Ας το ομολογήσω λοιπόν. Το συναίσθημα πολύ δύσκολα το διώχνεις όταν η πατρίδα σου σε τιμά δίνοντάς σου την ευκαιρία να την υπηρετήσεις στα χώματα της Αλβανίας.
Ειδικά εκεί στον Νότο. Προσπαθεί να σε κυριεύσει. Αντιστέκεσαι –γιατί πρέπει να αντισταθείς– και βάζεις μπροστά τη λογική. Ταυτόχρονα, όμως, δεν μπορείς να αποδεχθείς εύκολα ότι η «νηφαλιότητα και η ψυχραιμία» μπορούν να είναι μόνιμα υποκατάστατα της πολιτικής και της αποφασιστικότητας. Στις 28 Οκτωβρίου 1999, αποφασίσαμε για πρώτη φορά να τιμήσουμε την επέτειο εθνικής μας γιορτής εκεί. Εκεί που η ημέρα αυτή απέκτησε το πραγματικό της νόημα. Στο νεκροταφείο στο Βουλιαράτι.
Στους Βουλιαράτες, κατά την επιγραφή στη ζωηρόχρωμα φρεσκοβαμμένη τέτοια εποχή γαλανόλευκη στην κεντρική πλατεία του χωριού. Μετά την κατανυκτική δοξολογία στον Αγιο Αθανάσιο πορευθήκαμε προς το κοιμητήριο. Σημαίες παντού.
Τώρα έρχεται η δική σου στιγμή. Η ομιλία. Η δική σου ώρα. Απέναντι πάνω από τον ξερό και εγκαταλελειμμένο κάμπο της Δρόπολης τα βουνά Μακρύκαμπος και Λιούντζη. Οπως και πιο πάνω, στη γέφυρα της Κλεισούρας, τα χώματα δεν μπορούν να σκεπάσουν τα γαλανόλευκα χρώματα και την αλήθεια. Βλέποντας τα απέναντι βουνά ξέρεις. Εκεί είναι και κάποιοι δικοί σου.
Εκεί είναι και κάποια οστά δικών σου. Περιμένουν στωικά. Περιμένουν όπως τόσες χιλιάδες άλλοι μετά 77 χρόνια το άγγιγμα, την αγκαλιά από κάποια ζεστά χέρια. Να τα πλύνουν, να τα τυλίξουν στις μαξιλαροθήκες. Να τα βάλουν προσωρινά στις εκκλησιές.
Μέχρις ότου ξαναβρούν την οριστική θέση τους πιο μακριά. Στα δύο νεκροταφεία στην Κλεισούρα και στους Βουλιαράτες, σύμφωνα με τις συμφωνία του 2009. Χιλιάδες άλλοι που έπεσαν στις γραμμές της αντεπίθεσης στην Κορυτσά, στην Ερσέκα, στο Λεσκοβίκι θα μείνουν μόνιμα εκεί γνωστοί – άγνωστοι, χαμένοι, θαμμένοι, σκεπασμένοι με τα χώματα των ορυγμάτων του 1940-1941.
Γιατί η σημερινή Αλβανία –όπως άλλωστε και η χθεσινή– δείχνει, έτσι μοιάζει, να τους φοβάται ακόμη και νεκρούς. Αλήθεια είναι ότι δεν δέχθηκε ένα τρίτο κοιμητήριο στην περιοχή της Κορυτσάς. Πόσο απογοητευτική και ανησυχητική συνάμα είναι η εικόνα μιας πολιτικής στάσης που επιβάλλει τη διάκριση ακόμη και μεταξύ των νεκρών του ίδιου στρατού που έπεσαν στη μάχη κατά του φασισμού και κατά του ολοκληρωτισμού.
Γιατί; Διότι ήσαν Eλληνες. Ο κορυφαίος Αλβανός λόγιος Ισμαήλ Κανταρέ στο βιβλίο του «Ο στρατηγός της νεκρής στρατιάς» με ευαισθησία περιγράφει την πραγματική ιστορία των Ιταλών να περισυλλέξουν τα οστά των νεκρών τους που έπεσαν στο αλβανικό μέτωπο. Προφανώς δεν είχε κίνητρο ή δεν βρήκε τον χρόνο για να γράψει για την επί επτά δεκαετίες άρνηση αναγνώρισης, περισυλλογής των οστών και ταφής όλων των Ελλήνων στρατιωτών. Γιατί; Διότι είναι Eλληνες.
Πριν ξεκινήσω να γράφω αυτό το σημείωμα, απόφαση και κίνητρό μου ήταν να αναδείξω μία συγκεκριμένη πτυχή του φόνου της 28ης Οκτωβρίου 2018. Αντίθετα με τόσους εν Αθήναις ειδικούς, δεν γνωρίζω τις πραγματικές συνθήκες. Βασισμένος όμως σε ανάλογα καίτοι όχι με απόλυτη αντιστοιχία περιστατικά από το παρελθόν, εκτιμώ ότι η ελληνική πλευρά δεν θα αποσπάσει από την αλβανική –δικαστική και εκτελεστική– εξουσία πληροφόρηση πέραν εκείνης της μιας και επίσημης που έχει ήδη προαποφασισθεί να μας δοθεί. Τα μεν αιτήματα για πλήρη διαλεύκανση επιβεβλημένα, οι δε υπεκφυγές θα είναι σταθερές.
