Τα βλέμματα πολλών πέφτουν αυτήν την στιγμή στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονα στο Άγιον Όρος.
Η διαφορά των δύο Πατριαρχείων, Κωνσταντινούπολης και Μόσχας, έχει φέρει την Μονή στο προσκήνιο, καθώς παρουσιάζει την ιδιοτυπία να ανήκει εκκλησιαστικά στο Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, αλλά να επανδρώνεται από Ρώσους και Ουκρανούς μοναχούς.
Πολλά άρθρα δημοσιεύονται, τα οποία προσπαθούν να εμπλέξουν την Μονή με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στο εκκλησιαστικό πρόβλημα.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, συχνά ξεχνάει κανείς ότι αυτή η Μονή κατοικείται από Αγιορείτες πατέρες, οι οποίοι, μακριά από την πατρίδα τους, αγωνίζονται για την σωτηρία της ψυχής τους, αφοσιωμένοι στα μοναχικά τους καθήκοντα και στην λατρεία του Θεού, ερχόμενοι συχνά αντιμέτωποι με την καχυποψία και την δυσπιστία για την πνευματική τους αποστολή.
Αυτήν την ξεχασμένη εικόνα της Μονής μεταφέρει ένα σχόλιο αναγνώστη στο άρθρο του Σταύρου Τζίμα, «Φραγή στην… εξομολόγηση», που δημοσιεύτηκε στις 19.10.2018 στην Καθημερινή.
Λόγω της παραστικότητας με την οποία μεταφέρει την μυσταγωγική ατμόσφαιρα της Μονής γύρω στα 1985, αλλά και επειδή δείχνει πώς αυτή η ατμόσφαιρα επηρεάζει ακόμη και ανθρώπους οι οποίοι μπορεί να μην πιστεύουν ή να αναζητούν ακόμη τον Θεό, το αναδημοσιεύουμε ολόκληρο:
«Μετά από παρακίνηση του θεοσεβούμενου τότε και παντελώς άθρησκου αργότερα, συγκάτοικου και συμφοιτητή μου στη Σχολή Καλών Τεχνών Θεσσαλονίκης, είχαμε επισκεφτεί το ρώσικο μοναστήρι του Αγίου Όρους την εποχή που ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης ήταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Ήταν βαρύς χειμώνας και είχαμε έτσι την τύχη να είμαστε οι μόνοι επισκέπτες της Μονής, μαζί με έναν Αμερικάνο φοιτητή Εθνολογίας που γυρνούσε τον κόσμο μελετώντας κοινοβιακές μορφές ζωής και που το επόμενο ταξίδι του θα ήταν στο Θιβέτ.
Εν αντιθέσει με τα ελληνικά μοναστήρια που επισκεφτήκαμε, όπου μπορούσες να δεις καλόγερους με άθλιες φορεσιές και τσιγάρο στο στόμα να σύρουν βαριεστημένοι καφάσια με μπύρες και των οποίων το βλέμμα μόνο ταπεινό δεν το έλεγες, στο ρώσικο μοναστήρι η ατμόσφαιρα και εκτός του ναού ήταν άκρως μυσταγωγική. Στα γεύματα που συνοδεύονταν από εξαιρετικό Αγιορείτικο κρασί ένας μοναχός διάβαζε από άμβωνος ιερά κείμενα, έτσι που νόμιζα πως έπαιζα στην ταινία «Το Όνομα του Ρόδου», που μόλις πριν την επίσκεψή μου στη Μονή είχα παρακολουθήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες που είχε κάνει πρεμιέρα. Την κοινή κινηματογραφική αίσθηση μας επέτεινε κι ένα περίεργο γεγονός στο οποίο κατά την περιήγηση που κάναμε με τον συμφοιτητή μου τις ελεύθερες ώρες μας, μπήκαμε τυχαία στα μαγειρεία της Μονής όταν είδαμε από μακρυά να έρχεται προς το μέρος μας απειλητικά ένας τεράστιος καλόγερος, σαν γίγαντας, κραδαίνοντας έναν επίσης τεράστιο μπαλτά και φωνάζοντας ακατάληπτες για εμάς λέξεις στα ρώσικα. Κάποιοι καλόγεροι έπεσαν επάνω του συγκρατώντας τον και κάποιοι άλλοι έσπευσαν και μας οδήγησαν έξω ευγενικά, κλίνοντας πίσω τους τις πόρτες, ενώ με τα νοήματά τους και τα λιγοστά ελληνικά τους μας έδωσαν με χαμόγελο να καταλάβουμε πως ο καλόγερος που είχαμε δει δεν είχε σώας τας φρένας, αλλά ήταν αγαθός και άκακος.
