σκοτεινό μέρος. Και όταν το εμφάνιζες έπεφτες επάνω σε πολλές εκπλήξεις, κάποιες φορές καλές, κάποιες φορές κακές. Κάποια φιλμ τα εμφάνισα στην Αθήνα μέσα στο σημερινό κτίριο του Μετοχικού Ταμείου Στρατού, κάποια στην Αμερική», είπε ο κ. Μακέιμπ, δια στόματος των δύο ξεναγών που παρουσίασαν την έκθεση, ξετυλίγοντας τις μνήμες του.
Περισσότερα για ό,τι απεικονίζεται στις φωτογραφίες, αλλά και για τις ιστορίες που τις συνοδεύουν, μπορεί κανείς να ανακαλύψει στις ξεναγήσεις που θα γίνουν για το κοινό στις 16/2 και στις 9/3.