Η ελληνική λέξη θεός συνδέεται στενά με την τέχνη της μαντικής: ένα ερμηνευμένο σημείο είναι θέσφατον, η τέχνη του μάντη ονομάζεται θειάζειν ή ἐνθεάζειν, ο προλέγων τα μέλλοντα, ο οιωνιστής, θεοπρόπος, θεοπροπία είναι η προφητεία, η μαντεία, θεοπροπέω σημαίνει προφητεύω, θεωρός λέγεται αυτός που πάει να ζητήσει χρησμό από μαντείο, ο Κάλχας είναι γιος του Θέστορος, ο μάντης που έβλεπε οπτασίες στην Οδύσσεια ονομάζεται Θεοκλύμενος και οι Θεσπρωτοί φύλασσαν το νεκρομαντείο στην Ήπειρο.
Το κυριότερο προσόν ενός μάντη ήταν η καταγωγή του από γένος μάντεων με απώτατο γενάρχη τον ίδιο τον θεό της μαντικής Απόλλωνα. Επρόκειτο μάλλον για έναν κλειστό κύκλο ομοτέχνων, όπου κυριαρχούσαν ορισμένες οικογένειες. Με αυτόν τον τρόπο μεταδιδόταν η γνώση από γενιά σε γενιά και παρέμενε μυστική, όπως συνέβαινε και σε άλλες συντεχνίες. Ενίοτε, οι μάντεις ήταν πολεμιστές και οικιστές. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας κατονομάζει μυθολογικούς μάντεις:
Ερμῆς τε ὁ Θηβαῖος καὶ Ἀσκληπιὸς ὁ Μεμφίτης, Τειρεσίας τε αὖ καὶ Μαντὼ ἐν Θήβαις, ὥς φησιν Εὐριπίδης, Ἕλενος ἤδη καὶ Λαοκόων καὶ Οἰνώνη Κεβρῆνος ἐν Ἰλίῳ· † Κρῆνος γὰρ εἷς τῶν Ἡρακλειδῶν ἐπιφανὴς φέρεται μάντις καὶ Ἴαμος ἄλλος ἐν ῎Ηλιδι, ἀφ᾽ οὗ οἱ Ἰαμίδαι, Πολύιδός τε ἐν Ἄργει καὶ ἐν Μεγάροις, οὗ μέμνηται ἡ τραγῳδία. τί μοι Τήλεμον καταλέγειν, ὃς Κυκλώπων μάντις ὢν Πολυφήμῳ θεσπίζει τὰ κατὰ τὴν Ὀδυσσέως πλάνην, ἢ τὸν Ἀθήνησιν Ὀνομάκριτον ἢ τὸν Ἀμφιάρεων τὸν σὺν τοῖς ἑπτὰ τοῖς ἐπὶ Θήβας στρατεύσασι μιᾷ γενεᾷ τῆς Ἰλίου ἁλώσεως πρεσβύτερον φερόμενον ἢ Θεοκλύμενον ἐν Κεφαλληνίᾳ ἢ Τελμησσὸν ἐν Καρίᾳ ἢ Γαλεὸν ἐν Σικελίᾳ; εἶεν δ᾽ ἂν καὶ ἕτεροι πρὸς τούτοις, Ἴδμων ὁ σὺν τοῖς Ἀργοναύταις, Φημονόη Δελφίς, Μόψος ὁ Ἀπόλλωνος καὶ Μαντοῦς ἐν Παμφυλίᾳ καὶ Κιλικίᾳ, Ἀμφίλοχος Ἀμφιαράου ἐν Κιλικίᾳ, Ἀλκμέων ἐν Ἀκαρνᾶσιν, Ἄνιος ἐν Δήλῳ Ἀρίστανδρός τε ὁ Τελμησσεὺς ὁ σὺν Ἀλεξάνδρῳ γενόμενος. ἤδη δὲ καὶ Ὀρφέα Φιλόχορος μάντιν ἱστορεῖ γενέσθαι ἐν τῷ πρώτῳ Περὶ μαντικῆς. Θεόπομπος δὲ καὶ Ἔφορος καὶ Τίμαιος Ὀρθαγόραν τινὰ μάντιν ἀναγράφουσι, καθάπερ ὁ Σάμιος Πυθοκλῆς ἐν τετάρτῳ Ἰταλικῶν Γάιον Ἰούλιον Νέπωτα. ἀλλ᾽ οἳ μὲν «κλέπται πάντες καὶ λῃσταί,» ὥς φησιν ἡ γραφή, τὰ πλεῖστα ἐκ παρατηρήσεως καὶ ἐξ εἰκότων προειρηκότες, καθάπερ οἱ φυσιογνωμονοῦντες ἰατροί τε καὶ μάντεις, οἳ δὲ καὶ ὑπὸ δαιμόνων κινηθέντες ἢ ὑδάτων καὶ θυμιαμάτων καὶ ἀέρος ποιοῦ ἐκταραχθέντες· (Κλήμης Αλεξανδρείας, Στρωματείς 1.21.134.1.2-135.3.1)
Οι μάντεις λειτουργούσαν διαμεσολαβητικά ανάμεσα στον κόσμο των ανθρώπων και τον κόσμο των θεών, ερμηνεύοντας διάφορα σημεία (έντεχνη μαντεία) ή διατυπώνοντας διάφορους χρησμούς, έμμετρα, (εμπνευσμένη μαντική) ύστερα από ερώτημα που έθετε με διαζευκτικό τρόπο («να κάνω αυτό ή εκείνο;» «θα γίνει αυτό ή εκείνο;») αυτός που επιθυμούσε τη μαντεία. Ήταν πλανόδιοι ή συνδεδεμένοι με κάποιο μαντείο, επηρέαζαν την προσωπική ζωή των ανθρώπων -κατευνάζοντας πάθη, εξανθρωπίζοντας ήθη, ελέγχοντας και περιορίζοντας τις βίαιες αντιδράσεις, καθώς τις εκτόνωναν μέσα από τις τελετουργίες-, αλλά και την πολιτική πόλεων και ηγετών -το μαντείο των Δελφών έπαιξε σημαντικό ρόλο στον πρώτο και τον δεύτερο αποικισμό· άλλα μαντεία διαδραμάτισαν ρόλο στη διαμόρφωση και εξέλιξη της νομοθεσίας και των πολιτευμάτων ή και στην οικονομική ζωή. Διαμεσολαβητικό ερμηνευτικό ρόλο έπαιζαν οι χρησμολόγοι, οι οποίοι ερμήνευαν τους ακατάληπτους χρησμούς.
Τα κυριότερα μαντεία ήταν αφιερωμένα στον Δία (Δωδώνη, Αίγυπτος) ή στον Απόλλωνα (Δελφοί, Δίδυμα της Μιλήτου, Κλάρος κ.ά.), κάποια είχαν διεθνή ακτινοβολία, και αυτό προδηλωνόταν από τους θησαυρούς που αφιέρωναν σε αυτά ηγέτες ισχυρών δυνάμεων. Γνωστά ήταν και το Αμφιάραο στον Ωρωπό, όπου εφαρμοζόταν η ονειρομαντεία, το Τροφώνιο στη Λειβαδιά, τα Ασκληπιεία στο μεταίχμιο θεραπευτηρίων και μαντείων με κοινό στοιχείο των δυο το νερό. (Εικ. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14, 15)
Κάμψη εμφάνισαν τα μαντεία μετά τους περσικούς πολέμους, κυρίως σε επίπεδο πολιτικό, καθώς το μαντείο των Δελφών δεν είχε προβλέψει τη νίκη των Ελλήνων επί των Περσών και είχε συμβουλεύσει υποταγή, αλλά και κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Πλήγμα δέχτηκαν και από τα διδάγματα των σοφιστών και την ορθολογιστική κριτική, για παράδειγμα από τον Θουκυδίδη.
