Back to top

Το δόγμα Τρούμαν, οι αρχές του και η επιρροή στα ελληνικά πράγματα μετά τον Εμφύλιο

02/02/2019 - 16:53

Στις 12 Μαρτίου 1947 ο Χάρυ Τρούμαν εξεφώνησε ενώπιον των δύο σωμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου τη βαρυσήμαντη ομιλία που καθιερώθηκε ως «Δόγμα Τρούμαν».

Η σύντομη εισήγηση του Αμερικανού προέδρου (έκτασης περίπου 2.200 λέξεων) επέφερε δύο βαθιές αλλαγές τόσο στην αμερικανική όσο και στη διεθνή πολιτική. Πρώτον, έστρεψε την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ από το δόγμα του απομονωτισμού στην ανάληψη ηγετικού ρόλου στο διεθνές σύστημα. Δεύτερον, αντικατέστησε το πνεύμα συνεργασίας και κατευνασμού, που επεδείκνυε έως τότε η Ουάσιγκτον προς τη Μόσχα, με μία στρατηγική αντίστασης απέναντι στις σοβιετικές απαιτήσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, το Δόγμα Τρούμαν έθεσε το πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, με ακρογωνιαίο λίθο την ανάσχεση (containment) της Σοβιετικής Ενωσης από τις ΗΠΑ. Η νέα πολιτική κλιμακώθηκε επί της Προεδρίας Τρούμαν με το μνημειώδες Πρόγραμμα Ευρωπαϊκής Ανασυγκρότησης -το Σχέδιο Μάρσαλ (1948)-, την ίδρυση του ΝΑΤΟ (1949) και άλλων περιφερειακών αμυντικών συμμαχιών, τέλος δε, τη συμμαχική αποστολή του ΟΗΕ στον πόλεμο της Κορέας (1950). Στη δεκαετία του 1960, η «αναθεωρητική» ιστοριογραφία της Νέας Αριστεράς (New Left) απέδωσε την αμερικανική «μεταμόρφωση» στην προδιάθεση του «απλοϊκότερου» Τρούμαν να προκαλέσει τον Ψυχρό Πόλεμο, σε αντιδιαστολή με τον διαλλακτικότερο και «πολιτικότερο» προκάτοχό του που επιζητούσε την αμερικανο-σοβιετική σύμπνοια.

Η νεώτερη αρχειακή έρευνα έχει καταρρίψει αυτή την οπτική, αποδεικνύοντας την αργόσυρτη και βασανιστική μεταλλαγή της αμερικανικής πολιτικής κατά την πρώτη διετία της Προεδρίας Τρούμαν (1945-1947). Εκτός από τη συναίσθηση της απειρίας του στην εξωτερική πολιτική, ο Τρούμαν συμμεριζόταν την υποχωρητική στάση που τηρούσε ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ απέναντι στις ακόρεστες εδαφικές διεκδικήσεις του Στάλιν, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σύμπραξή του όχι μόνον στον τερματισμό του πολέμου, αλλά και στη στερέωση της ειρήνης με πυρήνα τον ΟΗΕ. Κατανοούσε, επίσης, το σκεπτικό του Ρούζβελτ ότι, χωρίς τη σοβιετική συμμετοχή στο σύστημα που είχε οραματιστεί, δύσκολα θα έπειθε το Κογκρέσο να επωμιστούν μόνες οι ΗΠΑ την ευθύνη των παγκόσμιων υποθέσεων. Η τραυματική εμπειρία από τη μη κύρωση της Συνθήκης Ειρήνης του 1919 βάραινε έντονα στους σχεδιασμούς του Λευκού Οίκου.

Σαφή όρια στην ΕΣΣΔ

Ο Τρούμαν βασίστηκε αρχικά στους συμβούλους του Ρούζβελτ, σεβάστηκε τις σοβιετικές θέσεις στη Διάσκεψη Ειρήνης (1946-1947), έδειξε ανοχή στην επιβολή του κομμουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη και κράτησε αποστάσεις από τη Βρετανία, όπου ενισχυόταν η αντίληψη του Ουίνστον Τσώρτσιλ και του νέου υπουργού Εξωτερικών Ερνεστ Μπέβιν, ότι ο σοβιετικός επεκτατισμός θα αναχαιτιζόταν μόνο εάν συναντούσε σθεναρή αμερικανική αντίδραση. Η αλλαγή της αμερικανικής πολιτικής δεν έλαβε χαρακτηριστικά ανατροπής, αλλά μιας καλά προετοιμασμένης αναθεώρησης, που πυροδότησε η αυξανόμενη σοβιετική πίεση σε αδύναμες ζώνες της ευρωπαϊκής περιφέρειας το 1946: στο Ιράν, στην Τουρκία και στην Ελλάδα, όπου μαινόταν ο εμφύλιος πόλεμος.

