Αυτός και ο πατέρας του Αντίπατρος πρόδωσαν την εμπιστοσύνη του Αλέξανδρου και άρπαξαν ότι με πολύ κόπο ο Φίλιππος ο Β’ είχε δημιουργήσει. Το πανίσχυρο κράτος της Μακεδονίας. Και όμως ο άνθρωπος αυτός ήταν ο ιδρυτής της Θεσσαλονίκης.
Εξαιτίας του δεν έμεινε διάδοχος του Αλέξανδρου για να κρατήσει την Αυτοκρατορία ενωμένη, και επήλθε η οδυνηρή αν και λαμπρή παρακμή των Ελληνιστικών χρόνων μέχρι την κατάκτηση από τους Ρωμαίους όλων των ελληνιστικών βασιλείων και του κυρίως ελλαδικού χώρου. Όταν ο Ελληνισμός θα ξαναέλαμπε θα ήταν με μια άλλη μορφή: Σαν Βυζαντινός Χριστιανικός Ελληνισμός
Ο Κάσσανδρος ( 358 ή 350 – 297 π.Χ. ) ήταν ένας από τους Επιγόνους του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μια από τις πρωταγωνιστικές φυσιογνωμίες στους πολέμους των Διαδόχων, που βασίλεψε στο χώρο της Μακεδονίας. Ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία γιος του Αντιπάτρου και ένα από τα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα που σχετίζονται με τη βασιλεία του είναι η ίδρυση της Θεσσαλονίκης. Επίσης ήταν ιδρυτής της βραχύβιας δυναστείας των Αντιπατριδών.
Μικρός είχε παρακολουθήσει τα μαθήματα του Αριστοτέλη μαζί με τον Αλέξανδρο και τον Ηφαιστίωνα. Ο Κάσσανδρος δεν ακολούθησε τον στρατό του Αλεξάνδρου, αλλά έμεινε στην Μακεδονία στο πλευρό του Αντιπάτρου. Αργότερα, στην αυλή του στρατηλάτη στη Βαβυλώνα, ο Κάσσανδρος ήταν αυτός που υπερασπίστηκε τον πατέρα του απέναντι στις κατηγορίες των εχθρών τους και κυρίως της Ολυμπιάδας, της μητέρας του Αλεξάνδρου.
Αργότερα, μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, ο πατέρας του ανακήρυξε διάδοχό του στη βασιλεία της Μακεδονίας τον Πολυπέρχοντα. Ο Κάσσανδρος έλαβε, παρά το νεαρό της ηλικίας του, τη δεύτερη θέση στην ιεραρχία και το βαθμό του χιλιάρχου, που ήταν αξιόλογη θέση από την εποχή των Περσών, και που είχε υιοθετήσει και ο Μ. Αλέξανδρος στη διακυβέρνηση του κράτους του.
Ο Κάσσανδρος ωστόσο δυσαρεστήθηκε, καθώς ο Πολυπέρχων, αν και πολύπειρος, δεν ήταν συγγενής τους εξ αίματος. Τότε, σύμφωνα με τον Διόδωρο Σικελιώτη, συμμάχησε πρώτα με ντόπιους συμμάχους και κατόπιν με τον βασιλιά της Αιγύπτου, Πτολεμαίο το Σωτήρα και τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο, και κήρυξε τον πόλεμο εναντίον των ανταγωνιστών του.
Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις τάχθηκαν με το μέρος του και η Αθήνα παραδόθηκε επίσης. Μέχρι το 318 π.Χ., που ηττήθηκε ο στόλος του Πολυπέρχονα στο Βόσπορο, είχε συγκεντρώσει στα χέρια του την κυριαρχία της Μακεδονίας και του υπόλοιπου ελλαδικού χώρου. Έκανε επίσης συμμαχία με την Ευρυδίκη, τη φιλόδοξη σύζυγο του βασιλιά Φιλίππου Γ’ του Αρριδαίου της Μακεδονίας, και έγινε αντιβασιλιάς.
Ωστόσο, τόσο εκείνη όσο και ο σύζυγός της (που ήταν ετεροθαλής αδερφός του Αλεξάνδρου), φονεύτηκαν από την Ολυμπιάδα, μαζί με τον αδερφό του Κασσάνδρου, Νικάνορα. Ο Κάσσανδρος αμέσως προέλασε εναντίον της Ολυμπιάδας και, αφού την ανάγκασε να παραδοθεί στην Πύδνα, λιμάνι στους πρόποδες του Ολύμπου, διέταξε το θάνατό της το 316 π.Χ. Μετά τους εξοντωτικούς πολέμους των επιγόνων, ο Κάσσανδρος, υπ’ αριθμόν ένα εχθρός της Ολυμπιάδας, έγινε κυρίαρχος στρατηγός στη Μακεδονία και ο Φίλιππος Αρριδαίος με την Ευρυδίκη συμμάχησαν μαζί του και τον ανακήρυξαν επιμελητή του Μακεδονικού θρόνου. Η Ολυμπιάδα, βλέποντας να κινδυνεύουν τα συμφέροντα του εγγονού της, Αλεξάνδρου Δ’, εγκαταλείπει την Ήπειρο και εκστρατεύει στη Μακεδονία.