Κοινό χαρακτηριστικό σε όλα τα μαντεία ήταν ότι επέβαλλαν και προϋπέθεταν καθαρμούς τόσο αυτού που ζητούσε τον χρησμό όσο και αυτού που τον έδινε. Στην Κλάρο υπήρχε θόλος που οδηγούσε κάτω από τον ναό στην ιερή πηγή, που κατά τη μυθολογία, ανέβλυσε από τα δάκρυα της κόρης του Τειρεσία Μαντώς. Από αυτήν έπινε ο θεσπιωδός και γινόταν ένθεος. Ιερή πηγή υπήρχε και στο μαντείο του Απόλλωνα στη Μ. Ασία, στα Δίδυμα κοντά στη Μίλητο. Ο ιερός χώρος του Τροφωνείου χωριζόταν από την πόλη της Λιβαδειάς από τον ποταμό Έρκυνα, όπου καθαίρονταν όσοι επρόκειτο να ζητήσουν χρησμό. Διηγούνται ότι, καθώς η κόρη του Τροφώνιου Έρκυνα, και θεσπίστρια της λατρείας της Ευρώπης Δήμητρας, έπαιζε με την Κόρη της Δήμητρας, της έφυγε μια χήνα που κρατούσε στην αγκαλιά και μπήκε μέσα σε ένα σπήλαιο. Η κοπέλα την ακολούθησε και μετακινώντας μια πέτρα για να την πιάσει ανέβλυσε το νερό της πηγής του ποταμού που από το κορίτσι ονομάστηκε Έρκυνας. Όσοι επιθυμούσαν χρησμό, παρέμεναν αρκετές μέρες στο ιερό άλσος σε ένα κτίριο αφιερωμένο στον Αγαθό Δαίμονα και την Αγαθή Τύχη, κάνοντας λουτρά στα κρύα νερά της Έρκυνας και τρώγοντας το κρέας των κριαριών που θυσιάζονταν. Αν οι θυσίες ήταν ευνοϊκές, τότε δύο δεκατριάχρονα αγόρια που ονομάζονταν Ἑρμαῖ, τον έπλεναν και τον άλειφαν με λάδι στις πηγές του ποταμού. Ύστερα οι ιερείς του έδιναν να πιει από το νερό της Λήθης για να λησμονήσει όσα είχε στο μυαλό του. Μόνο τότε τον κατέβαζαν στο μαντείο και όταν επιστρέψει του δίνουν να πιει από το νερό της Μνημοσύνης, για να θυμηθεί όσα είδε και όσα άκουσε (Παυσ. 9.39.2-14).
Στους Δελφούς υπήρχε η Κασταλία πηγή. Σε αυτήν καθαίρονταν οι ιερείς του μαντείου και η Πυθία, πριν μπουν στον ιερό χώρο ή στον ναό για θυσίες και για άλλες τελετές (Παυσ. 10.8.9. Πίνδ., Απ. 52f). Σε σχόλιο στις Φοίνισσες του Ευριπίδη (στ. 222-225) αναφέρεται: Κασταλία ἐστί πηγή ἐν Πυθίᾳ, εἰς ἥν λέγουσι τὰς ἱεροδούλους παρθένους λούεσθαι, μελλούσας θεοπρόπιον φθέγγεσθαι παρά τῷ τρίποδι. Από το νερό αυτής της πηγής έπινε η Πυθία και προφήτευε: «Η προφήτισσα στους Δελφούς, μόλις πιει από τ’ αγίασμα, γίνεται στη στιγμή θεόπνευστη και χρησμοδοτεί σ’ εκείνους που πάνε στο μαντείο» (Λουκ., Ερμότ. 60). Ο ίδιος ο θεός Απόλλωνας δίδαξε την προφητική τέχνη στον Μελάμποδα στις όχθες του ποταμού Αλφειού. Κοντά στην πηγή κοιμήθηκε ο Πελίας και είδε σε όνειρο την ψυχή του Φρίξου που τον παρακινούσε να φέρει πίσω το χρυσόμαλλο δέρας (Πίνδ., Πυθιον. ΙV, 163). Όταν πλέον επικράτησε η νέα θρησκεία, το τέλος της παλαιάς δηλώθηκε με τον εξής χρησμό (362 μ.Χ.): σεσίγηται γοῦν ἡ Κασταλίας πηγὴ καὶ Κολοφῶνος ἄλλη πηγὴ καὶ τὰ ἄλλα ὁμοίως τέθνηκε νάματα μαντικά (Κλ. Αλεξ., Προτρ., ΙΙ, 11, 10)[1].
Άλλο χαρακτηριστικό κοινό των μαντείων, γενικά των ιερών τόπων και των θεοτήτων,[2] ήταν η παρουσία και η σημασία δέντρων στη μαντική και παρέπεμπαν σε ένα παλαιότερο λατρευτικό σύστημα δενδρολατρείας. Στη Δωδώνη από το θρόισμα των φύλλων της ιερής φηγού, της δρυός, οι ιερείς μάντευαν και ερμήνευαν τις βουλές του Δία, ενώ στα μαντεία του Απόλλωνα το φυτό δάφνη έπαιζε σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της μαντείας.
Ξεχωριστό είδος μαντείων ήταν τα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία, ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια), και συνδέονταν με εισόδους στον Κάτω Κόσμο, δηλαδή με σπήλαια ή λίμνες. (Εικ. 16) Με αυτή τη λογική, κάθε πόλη είχε τη δική της είσοδο στον Κάτω Κόσμο και το δικό της νεκυιμαντείο. Ωστόσο, γνωστά και καθιερωμένα νεκυιομαντεία (νεκρομαντεία, ψυχαγωγεία, ψυχομαντεία, ψυχοπομπεία ή νεκυώρια) ήταν του Ποσειδώνα στον μυχό του Ταίναρου, στην Κύμη της Ιταλίας, το οποίο επισκέφθηκε ο Αινείας, στην Ερμιόνη της Αργολίδας, στην Κορώνεια της Βοιωτίας, στην Ηράκλεια του Πόντου κ.α. Το σπουδαιότερο και αρχαιότερο ήταν στον Αχέροντα της Θεσπρωτίας, κοντά στην Εφύρα (Οδ. κ 530 κ.ε., λ 11-50· Ηρ. 5, 92· Λουκ., Μένιππος 9.10.15· Παυσ. 1.17.5, 9.30· Πλούτ., Θησεύς 31.4).[3] Δεν αποκλείεται τα νεκυιομαντεία γενικά, και ειδικότερα του Αχέροντα, να συνέβαλαν στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής αλληγορίας του σπηλαίου του Πλάτωνα (Πολιτεία 514a-520e).
Τα νεκυιομαντεία δεν ελέγχονταν από παρακείμενες πόλεις και δεν υποστηρίζονταν από προσοδοφόρα ιερά. Οι πληροφορίες γι’ αυτά δεν προέρχονται από επιγραφές, όπως για το μαντείο των Δελφών, αλλά από την επική και τραγική ποίηση και την πεζογραφία, κάτι που καθιστά δύσκολο τον ακριβή εντοπισμό τους αλλά και προκαλούνται αμφιβολίες για την ακρίβεια των πληροφοριών.
ΑΙΣΑΚΟΣ
Από τον πρώτο του γάμο με την Αρίσβη, κόρη του Μέροπα, ο Πρίαμος απέκτησε ένα γιο, τον Αίσακο. Κατείχε τη μαντική τέχνη της «ονειροκρισίας», δηλαδή της ερμηνείας των ονείρων από τον παππού του Μέροπα, και γι’ αυτό κλήθηκε να ερμηνεύσει το όνειρο που είδε η Εκάβη πριν από τη γέννηση του Πάρη ότι γεννούσε ένα φλεγόμενο δαυλό ή, σύμφωνα με τον Πίνδαρο, ένα τέρας με εκατό χέρια, στο καθένα από τα οποία κρατούσε δαυλό αναμμένο και σώριαζε την Τροία σε ερείπια. (Εικ. 17) Αυτός είπε ότι το παιδί θα γινόταν η καταστροφή της πατρίδας του και συμβούλευσε τον Πρίαμο να το αφήσει έκθετο. Άλλη εκδοχή αναφέρει πως και άλλοι μάντεις, κυρίως όμως ο Αίσακος, δήλωσαν πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι ο Πρίαμος όφειλε να διατάξουν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί. Όμως την ορισμένη μέρα, εκτός από την Εκάβη, γέννησε και η Κίλλα τον Μούνιππο από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου. Αυτούς θανάτωσε ο Πρίαμος.
