09/01/2019 - 10:52
Όταν είχαμε έρθει από την Καππαδοκία, με την ανταλλαγή, ήταν να μας δώσουν κάτι κτήματα στην Ηγουμενίτσα, ήταν κάτι τούρκικα χωριά αυτά που οι κάτοικοί τους θα πήγαιναν στην Τουρκία.
Περιμέναμε εμείς να φύγουν. Πάει ο πρόεδρος μας (σημ. ιστολογίου: Πρόεδρος των Φαρασσιωτών – τα Φάρασσα Καππαδοκίας ήταν το χωριό καταγωγής του γέροντος- ήταν ο πατέρας του γέροντος Παϊσίου, Πρόδρομος Εζνεπίδης) και του λέει ο Τούρκος:
Εσείς θα φύγετε εμείς θα κάτσουμε.
Βρε σκεφτόταν ο πρόεδρος, τι λόγος είναι αυτός;
Τι είχε γίνει ̇ είχαν πληρώσει δύο βουλευτές και τους είχαν γράψει Αλβανούς, Αρβανίτες. Έτσι αυτοί μείναν και εμείς πήγαμε πάνω στην Κόνιτσα. Όταν τό ‘μαθε αυτό ο Κονδύλης, θύμωσε, χτύπησε το χέρι στο γραφείο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν τελειωμένο το πράγμα. Ήταν καλός ο Κονδύλης, δίκαιος. Όταν ήταν να κάνουν απόβαση, στον πόλεμο με τους τούρκους, δεν κρατιόταν. Γυρνούσε πάνω στο καράβι και φώναζε: « Βρέ παλικάρια, μια φορά θα πεθάνουμε, τι τώρα, τι ύστερα. Ήρωες, βρε παιδιά.» Εκατό μέτρα πριν φθάσει το καράβι, έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ναι, ναι, ήταν πολύ θερμός ο καημένος. Καλός ήταν. Αυτούς τους τουρκαλβανούς μετά τους έδιωξε ο Ζέρβας. Έτσι αποκατέστησε ο Θεός την αδικία. Ήταν βάρβαροι αυτοί! Ο Θεός να σε φυλάει. Πόσους και πόσους δεν είχαν σκοτώσει!!! Κατέβαιναν οι καημένοι οι Έλληνες πάνω από τα βουνά, φορτωμένοι ένα τσουβάλι, σιτάρι συνήθως, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με λάδι ή αλάτι· από αυτό ζούσαν. Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Οι τουρκαλβανοί τους αγόραζαν τα πράγματα, μετά βγαίναν έξω από το χωριό και τους σκότωναν και έπαιρναν πίσω τα χρήματα… Πόσους δεν είχαν σκοτώσει έτσι… Βάρβαροι… Υπέφερε ο κόσμος από αυτούς… Μετά μαζευόντουσαν 30 – 40 μαζί. « Ότι μας βρεί να μας βρεί όλους μαζί..». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις τόσους μαζί.
Τι είχε γίνει ̇ είχαν πληρώσει δύο βουλευτές και τους είχαν γράψει Αλβανούς, Αρβανίτες. Έτσι αυτοί μείναν και εμείς πήγαμε πάνω στην Κόνιτσα. Όταν τό ‘μαθε αυτό ο Κονδύλης, θύμωσε, χτύπησε το χέρι στο γραφείο, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν τελειωμένο το πράγμα. Ήταν καλός ο Κονδύλης, δίκαιος. Όταν ήταν να κάνουν απόβαση, στον πόλεμο με τους τούρκους, δεν κρατιόταν. Γυρνούσε πάνω στο καράβι και φώναζε: « Βρέ παλικάρια, μια φορά θα πεθάνουμε, τι τώρα, τι ύστερα. Ήρωες, βρε παιδιά.» Εκατό μέτρα πριν φθάσει το καράβι, έπεσε μέσα στην θάλασσα. Ναι, ναι, ήταν πολύ θερμός ο καημένος. Καλός ήταν. Αυτούς τους τουρκαλβανούς μετά τους έδιωξε ο Ζέρβας. Έτσι αποκατέστησε ο Θεός την αδικία. Ήταν βάρβαροι αυτοί! Ο Θεός να σε φυλάει. Πόσους και πόσους δεν είχαν σκοτώσει!!! Κατέβαιναν οι καημένοι οι Έλληνες πάνω από τα βουνά, φορτωμένοι ένα τσουβάλι, σιτάρι συνήθως, με τα πόδια, για να το ανταλλάξουν με λάδι ή αλάτι· από αυτό ζούσαν. Ήταν δύσκολη η ζωή τότε. Οι τουρκαλβανοί τους αγόραζαν τα πράγματα, μετά βγαίναν έξω από το χωριό και τους σκότωναν και έπαιρναν πίσω τα χρήματα… Πόσους δεν είχαν σκοτώσει έτσι… Βάρβαροι… Υπέφερε ο κόσμος από αυτούς… Μετά μαζευόντουσαν 30 – 40 μαζί. « Ότι μας βρεί να μας βρεί όλους μαζί..». Ήταν δύσκολο να σκοτώσεις τόσους μαζί.
Αθ. Ρακοβαλή, Ο Πατήρ Παΐσιος μου είπε, σελ 68
Όταν μια γίδα θέλει να φάει ξύλο, πάει και ξύνεται στην γκλίτσα του τσοπάνου. Έτσι κάνουν και οι Αλβανοί τώρα. Ας τους. Μην τους λογαριάζεις. Μη φοβάσαι».