Οι κρίσεις στο λεγόμενο Βόρειο Διάζωμα (Northern Tier) ώθησαν την αμερικανική ηγεσία να θέσει για πρώτη φορά αυστηρά όρια στις κινήσεις και τις διεκδικήσεις της Σοβιετικής Ενωσης. Την ώρα των αποφάσεων επιτάχυνε η υπαναχώρηση της οικονομικά καταρρέουσας Βρετανίας από την περιοχή. Καταλύτης υπήρξε το υπόμνημα που υπέβαλε στην Ουάσιγκτον στις 21 Φεβρουαρίου 1947 η κυβέρνηση Ατλη, ανακοινώνοντας ότι η βρετανική βοήθεια προς την Ελλάδα θα τερματιζόταν στις 31 Μαρτίου 1947.

Η κυβέρνηση Τρούμαν γνώριζε την εκρηκτική κατάσταση που δημιουργούσαν στην Ελλάδα ο Εμφύλιος και η οικονομική διάλυση – είναι αποκαλυπτικές, μεταξύ άλλων, οι δημοσιευμένες εκθέσεις του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα Λίνκολν Μακβή. Απέδιδε ευθύνες όχι μόνο στους κομμουνιστές αντάρτες και τους Βαλκάνιους συμμάχους τους, αλλά επίσης στην ανεπάρκεια και τη διαφθορά των ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, που συντηρούσαν τον φαύλο κύκλο της κοινωνικής απελπισίας και της ηττοπάθειας. Τον Ιανουάριο του 1947 έφθασε στην Αθήνα ειδική αποστολή με επικεφαλής τον Αμερικανό οικονομολόγο Πωλ Πόρτερ, προκειμένου να συντάξει λεπτομερή έκθεση για το ελληνικό πρόβλημα. Υπό βρετανική και αμερικανική πίεση σχηματίστηκε παράλληλα, στις 24 Ιανουαρίου 1947, συμμαχική κυβέρνηση στην Αθήνα (η επονομαζόμενη «επτακέφαλος») με εξωκοινοβουλευτικό πρωθυπουργό τον πρώην διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος, Δημήτριο Μάξιμο. Προτού συνταχθεί η Εκθεση Πόρτερ, η Ουάσιγκτον ζήτησε από την ελληνική κυβέρνηση να της απευθύνει επίσημο αίτημα οικονομικής βοήθειας ως επακόλουθο της βρετανικής αποχώρησης.

Οι θεμελιώδεις αρχές της νέας στρατηγικής των ΗΠΑ

Για την κυβέρνηση Τρούμαν, το κλειδί ήταν να κερδηθεί η συγκατάθεση του Κογκρέσου. Ενός Κογκρέσου με πλειοψηφία Ρεπουμπλικανών και στα δύο σώματα μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 1946 και με εύρωστα ρεύματα απομονωτιστών. Οι αρχιτέκτονες της πολιτικής που θα παρουσίαζε ο πρόεδρος Τρούμαν επιζήτησαν να συνδέσουν τα νέα δεδομένα με ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα ικανό να πείσει τη νομοθετική εξουσία, και μαζί την κοινή γνώμη, ότι το εθνικό συμφέρον υπαγόρευε στις ΗΠΑ να αναλάβουν ηγετικό διεθνή ρόλο με μεγάλο χρονικό ορίζοντα.

Τυπικά, με την ομιλία του της 12ης Μαρτίου 1947, ο Χάρυ Τρούμαν ζήτησε από το Κογκρέσο να εγκρίνει ένα ετήσιο πρόγραμμα οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, συνολικού ύψους 400 εκατομμυρίων δολαρίων, προκειμένου οι δύο χώρες να διατηρήσουν την ελευθερία και την εθνική τους ακεραιότητα. H παροχή βοήθειας δεν αποτελούσε τομή για την αμερικανική πολιτική, που διηύθυνε ήδη τεράστια προγράμματα οικονομικής αρωγής στην Ευρώπη (π.χ. UΝRRΑ).