Ο Αίσακος παντρεύτηκε την κόρη του Κεβρήνα Αστερόπη. Ο θρήνος του για τον θάνατό της προκάλεσε τον οίκτο των θεών, ή μόνο της Θέτιδας, που τον μεταμόρφωσαν σε πουλί, αρπακτικό ή θαλασσοπούλι. Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις, 11.749 κ.ε.) διηγείται την ιστορία παραλλάσσοντάς την και προσθέτοντας λεπτομέρειες που αιτιολογούν και τη μεταμόρφωση του Αίσακου στο πουλί αἴθυια. Πιο συγκεκριμένα: Ο Αίσακος ήταν νόθος γιος του Πριάμου και της Νύμφης Αλεξιρρόης, κόρης του ποτάμιου θεού Γρανικού. Μια μέρα στην εξοχή αντίκρυσε τη Νύμφη Εσπερία που την ερωτεύθηκε αμέσως και την κυνήγησε. Στην προσπάθειά της η Νύμφη να ξεφύγει, δεν πρόσεξε και πάτησε ένα δηλητηριώδες φίδι, από το δάγκωμα του οποίου πέθανε. Απαρηγόρητος ο Αίσακος ρίχτηκε από βράχο στη θάλασσα, αλλά καθώς έπεφτε μεταμορφώθηκε από την Τηθύ σε θαλασσοπούλι, που προσπαθεί διαρκώς να φτάσει στα βάθη της θάλασσας βουτώντας. Το πουλί αυτό ήταν η αἴθυια, επιδέξιος βουτηχτής (γι’ αυτό και σήμερα λέγεται και βουτήχτρα). (Εικ. 18, 19, 20, 21, 22, 23)
ΑΜΦΙΑΡΑΟΣ
Ο Αμφιάραος ήταν γιος του Οϊκλή (ή και του ίδιου του θεού της μαντικής Απόλλωνα) και της Υπερμνήστρας, δισέγγονος του Μελάμποδα (Παυσ., 6.17.6), από τον οποίο και κληρονόμησε την τέχνη της μαντικής, όπως και άλλες γνώσεις, Ιατρικής και Φαρμακολογίας.
Από την Εριφύλη, αδελφή του Άδραστου, απέκτησε δύο γιους, τον Αλκμαίωνα και τον Αμφίλοχο, και δύο κόρες, την Ευρυδίκη και τη Δημώνασσα. Ο ποιητής Άσιος προσθέτει και την Αλκμήνη (Παυσ. 5.17.8), ενώ άλλες παραδόσεις του αποδίδουν γιους τρεις ήρωες της ιταλικής μυθολογίας, τον Τίβουρο, τον Κόρα, τον Κάτιλλο, ιδρυτές της πόλης Τίβουρα ή Τίβυρα, κοντά στη Ρώμη (το σημερινό Τίβολι).
Εκτός από μάντης, προστατευόμενος του Δία και του Απόλλωνα, ήταν πολεμιστής, έντιμος, ανδρείος, θεοσεβής. Πήρε μέρος στους επιτάφιους αγώνες προς τιμή του Πελία (Παυσ. 5.17.9 και λάρνακα του Κύψελου). (Εικ. 24, 25) Στην αρχή της βασιλείας του στο Άργος, για να αντιμετωπίσει εσωτερικούς αντιπάλους και έριδες ενδοοικογενειακές για την εξουσία, σκότωσε τον ξάδελφο του παππού του και πατέρα του Άδραστου Ταλαό και εξόρισε τον μικρανεψιό του Άδραστο στη Σικυώνα, όπου ο Πόλυβος του έδωσε την κόρη του για σύζυγο και το βασίλειό του. Αργότερα, και με δύναμη στα χέρια τους και οι δύο άνδρες, συμφιλιώθηκαν με τη συμφωνία να επιλύουν στο εξής τις διαφορές τους με τη διαιτησία της Εριφύλης, την οποία παντρεύτηκε ο Αμφιάραος. Ο γάμος και η συμφωνία οδήγησαν στον θάνατο του Αμφιάραου μπροστά στις πύλες της Θήβας. Πιο συγκεκριμένα: Ο Άδραστος, αφού πάντρεψε τον εξόριστο από τη Θήβα Πολυνείκη με την κόρη του Αργείη, δέχθηκε να τον βοηθήσει για να αποκατασταθεί στον θρόνο των Θηβών στη θέση του αδελφού του Ετεοκλή. Ανάμεσα στις άλλες συμμαχίες που έκανε, ζήτησε και από τον Αμφιάραο να πάρει μέρος στην εκστρατεία. Όμως εκείνος, χάρη στις μαντικές του ικανότητες, προέβλεψε το ατυχές τέλος της εκστρατείας εναντίον των Θηβών και προσπάθησε να αποτρέψει τον πόλεμο από τον οποίο μόνο ο Άδραστος θα επέστρεφε ζωντανός. Ο Πολυνείκης, ύστερα από συμβουλή του Ίφη, γιου του Αλέκτορα, προσέφερε στην Εριφύλη ως δώρο το περιδέραιο της Αρμονίας, (Εικ. 26, 27, 28, 29) πολύτιμο δώρο των θεών στους γάμους της με τον Κάδμο, με την προϋπόθεση να πείσει τον άνδρα της να πάρει μέρος στον πόλεμο. Η Εριφύλη, διαιτητεύοντας ανάμεσα στον άνδρα της και στον αδελφό της, παρότρυνε τον σύζυγό της να εκστρατεύσει μαζί με τους υπόλοιπους, για να αποκτήσει δόξα και τιμή. Πιστός στη συμφωνία που είχε κάνει ο Αμφιάραος, ακολούθησε τους άλλους στην εκστρατεία που έγινε γνωστή ως «Επτά επί Θήβας». (Εικ. 25, 30, 31, 32) Πριν φύγει για τον πόλεμο του χαμού του, όρκισε τα παιδιά του να σκοτώσουν τη μητέρα τους, για να εκδικηθούν τον θάνατό του, και να οργανώσουν μια δεύτερη εκστρατεία εναντίον των Θηβών, νικηφόρα αυτή, των «Επιγόνων».
Στον δρόμο προς τη Θήβα, στη Νεμέα, εμφανίστηκε σημάδι για την κακή έκβαση της εκστρατείας, όπως τουλάχιστον το ερμήνευσε ο Αμφιάραος και όπως αποδείχθηκε τελικά. Δηλαδή: Οι πολεμιστές δίψασαν και ζήτησαν από την Υψιπύλη, παλιά βασίλισσα στη Λήμνο, τώρα δούλα παραμάνα του Οφέλτη, γιου του βασιλιά της Νεμέας Λυκούργου και της Ευρυδίκης, να τους δείξει μια πηγή. Για να τους απαντήσει, άφησε κάτω το παιδί, ξεχνώντας τον χρησμό που όριζε ότι το παιδί δεν θα έπρεπε να το αφήσουν κάτω πριν περπατήσει. Φίδι που παραφυλούσε στην πηγή, το έπνιξε και ο Αμφιάραος αποκάλυψε τη σημασία του οιωνού για την εκστρατεία τους. Η απόφαση, ωστόσο, που πάρθηκε ήταν να συνεχίσουν την πορεία τους, αφού πρώτα οργανώσουν αγώνες προς τιμή του παιδιού που μετονόμασαν σε Αρχέμορο (=αρχή της Μοίρας). Ο Αμφιάραος διακρίθηκε στο άλμα και τη δισκοβολία και μεσολάβησε, ώστε να καταπραϋνθεί η οργή των γονιών του μικρού Οφέλτη για την Υψιπύλη, την οποία αρχικά ήθελαν να σκοτώσουν. Σύμφωνα με τον Ευριπίδη στην ομώνυμη τραγωδία Υψιπύλη, εμφανίστηκαν εκείνη την ώρα τα παιδιά της Υψιπύλης, ο Εύνεος και ο Θόαντας που αναζητούσαν τη μητέρα τους, και ο Αμφιάραος προκάλεσε την αναγνώριση χάρη σε ένα χρυσό κλαδί αμπελιού που είχε χαρίσει ο Διόνυσος στον παππού τους Θόαντα. Μετά την αναγνώριση ο Αμφιάραος έπεισε το βασιλικό ζεύγος να αφήσουν την Υψιπύλη να ακολουθήσει τους γιους της στη Λήμνο.
