Ο ακαδημαϊκός, ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, κ. Αντώνιος Ταχιάος, αφηγείται την εμφάνιση του αγίου Στεφάνου σε έναν αγαθό Ρώσο διάκονο, όταν τον κάλεσαν να λειτουργήσει στο ναΰδριο. Το περιστατικό αυτό έλαβε χώρα στον 20ό αιώνα και το αφηγήθηκαν στον Καθηγητή Αγιορείτες, κατά την πρώτη επίσκεψή του στο Άγιον Όρος, το 1951.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στους Ρώσους υπάρχει το τυπικό να μην γίνονται όλοι οι διάκονοι ιερείς, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, αλλά κάποιοι να παραμένουν ισοβίως διάκοι.
Αφηγείται λοιπόν ο Καθηγητής:
«Φθάσαμε στην αγιορείτικη πρωτεύουσα, τις Καρυές και, όπως οφείλαμε κατευθυνθήκαμε στην Ιερά Κοινότητα. Εδώ είχαμε συστάσεις για τον εκπρόσωπο της Μονής Διονυσίου, τον π. Γρηγόριο, ο οποίος φρό-ντισε για τα διαμονητήριά μας και μας πήρε στο κονάκι της Μονής του να μας φιλοξενήσει. Στο γραφικό κονάκι προσκυνήσαμε τον κατανυκτικό ναό του αγίου Πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Εδώ ακούσαμε για κάποιο θαύμα του αγίου. Κάποια χρονιά, στην εορτή του αγίου Στεφάνου, επειδή δεν είχαν διάκονο, ο π. Γρηγόριος παρακάλεσε τον αντιπρόσωπο της ρωσικής Μονής στις Καρυές, τον π. Νικόστρατο, ο οποίος ήταν ηλικιωμένος, σεμνός ιεροδιάκονος, να έρθει για την Λειτουργία.
Πραγματικώς ο αγαθός π. Νικόστρατος ήρθε στην ώρα του, αλλά μόλις μπήκε στον ναΐσκο, όπου ήταν συναγμένοι οι πατέρες, κοίταξε προς το ιερό και τους είπε: «Γιατί με καλέσατε εμένα, αφού έχετε διάκονο, που έχει μάλιστα φορέσει κιόλας το στιχάρι;». Τον κοίταξαν όλοι παραξενεμένοι και τον ρώτησαν: «Πού βλέπεις, πάτερ Νικόστρατε, τον διάκονο;». Ο π. Νικόστρατος έμεινε για λίγο άφωνος και ύστερα, με δάκρυα στα μάτια του, τούς είπε: «Αυτός ήταν, τον είδα ολοζώντανο, φωτεινό με την στολή και το θυμιατήρι στο χέρι», και έδειξε την εικόνα του πρωτομάρτυρα Στεφάνου. Οι πατέρες θαύμασαν για το θαύμα, δόξασαν τον Κύριο και με μεγάλη κατάνυξη άρχισαν την Θεία Λειτουργία».
(Αντ. Ταχιάου, Αγιορείτες, παραδείσου πολίτες, περιοδ. «Παγχαλκιδικός Λόγος», τεύχος 29ο, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2016, σελ. 33).