Μακάρι να διαψευσθώ. Δεν θα σταθώ στην επικίνδυνη συναισθηματική εθνικοπατριωτική φόρτιση, στην εχθρότητα κυριολεκτικά, που αναδύεται μέσα από δεκάδες χιλιάδες μηνύματα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης στην Αλβανία κυρίως, χωρίς όμως να λείπουν και στην Ελλάδα. Κάποιος τρίτος θα πίστευε ίσως ότι πραγματικά είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση.
Δεν θα σταθώ επίσης ούτε στις προκλήσεις του συνόλου των πρωτοσέλιδων των ΜΜΕ στην Αλβανία και αναμφίβολα κάποιων τίτλων στην Ελλάδα. Αλλωστε, ποια αντίδραση μπορεί να περιμένει κανείς από τους απλούς πολίτες μιας χώρας ο πρωθυπουργός της οποίας κομπάζει, όπως συχνά άλλωστε συνηθίζει, προσβάλλοντας με τον δικό του ιδιόρρυθμο τρόπο τη μνήμη ενός νεκρού;
Στάση χειρότερη ακόμη και από το φονικό. Καμία θρησκεία, καμία ιδεολογία, κανένα πατριωτικό αίσθημα ή συναίσθημα δεν δικαιολογούν την αλαζονεία απέναντι σε ένα νεκρό απλώς και μόνο επειδή είναι Ελληνας. Ερχομαι στην πλέον δυσάρεστη και θλιβερή συνάμα διαπίστωση. Κυριακή 28 Οκτωβρίου. Σκοτώθηκε στο Βουλιαράτι, ακούμε. Τι είναι; Αριστερός, δεξιός, ακροδεξιός, σοσιαλιστής, εθνικιστής, πατριώτης με υπερβολές όμως, ακραίος…
Αφού λοιπόν πρώτα οι δικοί μας πολιτικοί και ειδήμονες έβγαλαν συμπέρασμα για την ιδεολογία και για την πολιτική ταυτότητά του, τότε άρχισαν να παίρνουν ανάλογη με τη δική τους ιδεολογία και κομματική ταυτότητα θέση. Δυστυχώς. Ευτυχώς, την κατάσταση έσωσε το δικό μας υπουργείο Εξωτερικών. Με την υποδειγματική ανακοίνωσή του της 28ης Οκτωβρίου.
Πόσο όλοι θα είχαν ωφελήσει πρωτίστως τη δική τους αξιοπιστία και κύρος αν είχαν σπεύσει να στοιχηθούν πίσω από αυτό το κείμενο. Δυστυχώς αυτό δεν έγινε. Επιπλέον κάποιοι για λόγους που σήμερα αγνοούμε αλλά σύντομα θα αντιληφθούμε φάνηκαν σαν να επέλεξαν να ευθυγραμμισθούν με την πέραν των συνόρων μας εκδοχή. Στο όνομα άραγε ποιας σκοπιμότητας; Από την εδώ πλευρά των συνόρων κυριαρχεί η συζήτηση για την ιδεολογία του, τις πολιτικές του πεποιθήσεις, ίσως και για τον παράτολμο ακτιβισμό του. Καθένας βγάζει το δικό του πόρισμα. Με βάση τη δική του αλήθεια.
Αντίθετα, στην άλλη πλευρά των συνόρων στο ερώτημα «γιατί» υπάρχει μόνο μία απάντηση. Σε όλα τα επίπεδα. Από όλες τις δομές. Αυτή του πρωθυπουργού της γειτονικής μας χώρας. Οσο ενοχλητική και αν είναι. Υπάρχει λοιπόν μία θεμελιώδης διαφορά. Η επόμενη ημέρα στους Βουλιαράτες θα είναι διαφορετική. Ελπίζω και εύχομαι να συνεχισθεί η εικοσάχρονη παράδοση του εορτασμού της 28ης Οκτωβρίου. Ας τη συνεορτάζουμε μαζί Ελληνες και Αλβανοί.
Εχοντας την πεποίθηση και συνάμα την ψευδαίσθηση ότι τουλάχιστον για τους πεσόντες του 1940-1941 υπάρχει μία απάντηση στο «γιατί» της Ιστορίας. Θα κρατήσουμε όμως σίγουρα τις διαφορετικές μας θεωρήσεις και απαντήσεις στο βασανιστικό «γιατί» της 28ης Οκτωβρίου 2018.
του Αλέξανδρου Π. Μαλλιά
* Ο κ. Αλέξανδρος Π. Μαλλιάς είναι πρώην πρέσβης της Ελλάδος στην Αλβανία.