Φθάνοντας στη Θήβα, οι Επτά παρατάχθηκαν με τις δυνάμεις τους μπροστά στις ισάριθμες πύλες της πόλεως. Ο Αμφιάραος πολεμούσε μπροστά από τις Ομολωίδες ή Προιτίδες πύλες. Όταν ο Τυδέας, ένας από τους Επτά, πληγώθηκε στην κοιλιά από τον Μελάνιππο, ο Αμφιάραος τον σκότωσε, τον αποκεφάλισε και πήγε το κομμένο κεφάλι στον τραυματισμένο Τυδέα. (Εικ. 33) Εκείνος το άνοιξε και έφαγε το μυαλό του. Η Αθηνά, που σκόπευε να χαρίσει την αθανασία στον Τυδέα, από αποτροπιασμό για την πράξη του, παραιτήθηκε από τον σκοπό της.
Μετά τη μονομαχία των δύο αδελφών Ετεοκλή και Πολυνείκη και τον αμοιβαίο θάνατό τους, οι Θηβαίοι καταδίωξαν τους πολιορκητές που τράπηκαν σε φυγή. Ο Αμφιάραος κατά την υποχώρησή του έφτασε μέχρι τις όχθες του Ισμηνού, όπου τον πρόφτασε ο Θηβαίος Πολυκλύμενος. Ο Δίας, θέλοντας να αποτρέψει αυτό το πεπρωμένο, έριξε κεραυνό που άνοιξε στη γη μεγάλο χάσμα, όπου έπεσε ο Αμφιάραος, το άρμα, τα άλογα και ο ηνίοχός του Βάτων (Πίνδ., Ολυμπιόν. 6.12-17). (Εικ. 34) Στη συνέχεια ο Δίας τον έκανε αθάνατο και ο Αμφιάραος εξακολουθούσε να χρησμοδοτεί στον Ωρωπό της Αττικής (Παυσ. 1.34.1-4). (Εικ. 35)
Στην εποχή του Παυσανία ακόμη έδειχναν τον τόπου όπου χάθηκε ο ήρωας στις όχθες του Ισμηνού. Λεγόταν ότι εκεί όπου ανοίχθηκε το χάσμα κτίσθηκε αργότερα περίβολος με κολώνες στις οποίες ποτέ δεν πήγαιναν να καθίσουν πουλιά και τα ζώα απέφευγαν να βοσκήσουν εκεί. Αργότερα, όταν διαδόθηκε η λατρεία του Αμφιάραου σε πολλά άλλα μέρη, διεκδίκησαν και αυτά την τιμή αυτή, να βρίσκεται δηλαδή το χάσμα στα μέρη τους.
Η φήμη του Αμφιάραου ως μάντη είχε υπερβεί τα όρια της Ελλάδας. Ο Ηρόδοτος αναφέρει πως πρέσβεις του βασιλιά των Λυδών Κροίσου κατέφυγαν στο χρηστήριό του στον Ωρωπό για να τον συμβουλευθούν αν έπρεπε να εκστρατεύσουν κατά των Περσών (1.46).
Εκτός από μάντης ο Αμφιάραος είναι θεός θεραπευτής, όπως ο Ασκληπιός. Στο Αμφιάρειο του Ωρωπού οι ασθενείς υποβάλλονταν σε εγκοίμηση, για να τους επισκεφθεί ο Αμφιάραος υπό μορφή ιερού φιδιού και να τους θεραπεύσει, κατά το πρότυπο του Ασκληπιού. (Εικ. 36)
Ο μύθος του Αμφιάραου αντανακλά δυναστικές έριδες, ο ρόλος της Εριφύλης θυμίζει τον ρόλο της Αερόπης ή της Κλυταιμνήστρας στη δυναστεία των Ατρειδών, κατάλοιπο της κυριαρχίας του θηλυκού στοιχείου, ενώ η καταβύθιση του άρματος σε χάσμα της γης παραπέμπει σε παλαιά χθόνια θεότητα της Αργολίδας πριν την κυριαρχία της Ήρας στην περιοχή και του Διόνυσου (πρβ. τη λεπτομέρεια της αναγνώρισης της Υψιπύλης και των δυο παιδιών της).
[Για την εκστρατεία των Επτά στη Θήβα, τη συμμετοχή του Αμφιάραου σε αυτήν και τον ρόλο της Εριφύλης, τέλος για την εκστρατεία των Επιγόνων βλ. Απολλόδωρος 3.57-3.77 και Διόδ. Σ. 4.65-67). Για το Αμφιάρειο βλ. και Δημόσια Ραδιοφωνία Τηλεόραση ]
ΑΜΦΙΛΟΧΟΣ
Δύο πρόσωπα παραδίδονται με αυτό το όνομα, συγγενικά μεταξύ τους. Ο πρώτος είναι ο γιος του Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδερφός του Αλκμαίωνα. Ο δεύτερος είναι ο γιος του Αλκμαίωνα και της Μαντώς, κόρης του Τειρεσία, επομένως ανεψιός του Αμφίλοχου.
Τον πρώτο Αμφίλοχο, μαζί με τον αδελφό του Αλκμαίωνα, όρκισε ο πατέρας τους Αμφιάραος να εκδικηθούν τον βέβαιο από τη συμμετοχή του στον πόλεμο εναντίον των Θηβών θάνατό του σκοτώνοντας τη μητέρα τους Εριφύλη που με δόλο τον είχε αναγκάσει να λάβει μέρος στην εκστρατεία. (Εικ. 25) Όμως, ο Αμφίλοχος ήταν μικρό παιδί τότε, οπότε περιορισμένος ήταν ο ρόλος του στον φόνο της μητέρας του που τρέλανε τον αδελφό του. Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, δεν πήρε καν μέρος στον φόνο.
Πήρε μέρος στον πόλεμο των Επιγόνων εναντίον της Θήβας, για να εκδικηθούν τον θάνατο των πατεράδων τους που νικήθηκαν και σκοτώθηκαν από τους Θηβαίους, όταν ενεπλάκησαν στη διαμάχη του Ετεοκλή και του Πολυνείκη για τη διαδοχή στον θρόνο. Αμέσως μετά, και ως ένας από τους μνηστήρες της Ελένης, επομένως δεμένος με τον όρκο προς τον Τυνδάρεο να βοηθήσουν οι επίδοξοι μνηστήρες το ζευγάρι Ελένη – Μενέλαος σε κάποια δύσκολη στιγμή τους, πήρε μέρος στον Τρωικό πόλεμο, αν και δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα. ίσως, μάλιστα, να περευρίσκεται και στη θυσία της Πολυξένης. (Eικ. 37)
Προικισμένος από τον πατέρα του με μαντικές ικανότητες, συνόδευε τον μάντη Κάλχα στην Τροία και μαζί ίδρυσαν μαντεία στις ακτές της Μικράς Ασίας μετά τον πόλεμο. Εδώ αρχίζει να μπερδεύει ο μύθος τον δεύτερο Αμφίλοχο, τον ανεψιό του, καθώς σε αυτόν αποδίδουν την ίδρυση των μαντείων, αλλά και την ίδρυση της πόλης Άργος στην Αιτωλία, που για να διαφοροποιείται από το Άργος της Πελοποννήσου ονομαζόταν Άργος Αμφιλοχικό (Στρ. 6.2.4). Του αποδίδουν, επίσης, ότι και αυτός πήγε στην Τροία μαζί με τον μάντη Μόψο και ίδρυσαν την πόλη Μαλλό στην Κιλικία, πριν επιστρέψει στην πόλη που ίδρυσε στην Αιτωλία, το Άργος. (Εικ. 38, 39, 40) Απογοητευμένος από την κατάσταση που βρήκε στο Άργος επέστρεψε στον Μαλλό και διεκδίκησε την εξουσία από τον Μόψο που βασίλευε εκεί. Ο Μόψος αρνήθηκε, οι δύο μάντεις μονομάχησαν, για να λυθεί το θέμα, αλλά σκοτώθηκαν και οι δυο. Άλλες μαρτυρίες θέλουν τη μονομαχία να προκαλείται από την αμοιβαία αμφισβήτηση που εξέφρασαν για τις μαντικές τους ικανότητες. Οι τάφοι, οι οποίοι υπήρχαν μέχρι την εποχή του Στράβωνα κοντά στο όρος Μαργάσα στην Πύραμο ήταν κτισμένοι έτσι που ο ένας τάφος να μην βλέπει τον άλλο –πεσόντας δ᾽ ἀμφοτέρους ταφῆναι μὴ ἐν ἐπόψει ἀλλήλοις· καὶ νῦν οἱ τάφοι δείκνυνται περὶ Μάγαρσα τοῦ Πυράμου πλησίον (Στρ. 14.5.16.20-23). Τέλος, κάποια άλλη παράδοση θέλει τον Αμφίλοχο να συνοδεύει τον Κάλχα στο μαντείο του Απόλλωνα στην Κλάρο, στην πορεία επιστροφής προς τις πατρίδες τους μετά την πολιορκία της Τροίας, όπου ο Κάλχας πέθανε, καθώς διαπίστωσε ότι ο Μόψος ήταν καλύτερος μάντης από εκείνον (Στρ. 14.1.27).