Σε σύγκρουση με τα στρατεύματα της Ευρυδίκης και του Αρριδαίου, οι τελευταίοι αιχμαλωτίζονται από τη γηραιά βασίλισσα και θανατώνονται άγρια. Ο Κάσσανδρος, απασχολημένος την εποχή εκείνη στην Αθήνα, κατευθύνεται εναντίον της Ολυμπιάδας, η οποία καταφεύγει στην οχυρωμένη παραθαλάσσια πόλη του Θερμαϊκού κόλπου Πύδνα, έχοντας μαζί της το μικρό Αλέξανδρο Δ´, τη Ρωξάνη, τη Θεσσαλονίκη και πολλούς πιστούς της.
Μετά από επτάμηνη στενή πολιορκία και αφού η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε αφόρητη (οι εγκλωβισμένοι αναγκάσθηκαν να σφάξουν και να φάνε έναν ελέφαντα δώρο του Μ.Αλεξάνδρου), η Ολυμπιάδα συνθηκολόγησε για να σώσει τον εγγονό της. Ο Κάσσανδρος, αθετώντας την υπόσχεσή του, έβαλε τους ανθρώπους του να τη σφάξουν – κατ’ άλλους κάλεσε όλους τους εξαγριωμένους συγγενείς των δολοφονηθέντων από την Ολυμπιάδα, να τη λιθοβολήσουν, «αφήνοντας άταφο το πτώμα της να σαπίσει». Σήμερα πιθανολογείται ότι ο τάφος της βρίσκεται στόν τύμβο «Τούμπα» στό μακρύγιαλο της Πύδνας, αλλά δεν έχει ακόμα ανασκαφεί
Η Ρωξάνη ήταν η πανέμορφη κόρη του Οξυάρτη, το φρούριο του οποίου κατέλαβε ο Αλέξανδρος. Η περιοχή αυτή έγινε στην συνέχεια το ελληνιστικό βασίλειο της Βακτριανή, σε μία περιοχή που κάλυπτε το σημερινό Βόρειο Αφγανιστάν και ήκμασε για τους επόμενους δύο αιώνες.
Ο γάμος, σύμφωνα με κάποιες πηγές, ήταν αποτέλεσμα σφοδρού έρωτα του Αλέξανδρου για την πανέμορφη Ρωξάνη, ενώ άλλες πηγές λένε ότι ο γάμος έγινε από πολιτική σκοπιμότητα. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν ένας συνδυασμός και των δύο – καθώς εξάλλου το ένα δεν αποκλείει το άλλο.
Ο γιος του Αλέξανδρου γεννήθηκε στη Βαβυλώνα το 323 , όταν εκείνος ήταν πλέον νεκρός. Έτσι ο γιος του, που ονομάστηκε Αλέξανδρος ο Δ” ,ανακηρύχθηκε βασιλιάς μαζί με τον θείο του, Αρριδαίο. Η Ρωξάνη με το γιο της γύρισαν στη Μακεδονία και κατέφυγαν στην Ήπειρο που ζούσε εκεί η Ολυμπιάδα, η μητέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Βλέπετε δεν αισθανόταν ασφαλής στην Μακεδονία, καθώς εκεί πλέον την εξουσία ασκούσαν οι αντίπαλοι του Αλεξάνδρου και σφετεριστές του θρόνου του. Η Ρωξάνη και ο γιός της Αλέξανδρος έπεσαν τελικά θύματα της θηριώδους εξουσιομανίας του Κασσάνδρου.
Περίπου το 313, διάφορες πόλεις αποκήρυξαν τη συμμαχία που είχαν με τον Κάσσανδρο και μεγάλα μέρη της Πελοποννήσου έπεσαν στα χέρια του Αντίγονου, ενώ οι πόλεμοι των Διαδόχων ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Ο Κάσσανδρος αναγκάστηκε να μπει σε διαπραγματεύσεις, αλλά αυτό δεν οδήγησε πουθενά.
Στα επόμενα δύο χρόνια, ο Πτολεμαίος κι ο Κάσσανδρος πήραν και πάλι την πρωτοβουλία και ο Αντίγονος υπέστη ήττες. Το φθινόπωρο του 311, υπογράφτηκε συμφωνία ειρήνης, η οποία προέβλεπε παύση των εχθροπραξιών και αναγνώριση του γιου του Μ. Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ’, ως βασιλιά μετά την ενηλικίωσή του.