Νικολάου Ζουρνατζόγλου, Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Α’, σελ 259
Εσείς οι στρατιωτικοί, την Αλβανία να προσέχετε. Από εκεί θα έρθει η απειλή».
«Γέροντα, άμα φτύσουμε, οι Αλβανοί θα πνιγούν στο σάλιο μας, και σεις λέτε ότι θα έρθει απειλή από την Αλβανία; Δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Άκου το Γέροντα!», μου απάντησε.
Υποστράτηγος ε.α., Τσιαλίκης Χρήστος, Θεολόγος, Κομοτηνή.
«Γέροντα, άμα φτύσουμε, οι Αλβανοί θα πνιγούν στο σάλιο μας, και σεις λέτε ότι θα έρθει απειλή από την Αλβανία; Δεν μπορώ να το πιστέψω».
«Άκου το Γέροντα!», μου απάντησε.
Υποστράτηγος ε.α., Τσιαλίκης Χρήστος, Θεολόγος, Κομοτηνή.
Νικολάου Ζουρνατζόγλου, Μαρτυρίες Προσκυνητών, Γέροντας Παΐσιος ο Αγιορείτης, τόμος Β’, σελ 373.
Και για την αδερφούλα μας, την Βόρειο Ήπειρο
Ο Γέροντας , αφού πρόσφερε και στους τελευταίους επισκέπτες που ήρθαν εκείνη την στιγμή κέρασμα , ξαναρωτά έναν απ΄ αυτούς
-Γέροντας : Θα την πάρουμε την Πόλη ; Τι , λες ;
-Χρήστος : Εγώ θα πάω για την Βόρειο Ήπειρο.
-Γέροντας : Την Πόλη να πάρουμε , την Βόρειο Ήπειρο και επτά άτομα την παίρνουμε!
-Χρήστος : Επτά και εγώ οκτώ !
-Γέροντας : Πάρτηνα ! Και εγώ θα μεταφέρω τα λείψανα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού , τα οποία είναι και βαριά! Τι να πούμε , βρε παιδιά , όλα τα λένε και τα γράφουν τα βιβλία μας (της Εκκλησίας) , αλλά ποιος τα διαβάζει ; Ο κόσμος χαμπάρι δεν παίρνει . Κοιμάται με τα τσαρούχια !
-Γέροντας : Θα την πάρουμε την Πόλη ; Τι , λες ;
-Χρήστος : Εγώ θα πάω για την Βόρειο Ήπειρο.
-Γέροντας : Την Πόλη να πάρουμε , την Βόρειο Ήπειρο και επτά άτομα την παίρνουμε!
-Χρήστος : Επτά και εγώ οκτώ !
-Γέροντας : Πάρτηνα ! Και εγώ θα μεταφέρω τα λείψανα του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού , τα οποία είναι και βαριά! Τι να πούμε , βρε παιδιά , όλα τα λένε και τα γράφουν τα βιβλία μας (της Εκκλησίας) , αλλά ποιος τα διαβάζει ; Ο κόσμος χαμπάρι δεν παίρνει . Κοιμάται με τα τσαρούχια !
Ιερομόναχου Χριστόδουλου, «Σκεύος Εκλογής», Σελ :219
Τη Βόρειο Ήπειρο οι μεγάλοι τη χαντάκωσαν. Αυτοί πρέπει να κανονίσουν και τώρα το θέμα. Χρειάζεται διάκριση από εμάς για να μη γίνονται υπερβολές και δημιουργείται αναταραχή στον κόσμο».
Πρεσβυτέρου Διονυσίου Τάτση, «Ο Γέροντας Παΐσιος», 1995
Γιὰ τὴ Βόρειο Ἤπειρο, ὁ Γέροντας εἶχε πεῖ μεταξὺ ἄλλων: «Μὴ φοβάστε. Ἐσᾶς θὰ σᾶς ἐλευθερώσουν κάτι παλαβοί· ἀπὸ μέσα καὶ ἀπὸ ἔξω. Παλαβοὶ μὲ τὴν καλὴ ἔννοια, δηλαδὴ παλικάρια. Αὐτοὶ δὲ θὰ καταλαβαίνουν ἀπὸ πολιτικές, καὶ θὰ μποῦν μέσα νὰ βοηθήσουν. Οἱ πολιτικοὶ θὰ τὸ χαροῦν κι αὐτοὶ κατὰ βάθος, ἀλλὰ αὐτοὶ δεσμεύονται καὶ δὲν μποροῦν νὰ ἐνεργήσουν. Οἱ ἄλλοι θὰ τὸ δεχτοῦν. Ἔ! ἀφοῦ ἔγινε τώρα, ἔγινε, θὰ ποῦν. Μὴ φοβάστε. Λειτουργοῦν καὶ οἱ πνευματικοὶ νόμοι. Πόνος εἶναι αὐτός. Μιὰ οἰκογένεια εἴμαστε καὶ μᾶς χώρισαν. Σὰν νὰ λένε, αὐτὰ τὰ παιδιὰ νὰ πᾶνε χώρια ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. Πονάει αὐτό!! Τόσες φορὲς τὴν ἐλευθερώσαμε τὴ Βόρεια Ἤπειρο, τόσα αἵματα, τόσα κρυοπαγήματα! Δὲ θὰ πᾶν χαμένα ὅλα αὐτά.»
Ἀθανάσιου Ρακοβαλῆ, «Ὁ πατήρ Παΐσιος μοῦ εἶπε», ἔκδοση 18η, σελ. 76