ΑΝΙΟΣ
Ο Άνιος συνδέεται τόσο με τον θεό της μαντικής Απόλλωνα – ήταν ο πατέρας του – όσο και με τον θεό της εκστατικής μανίας Διόνυσο – ήταν προπάππους του από την πλευρά της μητέρας του Ροιώς. Η Ροιώ ήταν κόρη της Χρυσοθέμιδας και του Στάφυλου, γιου του Διόνυσου και της Αριάδνης.
Όταν η Ροιώ έμεινε έγκυος από τον Απόλλωνα, ο πατέρας της Στάφυλος, νομίζοντας ότι η εγκυμοσύνη της κόρης του προέκυψε από σχέση με κάποιον θνητό και μη πιστεύοντας τα σχετικά με τη θεϊκή ένωση, την έκλεισε μέσα σε μια λάρνακα και την έριξε στη θάλασσα. Η λάρνακα εκβράσθηκε στις ακτές της Εύβοιας, σύμφωνα με μια εκδοχή, όπου η Ροιώ γέννησε τον γιο της Άνιο. Αμέσως μετά ο Απόλλωνας πήρε μητέρα και παιδί στη Δήλο και έδωσε στον Άνιο την εξουσία του ιερού νησιού και το χάρισμα της μαντικής. Ο Διόδωρος Σικελιώτης παραδίδει ότι η λάρνακα ξεβράστηκε κατ’ ευθείαν στη Δήλο, χωρίς την ευβοϊκή μεσολάβηση, και εκεί γέννησε η Ροιώ το παιδί της: […] άφησε το παιδί πάνω στον βωμό του Απόλλωνα και προσευχήθηκε στον θεό να σώσει τη ζωή του παιδιού αν εκείνο ήταν δικό του. Κι ο Απόλλων […] έκρυψε το παιδί αλλά αργότερα φρόντισε για την ανατροφή του, του έμαθε τη μαντική και το περιέβαλε με μεγάλες τιμές (5.62).
Ο Άνιος παντρεύτηκε τη Δωρίππη, με την οποία απέκτησε πολλά παιδιά. Μεταξύ των παιδιών του αναφέρονται οι τρεις Νύμφες της Δήλου, επονομαζόμενες Οινοτρόποι ή Οινοτρόφοι. Τα ονόματά τους, Σπερμώ, Οινώ, Ελαΐς, παραπέμπουν στα βασικά στοιχεία της διατροφής, το κρασί, το λάδι, το σιτάρι· από τον προπροπάππου τους Διόνυσο πήραν το χάρισμα να τα κάνουν να αναπηδούν από τη γη.
Ο Άνιος, χάρη στις μαντικές του ικανότητες, ήξερε ότι ο πόλεμος στην Τροία θα διαρκούσε δέκα χρόνια, γι’ αυτό έθεσε στη διάθεση των Ελλήνων τις ικανότητες των θυγατέρων του. Οι Έλληνες δεν πίστεψαν τις προφητείες του Άνιου και αρνήθηκαν την προσφορά του, όμως αργότερα, καθώς ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος, έστειλαν πρεσβεία στη Δήλο, αποτελούμενη από τον Μενέλαο και τον Οδυσσέα, για να ζητήσουν από αυτές τον ανεφοδιασμό του στρατού. Οι τρεις κοπέλες πήγαν στην Τροία αλλά γρήγορα βαρέθηκαν, οι Έλληνες τις καταδίωξαν και εκείνες ζήτησαν από τον Διόνυσο να τις μεταμορφώσει σε περιστέρια. Γι’ αυτό στη Δήλο απαγορευόταν να σκοτώνουν περιστέρια. (Εικ. 41, 42, 43, 44)
Άλλα παιδιά του έγιναν επώνυμοι ήρωες διαφόρων πόλεων, όπως ο Άνδρος και ο Μύκονος.
Ο Βιργίλιος παραδίδει πως, όταν ο Αινείας και ο πατέρας του Αγχίσης έφτασαν στη Δήλο Ο βασιλιάς Άνιος, βασιλιάς των ανθρώπων και του Φοίβου ιερέας, με ταινίες στεφανωμένος και δάφνη ιερή τρέχει κατά μας· αναγνώρισε τον παλιό του φίλο Αγχίση. Δίνουμε τις δεξιές μας σε ένδειξη φιλοξενίας και μπαίνουμε στο σπίτι του (Βιργ., Αιν. 3. 80-83). (Εικ. 45, 46, 47)
ΒΡΑΓΧΟΣ
ΓΑΛΕΩΤΗΣ
Ο Γαλεώτης ήταν γιος του θεού Απόλλωνα και της Θεμιστώς, θυγατέρας του βασιλιά των Υπερβορείων Ζάβιου. Με τον υπερβόρειο Τελμισσό πήγαν στο μαντείο του Δία στη Δωδώνη, για να ζητήσουν χρησμό. Το μαντείο τους είπε να βαδίσουν ο ένας στην Ανατολή, ο Τελμισσός, και ο άλλος στη Δύση, ο Γαλεώτης. Εκεί όπου ένας αετός θα άρπαζε το κρέας στη διάρκεια μιας θυσίας, εκεί έπρεπε να σταματήσουν και να ιδρύσουν βωμό. Ο Τελμισσός πήγε στην Καρία και ο Γαλεώτης στη Σικελία, στην πόλη που λεγόταν Ύβλα και αργότερα Γελεάτις, στην νότια πλαγιά της Αίτνας. Εκεί έγινε γενάρχης μιας σειράς μάντεων, των Γαλεωτών.
ΔΑΦΝΗ
Η νύμφη Δάφνη δεν εμπλέκεται άμεσα στον κύκλο των μάντεων παρά μόνο ως η αγαπημένη του θεού της μαντικής Απόλλωνα, ως το ομώνυμο φυτό στο οποίο μεταμορφώθηκε αναπόσπαστο στοιχείο του φυσικού τοπίου των Δελφών, προϋπόθεση για τη μαντική διαδικασία εκεί.
Και στην περίπτωση της Δάφνης της αποδίδονται διαφορετικοί γονείς. Άλλοτε είναι κόρη του ποταμού Λάδωνα της Πελοποννήσου και της Γης, άλλοτε του θεσσαλικού ποταμού Πηνειού άλλοτε του βασιλιά Αμύκλα της Λακωνίας.