Όλοι οι θρόνοι και οι δυναστείες των κρατών όλων των εποχών, υπέφεραν από ίντριγκες αλλά και δολοφονίες μεταξύ των σφετεριστών των θρόνων. Αυτό που φοβόταν λοιπόν η Ρωξάνη έγινε. Όταν πέθανε η Ολυμπιάδα, έχασε το στήριγμά της και ο γιος του Αντίπατρου, Κάσσανδρος, που είχε σφετεριστεί την εξουσία στη Μακεδονία, φυλάκισε στην Αμφίπολη τη Ρωξάνη και το γιό της Αλέξανδρο, όπου με διαταγή του το 311 π.Χ. δολοφονήθηκαν.
Όμως τα σώματά τους εικάζεται ότι δεν τάφηκαν με τις δέουσες τιμές καθότι ήταν εχθροί του Κασσάνδρου. Σίγουρα πάντως αποκλείεται να έτυχαν βασιλικών τιμών και ταφής,
όπως υποδηλώνουν οι λέοντες-σφίγγες που βρέθηκαν στην Αμφίπολη, ότι πρόκειται σε κάθε περίπτωση για βασιλικό τάφο.
Ο Κάσσανδρος επίσης έπεισε τον Πολυπέρχονα πως συμφέρον του ήταν να δηλητηριάσει το νόθο γιο του Αλεξάνδρου, Ηρακλή, και τη μητέρα του, μια ερωμένη του Αλεξάνδρου από την Περσία, τη Βαρσίνη, το 309 π.Χ.. Είχε ήδη συνδεθεί με τη βασιλική οικογένεια παίρνοντας για σύζυγο τη Θεσσαλονίκη, ετεροθαλή αδερφή του Μ. Αλεξάνδρου.
Έχοντας συνάψει συμμαχία με το Σέλευκο, τον Πτολεμαίο και τον Λυσίμαχο, εναντίον του Αντιγόνου, έγινε μετά την ήττα του τελευταίου και του γιου του Δημητρίου το 301 π.Χ. στη Μάχη της Ιψού, αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας της Μακεδονίας.
Στον ελλαδικό χώρο ακολούθησε την πολιτική του πατέρα του, βάσει της οποίας φερόταν στις πόλεις κράτη ως υποτελείς κι όχι ως συμμάχους, το αντίθετο από αυτό που έκανε ο Αντίγονος Α΄ και ο Δημήτριος Πολιορκητής. Ο Κάσσανδρος ήταν ένας άνδρας με αγάπη για τη φιλολογία, αλλά επίσης βίαιος και φιλόδοξος.
Έχτισε εκ νέου τη Θήβα μετά την ισοπέδωσή της από τον Αλέξανδρο και έχτισε στη θέση της Θέρμας την Θεσσαλονίκη, προς τιμή της συζύγου του. Έχτισε και μια νέα πόλη, την Κασσάνδρεια, στα ερείπια της Ποτίδαιας που είχε καταστρέψει ο Φίλιππος.
Πέθανε από υδρωπικία, το 297 π.Χ. Ο Παυσανίας γράφει πως ο μεγαλύτερος γιος του, ο Φίλιππος, λίγο μετά την ενθρόνισή του, έπαθε εκφυλιστική ασθένεια και πέθανε. Ο επόμενος γιος, ο Αντίπατρος Β’, δολοφόνησε τη μητέρα του, Θεσσαλονίκη, θεωρώντας πως έδειχνε ιδιαίτερη εύνοια για το μικρότερο γιο της, τον Αλέξανδρο Ε’. Ο Αλέξανδρος εκδικήθηκε εκθρονίζοντας τον Αντίπατρο Β’, αν και ο δεύτερος ξαναπήρε για λίγο τη βασιλεία, μερικά χρόνια αργότερα. Ο Αλέξανδρος έχασε επίσης τη ζωή του από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, το γιο του Αντίγονου.
Εξαιτίας του Κάσσανδρου η Αυτοκρατορία που ίδρυσε ο Αλέξανδρος δεν είχε ένα κοινό σημείο αναφοράς, το γιο του Αλέξανδρο τον Δ’.Ναι μεν οι Διάδοχοι πιθανώς να μην αναγνώριζαν την εξουσία του, αλλά ο άμεσος δεσμός αίματος με τον άνθρωπο στον οποίο χρωστούσαν την ίδια τους την ύπαρξη θα τους ανάγκαζε να μην πολεμούν ο ένας εναντίον του άλλου, και να αναγνωρίζουν τουλάχιστον μια υποτέλεια στον γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Η λάμψη που ακτινοβολούσε ο Αλέξανδρος κρατούσε ακόμα και μετά τον θάνατό του. Άλλωστε ποτέ δεν θα μάθουμε εαν ο γιος είχε κάποιες ή και πολλές από τις αρετές του πατέρα του. Εξοντώθηκε σε ηλικία 12-13 χρόνων.