Στις υπέροχες λειτουργίες που παρευρεθήκαμε και που κυριαρχούσε η φράση γκόσποντι μπανίλοϊ (господи помилуй = κύριε ελέησον) μας κυρίευε μια πρωτόγνωρη αίσθηση του ιερού την οποία πλαισίωνε η παρουσία ενός νεαρού πανέμορφου καντηλανάφτη με κατάξανθη, χρυσή γενειάδα και ομοιόχρωμα λυτά μακρυά μαλλιά που στην αρχή και στο τέλος κάθε λειτουργίας άναβε και έσβηνε τις φλόγες από τα καντήλια κυριολεκτικά μιλώντας τους, σχεδόν κλαίγοντας και κυριευμένος από θείο έρωτα. Τίποτε άλλο δεν υπήρχε γι’ αυτόν τριγύρω, εκτός από τις φλόγες.
Σε μια λειτουργία κάποιος μοναχός μας πλησίασε και μας είπε στα λιγοστά ελληνικά που μιλούσε, να παρακαλέσουμε τον Αμερικάνο φοιτητή να μεταβεί στον πρόναο, επειδή θα τελούνταν το μυστήριο της Παρασκευής της Θείας Κοινωνίας, στο οποίο απαγορευόταν να παραβρεθούν μη Ορθόδοξοι. Ο νεαρός Αμερικάνος, γεμάτος κατάνυξη και σεβασμό καλοδέχτηκε την παράκληση κι εμείς είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε ένα όντως συγκλονιστικό θείο δρώμενο, μια και το Μυστήριο έλαβε χώρα στον κυρίως ναό, μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας: Τέσσερις μοναχοί παρατεταγμένοι σε σχήμα σταυρού, έψελναν κυματίζοντας τελετουργικά με τα χέρια τους μια φαρδιά κόκκινη κορδέλα (απ’ όσο μπορώ να θυμάμαι) η οποία, σχηματίζοντας ρόμβο κύκλωνε το άγιο δισκοπότηρο που βαστούσε πέμπτος ιερέας στο κέντρο τους. Ένιωθες πως όντως μετατρεπόταν ο άρτος και ο οίνος σε σώμα και αίμα του Θεού και ακόμα κι εγώ, που δηλώνω μη πιστός, μεταλαμβάνοντας αμέσως μετά, μεταμορφώθηκα για μια αιώνια στιγμή σε γεμάτο από αγαλλίαση πιστό.
Εντύπωση μου είχαν κάνει επίσης οι φωτογραφίες των Ρομανόφ που υπήρχαν αναρτημένες στους διαδρόμους των κοιτώνων καθώς και η αγάπη των μοναχών προς το πρόσωπο του Γκορμπατσόφ, που ενώ ήταν ακόμα στην αρχή της θητείας του, τον συνέδεαν με προφητείες για έναν «ελευθερωτή» ο οποίος θα έφερε στο μέτωπο «σημάδι».
Εύχομαι η Μονή, παρά τις όποιες πολιτικές σκοπιμότητες, να μην έχει χάσει και να διατηρήσει για πάντα τον έντονα μυστηριακό χαρακτήρα της.»