Η Δάφνη είναι το αντιπρότυπο της κόρης που υπόκειται στους κοινωνικούς κανόνες του γάμου. Σαν θηλυκός Ιππόλυτος και αγαπημένη νύμφη της Άρτεμης, αδελφής του Απόλλωνα, περνούσε τον χρόνο της στα βουνά, αποφεύγοντας τη συναναστροφή των ανδρών και κυνηγώντας. Και γι’ αυτή την παρθένο νύμφη τα προβλήματα ανακύπτουν με τον έρωτα. Την ερωτεύτηκε ο Λεύκιππος, ο γιος του βασιλιά της Ήλιδας Οινόμαου. Ο νέος γρήγορα παραιτήθηκε από την προσπάθεια να την κάνει γυναίκα του, επινόησε όμως ένα τέχνασμα για να βρίσκεται κοντά της: Έπλεξε κοτσίδα τα μαλλιά του, που τα άφησε να μακρύνουν για να τα προσφέρει στον ποταμό Αλφειό, ντύθηκε σαν κόρη, παρουσιάστηκε στη Δάφνη ως κόρη του πατέρα του και την παρακάλεσε να τον/την αφήνει να κυνηγά μαζί της. Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ τους ξύπνησε τη ζήλια του Απόλλωνα που, θέλοντας να εκδικηθεί, εμφύσησε στις κοπέλες την επιθυμία να κάνουν μπάνιο στα νερά του ποταμού. Εκείνες υποχρέωσαν τον διστακτικό Λεύκιππο να ξεντυθεί, ανακάλυψαν το πραγματικό του φύλο και τον σκότωσαν με τα ακόντια και τα μαχαίρια τους. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές, οι θεοί τον έκαναν αόρατο. Ο Απόλλωνας τότε όρμηξε να αρπάξει τη Δάφνη. Κυνηγημένη η κόρη, έτρεχε ως τη στιγμή που, καθώς θα την έπιανε, ζήτησε από τον πατέρα της να τη μεταμορφώσει. (Εικ. 48, 49, 50, 51, 52, 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65) Μεταμορφώθηκε σε δάφνη, το αγαπημένο φυτό του θεού, το οποίο θα έφερε στο εξής στην κεφαλή του. Η δαφνηφορία θα έφτανε μέχρι την κεφαλή της πολιτικής εξουσίας στη Ρώμη. (Οβ., Μετ. 1.452-567)
Η σημασία του δέντρου που διατηρείται σε διάφορα μαντεία, όπως στη Δωδώνη με τη δρυ ή στους Δελφούς και στα Δίδυμα της Μιλήτου με τη δάφνη του Απόλλωνα, είναι πολύ πιθανό ότι εκφράζει ένα παλαιότατο λατρευτικό στάδιο δενδρολατρείας, του οποίου τα νεότερα μαντεία παρέμεναν φορείς.
ΕΛΕΝΟΣ
Καταγωγή – Μαντική ικανότητα
Γιος του Πρίαμου και της Εκάβης, δίδυμος αδελφός της Κασσάνδρας. Όταν γεννήθηκαν, οι γονείς τέλεσαν γιορτή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, λίγο έξω από τα τείχη της πόλης.[4] Το βράδυ οι γονείς, κουρασμένοι και μάλλον μεθυσμένοι, αποχώρησαν λησμονώντας τα παιδιά στον ναό που αποκοιμήθηκαν κουρασμένα από το παιχνίδι. Την άλλη μέρα τα αναζήτησαν και τα βρήκαν να κοιμούνται, ενώ δίπλα τους δύο φίδια τους έγλειφαν τα αυτιά καθαρίζοντάς τα. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια κρύφτηκαν στις ιερές δάφνες του ναού, όμως ήδη είχαν πετύχει να τους δώσουν το χάρισμα της μαντικής. Για την Κασσάνδρα λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία, σε κατάσταση παραληρήματος, ενώ ο Έλενος ερμήνευε τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). Οι μετά τον Όμηρο επικοί ποιητές αναφέρουν ότι είχε προείπει στους Τρώες, όπως και η Κασσάνδρα, την καταστροφή της πόλης τους και στον ίδιο τον Πάρι, όταν εκείνος έφευγε για το ταξίδι του στην Ελλάδα, οπότε απήγαγε την Ελένη. (Εικ. 66)
Πριν τον θάνατο του Πάρι
Εκτός από σπουδαίος μάντης, ο Έλενος υπήρξε και γενναίος πολεμιστής. Πήρε μέρος στους νεκρικούς αγώνες που έγιναν μπροστά στο κενοτάφιο του αδελφού του Πάρι, όταν ακόμη τον θεωρούσαν νεκρό ή χαμένο, πολύ πριν τα Τρωικά, και στη διάρκεια σχεδόν όλου του Τρωικού Πολέμου πολέμησε θαρραλέα κοντά στον Έκτορα, ενώ, απευθυνόμενος στον Έκτορα και τον Αινεία, τους συμβούλευσε τι πρέπει να κάνουν, ώστε οι Τρώες να αντιμετωπίσουν τις ορμητικές επιθέσεις του Διομήδη (Ζ 76-101). Συμβουλεύει, επίσης, τον Έκτορα να μονομαχήσει με κάποιον Αχαιό, γιατί ήξερε από την τέχνη του ότι δεν είχε έρθει η ώρα του αδελφού του να πεθάνει (Η 44-53). Όταν αργότερα ο Έκτορας σκοτώθηκε, ο Έλενος τον αντικατέστησε επάξια και πληγώθηκε από τον Μενέλαο. Στην αξιοσύνη του στον πόλεμο βοήθησε και ο Απόλλων που του δώρισε ένα τόξο από ελεφαντόδοντο, με το οποίο ο ήρωας πλήγωσε τον Αχιλλέα στο χέρι.
Μετά τον θάνατο του Πάρι
Η στάση του Έλενου άλλαξε και έγινε σχεδόν εχθρική προς την πατρίδα του μετά τον θάνατο του Πάρι, οπότε ο Πρίαμος όρισε την Ελένη ως έπαθλο για τον γενναιότερο. Παρουσιάστηκαν ως επίδοξοι μνηστήρες ο Δηίφοβος, ο Έλενος και ο Ιδομενέας. Νεότερος ο πρώτος, υπερίσχυσε και ο Έλενος, θυμωμένος, αποσύρθηκε στο όρος Ίδη δίνοντας βαρύ όρκο να μην πολεμήσει ξανά για την Τροία.
Όταν ο μάντης Κάλχας χρησμοδότησε στους Αχαιούς ότι μόνο ο Έλενος μπορούσε να τους πει πώς θα κυρίευαν την Τροία, ο Οδυσσέας παραμόνεψε πότε ο Έλενος θα βρισκόταν εκτός των τειχών της Τροίας, τον αιχμαλώτισε, δεμένο τον οδήγησε στους Αχαιούς και τον ανάγκασε, με τη βία και δωροδοκώντας τον, να αποκαλύψει αυτά που γνώριζε. Τότε ο Έλενος χρησμοδότησε ότι η Τροία θα έπεφτε με τις εξής προϋποθέσεις: 1) να λάβει μέρος στον πόλεμο ο Νεοπτόλεμος· 2) να πάρουν οι Αχαιοί στην κατοχή τους τα οστά του Πέλοπα· 3) να κλέψουν από τους Τρώες το θαυματουργό ουρανόσταλτο «Παλλάδιο»· 4) να επανέλθει στον πόλεμο ο Φιλοκτήτης, καθώς είχε το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή. Λέγεται μάλιστα ότι τότε έριξε και την ιδέα για τον Δούρειο Ίππο, εκείνος και όχι ο Οδυσσέας, και ότι οι Έλληνες την υιοθέτησαν.
Τη νύχτα της άλωσης, ύστερα από συμφωνία με τον Οδυσσέα, από την ακρόπολη έκανε σινιάλο στον ελληνικό στόλο που παρέμενε κρυμμένος στην Τένεδο, για να επιστρέψει. Επιπλέον, άδειασε το σπίτι του Δηίφοβου από τα όπλα, οπότε ο Μενέλαος, σκότωσε εύκολα τον Δηίφοβο, όταν οι Αχαιοί μπήκαν στην Τροία.
Μετά τα Τρωικά
Για τις υπηρεσίες του προς τους πολιορκητές της Τροίας, καθώς και για το ότι είχε προσπαθήσει να αποτρέψει τον Πάρι από το να απαγάγει την Ελένη και είχε εμποδίσει τους Τρώες να αφήσουν το πτώμα του Αχιλλέα να το φάνε τα κοράκια, οι Αχαιοί εγγυήθηκαν για τη ζωή του.