Τομή αποτελούσαν οι αρχές που συνέθεταν το «δόγμα» του προέδρου. Τρεις ήταν θεμελιώδεις. Πρώτον, ότι οι ΗΠΑ είχαν ηθική ευθύνη να υποστηρίζουν λαούς που αντιστέκονταν σε απόπειρες επιβολής ένοπλων μειονοτήτων ή εξωτερικών πιέσεων. Τα προβλήματα ήταν τόσο επείγοντα ώστε υπερέβαιναν τις δυνατότητες του ΟΗΕ. Ο παγκόσμιος οργανισμός περνούσε, έτσι, για πρώτη φορά σε δεύτερη μοίρα ως κέντρο επίλυσης συγκρούσεων. Μαζί του και η δέσμευση των ΗΠΑ για συναίνεση με τη Σοβιετική Ενωση. Δεύτερον, οι ΗΠΑ είχαν ιστορική ευθύνη απέναντι σε κάθε έθνος που καλούνταν να διαλέξει ανάμεσα σε δύο εναλλακτικούς τρόπους ζωής: ο ένας βασιζόταν «στη δημοκρατία και την ελευθερία…». Ο άλλος «στην επιβολή της θέλησης των λίγων στους πολλούς, στην τρομοκρατία και την καταπίεση…». Τρίτον, η αμερικανική πολιτική επηρέαζε το παγκόσμιο σύστημα. Αν αποτύγχανε, «θα κινδύνευαν και η Ανατολή και η Δύση». Μολονότι αφορούσε την Ελλάδα και την Τουρκία, το Δόγμα Τρούμαν συνεπαγόταν για τις ΗΠΑ υποχρεώσεις με πλανητική διάσταση.

Στην ομιλία δεν αναφερόταν ονομαστικά ως απειλή η Σοβιετική Ενωση, αλλά, γενικά, ο επεκτατικός κομμουνισμός. Ετσι κυριαρχούσε το θετικό μήνυμα για την προάσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αφήνοντας περιθώρια συνεννόησης με τον Στάλιν. Τα περιθώρια εξαντλήθηκαν αργότερα, όταν η Μόσχα «απάντησε» στο Σχέδιο Μάρσαλ με το πραξικόπημα στην Τσεχοσλοβακία και τον αποκλεισμό του Βερολίνου (1948).

Το νομοσχέδιο για την παροχή βοήθειας στην Ελλάδα και την Τουρκία κέρδισε άνετη πλειοψηφία στο Κογκρέσο, όπου διαμορφωνόταν ήδη υπερκομματική συναίνεση με πρωτεργάτη τον Ρεπουμπλικανό πρόεδρο της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας, γερουσιαστή Αρθουρ Βάντενμπεργκ. Στις 22 Απριλίου 1947 κυρώθηκε στη Γερουσία με 67 ψήφους έναντι 23, στις 9 Μαΐου 1947 στη Βουλή των Αντιπροσώπων με 287 ψήφους έναντι 107. Τη διαχείριση του προγράμματος βοήθειας για την Ελλάδα ανέλαβε πολυμελής αποστολή, η AMAG (American Mission for Aid to Greece), αποτελούμενη από μία οικονομική και μία στρατιωτική επιτροπή. Επικεφαλής τέθηκε ο πρώην κυβερνήτης της Νεμπράσκα, Ντουάιτ Γκρίζγουολντ, πλαισιωμένος από δεκάδες τεχνοκράτες, οικονομολόγους και συμβούλους διοίκησης, όπως προβλεπόταν στο Δόγμα Τρούμαν. Είχαν ευθύνη να ελέγχουν τη διάθεση της βοήθειας διαμέσου της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και να καθορίζουν τη ροή των πόρων με κριτήριο την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής. Η αμερικανική βοήθεια άρχισε να εισρέει στην Ελλάδα το φθινόπωρο του 1947, κατ’ αρχάς με ορίζοντα ενός έτους. Λίγο αργότερα απορροφήθηκε από το πολυετές Σχέδιο Μάρσαλ (1948-1952).

Για την Ουάσιγκτον το ελληνικό ζήτημα έγινε η πρώτη δοκιμή (testing ground) του Ψυχρού Πολέμου. Για την Ελλάδα, το Δόγμα Τρούμαν εγκαινίασε τη μαζική και μακροχρόνια αμερικανική βοήθεια που έκρινε την έκβαση του Εμφυλίου, τη μεταπολεμική ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Ανοιξε, επίσης, τον δρόμο στην έντονη αμερικανική επιρροή στα ελληνικά πράγματα. Επιρροή που διαμόρφωσε στη συνέχεια, διαμέσου του Σχεδίου Μάρσαλ και της ένταξης της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, το υπόδειγμα εθνικής ασφάλειας, οικονομικής ανάπτυξης και πολιτικής οργάνωσης, που συνέδεσε οργανικά τη μεταπολεμική Ελλάδα με τον δυτικό κόσμο.

* Η κ. Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.

πηγη Καθημερινή