Για την τύχη του μετά την πτώση της Τροίας λέγονταν τα εξής:
- Μαζί με τη μητέρα του Εκάβη, την Ανδρομάχη, την Κασσάνδρα και μερικούς άλλους Τρώες πήγε στη θρακική Χερσόνησο και εγκαταστάθηκε εκεί. Αργότερα, στο μέρος αυτό η Εκάβη μεταμορφώθηκε σε σκύλα και πέθανε. Ο Έλενος έθαψε τη μητέρα του σε τάφο που ονομάστηκεκυνός σῆμα(ο τάφος της σκύλας).
- Έπεσε στον κλήρο του Νεοπτόλεμου μαζί με την Ανδρομάχη. Με τη μαντική του ικανότητα, συμβούλευσε τον Νεοπτόλεμο να μη γυρίσει στην Ελλάδα από τη θάλασσα, αλλά από τη στεριά. Έτσι σώθηκε ο Νεοπτόλεμος από την καταστροφή που έπαθε ο ελληνικός στόλος στον Καφηρέα.
Μετά τη δολοφονία του Νεοπτόλεμου από τον Ορέστη στους Δελφούς το βασίλειο έμεινε στην Ανδρομάχη και σ’ εκείνον. Και όταν ο Αινείας πέρασε από την Ήπειρο, κατευθυνόμενος στη Δύση, τους βρήκε να βασιλεύουν ειρηνικά. Το ζευγάρι έχτισε εκεί τη νέα Τροία, το Ίλιον (Αινειάδα, 3.294 κ.ε.), και λεγόταν πως απέκτησαν ένα γιο, τον Κεστρίνο (Παυσ. 2.23.6). Ως νόμιμη σύζυγος του Έλενου αναφέρεται και η Κεστρία. (Εικ. 67, 68, 69, 70)
Στην Ήπειρο ο Έλενος ίδρυσε και την πόλη Βουθρωτό, ενώ ονόμασε τμήμα του βασιλείου του Χαονία από τον Χάονα που σκοτώθηκε τυχαία στο κυνήγι ή γιατί στη διάρκεια μιας επιδημίας ο Χάονας θυσιάστηκε για τους συμπατριώτες του προσφέροντας τον εαυτό του εκούσιο θύμα στους θεούς. Διάδοχό του στη βασιλεία ο Έλενος όρισε όχι τον γιο του αλλά τον γιο του Νεοπτόλεμου Μολοσσό.
- Μία τρίτη παράδοση, πολύ μεταγενέστερα τεκμηριωμένη, αναφέρει ότι ο Έλενος, όταν απέτυχε στη διεκδίκηση της Ωραίας Ελένης, ζήτησε από τον πατέρα του την άδεια να φύγει και να πάει στην Ελλάδα, όπου ηγεμόνευσε στη χώρα των Μολοσσών. Ο μύθος αυτός πλάσθηκε για να απαλλάξει τον Έλενο από το βάρος του προδότη και συνεργού των Αχαιών που του αποδίνει ο άλλος μύθος.
ΕΠΙΜΕΝΙΔΗΣ
Μεταξύ μύθου και ιστορίας βρίσκεται η μορφή του Επιμενίδη που στα αρχαϊκά χρόνια πήρε τη θέση του Περίανδρου στον κατάλογο των επτά σοφών. (Εικ. 71, 72, 73, 74, 75) Είναι ξακουστός σοφός και μάντης, με καταγωγή από την Κρήτη (κατά τον Διογένη Λαέρτιο από την Κνωσό, κατά τον Πλούταρχο από τη Φαιστό) αλλά και με παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή της Αθήνας, τόσο με τρόπο θρησκευτικό όσο και πιο καθαρά πολιτικό. Ο Θεόπομπος και πολλοί άλλοι συγγραφείς υποστήριζαν ότι είναι γιος του Φαιστίου, ενώ άλλοι πίστευαν πως είναι γιος του Δωσιάδα ή του Αγήσαρχου. Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, όταν τον είχε στείλει ο πατέρας του να ψάξει κάποιο πρόβατο στα χωράφια, ο Επιμενίδης μπερδεύτηκε και μπήκε σε μια σπηλιά όπου κοιμήθηκε για πενήντα επτά χρόνια, εξ ου και η παροιμιώδης φράση Επιμενίδειος ύπνος. Όταν ξύπνησε, άρχισε και πάλι να ψάχνει το πρόβατο, πιστεύοντας ότι έχει κοιμηθεί λίγο. Δεν το έβρισκε και έτσι κατευθύνθηκε προς το χωράφι του, όπου τα βρήκε όλα διαφορετικά και με ξένο ιδιοκτήτη. Κατευθύνθηκε στην πόλη για να αναζητήσει απαντήσεις και βρήκε τον αδελφό του, γέροντα πια, ο οποίος του αποκάλυψε την αλήθεια. Όταν έμαθαν αυτή την ιστορία οι Έλληνες, τον θεώρησαν αγαπημένο των θεών, διότι στη διάρκεια του ύπνου του συνάντησε θεούς (Μάξιμος Τύριος, Διάλεξις 10.1.a-f)· ακόμη λεγόταν ότι ο Πυθαγόρας κατέβηκε μαζί με τον Επιμενίδη στο Ιδαίο άντρο, για να μυηθεί (Διογ. Λ. 8.3.4).
Ο Επιμενίδης έζησε συνολικά 157 ή 299 χρόνια. Το μόνο ιστορικό γεγονός του βίου του αφορά στην κάθαρση της Αθήνας από το Κυλώνειο Άγος (596 π.Χ.). Την αιτία του προβλήματος της Αθήνας περιγράφει ο Πλούταρχος στον βίο του Σόλωνα:
«Την πόλη των Αθηνών […] κρατούσε σε ταραχή και αναστάτωση το Κυλώνειο άγος [632 ή 628 π.Χ.], ακριβώς από την εποχή που ο άρχοντας Μεγακλής πρότεινε στους συνωμότες του Κύλωνα, οι οποίοι είχαν προσφύγει ικέτες στον ναό της θεάς, να κατέλθουν στην πόλη, για να δικαστούν. Οι συνωμότες […] αφού έδεσαν νήμα από το άγαλμα της θεάς, κρατιόντουσαν από αυτό και άρχισαν να κατεβαίνουν προς την πόλη. Όταν όμως έφτασαν κοντά στον ιερό χώρο τον αφιερωμένο στις σεμνές θεές, το νήμα κόπηκε αυτόματα και τότε ο Μεγακλής και οι άλλοι συνάρχοντές του όρμησαν και συνέλαβαν τους συνωμότες με την πρόφαση ότι η θεά δεν δεχόταν την ικεσία τους. Όσους συνέλαβαν έξω από τα ιερά τους σκότωσαν με λιθοβολισμό, κατέσφαξαν όμως όσους προσέφυγαν στους βωμούς, ενώ διασώθηκαν μόνο εκείνοι που είχαν καταφύγει ως ικέτες στις γυναίκες των αρχόντων. […]» (Πλούτ., Σόλων 12)
Οι Αθηναίοι επέβαλαν ηθικές ποινές στον Άρχοντα Μεγακλή, από την οικογένεια των Αλκμαιωνίδων, και σε όσους είχαν πάρει, μαζί με αυτόν, μέρος στη σφαγή: τον καταράστηκαν και τον απέφευγαν (είναι η ίδια ποινή που είχε διακηρύξει ο Οιδίποδας ότι έπρεπε να επιβληθεί στον φονιά του Λάιου). Όμως επειδή οι συνέπειες από το άγος συνεχίζονταν, το 597 π.Χ. επέβαλαν και νομικές ποινές: ο Μεγακλής και οι προσωπικοί του βοηθοί, όσοι ακόμη ζούσαν, όταν έπεσαν επιδημίες στην Αθήνα πέρασαν από δίκη μετά από υποκίνηση του Σόλωνα, κρίθηκαν ένοχοι και εξορίστηκαν ισόβια από την Αττική. Επειδή όμως η εξορία της ισχυρής οικογένειας των Αλκμαιωνίδων δεν απάλλαξε τους Αθηναίους από τις συμφορές και τους φόβους, το 596 π.Χ. προσκάλεσαν τον σοφό κρήτα Επιμενίδη:
«Και κάποιοι αόριστοι φόβοι από δεισιδαιμονία κατέλαβαν την πόλη και φαντάσματα την τρόμαζαν και οι μάντεις διακήρυσσαν ότι κατά τις θυσίες προς τιμή των θεών φαίνονταν μολύσματα και μιάσματα, τα οποία είχαν ανάγκη από καθαρμό. […] Ο Επιμενίδης με εξιλασμούς και καθαρμούς και με την κτίση ναών καθαγίασε και καθοσίωσε την πόλη και με τον τρόπο αυτό την κατέστησε ικανή να είναι υπήκοος του δικαίου και περισσότερο ευπειθής στην ομόνοια.» (Πλούτ., Σόλων 12).
Στο γένος των Αλκμαιωνίδων ανήκαν ο Κλεισθένης, ο Περικλής και ο Αλκιβιάδης, οι δύο τελευταίοι από την πλευρά της μητέρας τους. Επομένως, η αναμόχλευση και η διατήρηση του ζητήματος είχαν προφανώς και πολιτικά κίνητρα.
Ο Επιμενίδης έγινε αφορμή και για ένα γνωστό παράδοξο στη Λογική. Σε ένα ποίημά του είχε γράψει: «Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται (οι Κρήτες είναι πάντα ψεύτες)». Κατά τον 19ο αιώνα διατυπώθηκε με βάση τη φράση αυτή το εξής λογικό παράδοξο, γνωστό και ως παράδοξο του Επιμενίδη:
Ο Επιμενίδης λέει ότι όλοι οι Κρήτες είναι ψεύτες
Ο Επιμενίδης είναι Κρητικός
Άρα ο Επιμενίδης λέει ψέματα
Άρα οι Κρήτες λένε την αλήθεια
Άρα και ο Επιμενίδης λέει την αλήθεια
Άρα οι Κρήτες είναι ψεύτες κ.ο.κ.
Τη φράση του Επιμενίδη χρησιμοποίησε ο Απ. Παύλος στην επιστολή του προς τον επίσκοπο Κρήτης Τίτο, προκειμένου να ψέξει τους Κρητικούς για τα ελαττώματά τους με τα λόγια ενός δικού τους: «εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί» (1:12).
[Για τη ζωή του Επιμενίδη βλ. Διογένης Λαέρτιος, Βίοι Φιλοσόφων]
ΕΡΑΤΩ
Από εδώ θα ανεβείς από μια σκάλα σε ένα ιερό του Πανός. Μέσα στο ιερό είναι χτισμένη στοά και υπάρχει ένα μικρό άγαλμα. Και ο Πάνας επίσης, το ίδιο με τους ισχυρότερους θεούς, μπορεί να εκπληρώνει τις ευχές των ανθρώπων και να ανταποδίδει τα δέοντα στους κακούς. Δίπλα σε αυτόν τον Πάνα μια φωτιά διατηρείται άσβεστη. Λένε ότι τα παλιά τα χρόνια αυτός ο θεός έδινε και χρησμούς και ότι μάντισσα του θεού ήταν η Νύμφη Ερατώ, που παντρεύτηκε τον Αρκάδα, γιο της Καλλιστώς. (Παυσ. 8.37.11)
Με τον Αρκάδα η Ερατώ απέκτησε τρεις γιους, τον Αζάνα, τον Αφείδαντα και τον Έλατο.
ΗΡΟΦΙΛΗ
Γεννήθηκε στη Μαρπησσό της Τρωάδας από μια Νύμφη και ένα βοσκό της Ίδης. Δεύτερη ηλικιακά από τις Σίβυλλες προέβλεψε ότι η καταστροφή της Τροίας θα ερχόταν από γυναίκα της Σπάρτης. Επιπλέον, όταν οι μάντεις, κυρίως ο Αίσακος, γιος του Πρίαμου από άλλη γυναίκα, την Αρίσβη, προέβλεψαν ερμηνεύοντας όνειρο της Εκάβης, πως το παιδί που θα γεννιόταν μια ορισμένη μέρα θα προκαλούσε την καταστροφή της Τροίας και ότι όφειλαν να σκοτώσουν μητέρα και παιδί, η Ηροφίλη, ιέρεια του Απόλλωνα, προέτρεψε να σκοτώσουν τον Πάρη που είχε γεννηθεί πριν νυχτώσει εκείνη την ημέρα. Όμως ο Πρίαμος λυπήθηκε το παιδί του και στη θέση του σκότωσε τον Μούνιππο, που επίσης γεννήθηκε την καθορισμένη και προορισμένη ημέρα, γιο της Κίλλας από τον Θυμοίτη, αδελφό ή κουνιάδο του Πριάμου (Ευφορίων, απ. 55).
Σε ύμνο της Δήλου, που η ίδια συνέθεσε προς τιμή του Απόλλωνα, αποκαλούσε τον εαυτό της νόμιμη γυναίκα του θεού αλλά και κόρη του.
Η Ηροφίλη ταξίδεψε σε πολλά μέρη, την Κλάρο, τη Σάμο, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής της, τη Δήλο, τους Δελφούς, και προφήτευε κάθε φορά πάνω σε μια πέτρα που κουβαλούσε μαζί της. Πέθανε στην Τρωάδα και έδειχναν τον τάφο της στο δάσος του Σμινθίου Απόλλωνα. Όμως η πέτρα πάνω στην οποία προφήτευε βρισκόταν στους Δελφούς. (Εικ. 76)
Νεότερή της ήταν μια άλλη Ηροφίλη, που κατοικούσε κοντά σε μια πηγή νερού στις Ερυθρές της Μικράς Ασίας. Οι Ερυθραίοι έδειχναν μια σπηλιά στο βουνό Κώρυκο,στη νοτιοδυτική πλευρά του Παρνασσού όπου έλεγαν ότι γεννήθηκε η Ηροφίλη, κόρη του ντόπιου βοσκού Θεοδώρου και μιας νύμφης που είχε την επωνυμία Ιδαία, επειδή τότε έλεγαν τις περιοχές με τα πολλά δέντρα «ίδες». (Ηράκλειτος, fr. 92· Παυσ. 10.12.1-3).
της Δήμητρας Μήττα
theancientwebgreece
Οι Μάντεις της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας - Β' Μέρος
ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ
Μάντης, γιος του Πολυφείδη και δισέγγονος του Μελάμποδα. Γεννήθηκε στο Άργος, αλλά υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Πύλο, γιατί σκότωσε συγγενή του (Όμ., Οδ., ο 222-225) -σύμφωνα με το εθιμικό δίκαιο ο φονιάς εξοριζόταν από την πατρίδα του και έπαιζε σημαντικό ρόλο αλλού. Στην Πύλο συνάντησε τον Τηλέμαχο, όπου ο γιος του Οδυσσέα είχε πάει για να ρωτήσει τον Νέστορα για τον πατέρα του. Εκεί ερμήνευσε οιωνούς λέγοντας ότι η γενιά του Οδυσσέα θα συνεχίσει να κρατά την εξουσία στο νησί (Όμ., Οδ., ο 508-543). (Εικ. 77) Φεύγοντας ο Τηλέμαχος για την Ιθάκη πήρε μαζί του τον μάντη. Εκεί ο Θεοκλύμενος πληροφόρησε την Πηνελόπη ότι ο Οδυσσέας δεν βρισκόταν μακριά, όμως η Πηνελόπη δεν τον πίστεψε (Όμ., Οδ., ρ 151-165). Ωστόσο, ο Οδυσσέας ήταν ήδη πάνω στο νησί και περίμενε την κατάλληλη στιγμή για να δράσει. Ούτε οι μνηστήρες πίστεψαν τον Θεοκλύμενο, όταν προέβλεψε το μέλλον τους, μάλιστα τον κορόιδεψαν (Όμ., Οδ., υ 350-358). Σκοτώθηκαν την ίδια εκείνη νύχτα.
ΘΕΟΝΟΗ
Η Θεονόη είναι κόρη του βασιλιά Πρωτέα της Κάτω Αιγύπτου και της Ψαμάθης, αδελφή του Θεοκλύμενου που διαδέχθηκε τον πατέρα τους στην εξουσία. (Εικ. 78) Η Θεονόη στην Ελένη του Ευριπίδη έχει μαντικές ικανότητες, που προφανώς κληρονόμησε από τον πατέρα της Πρωτέα, συμβουλεύει την Ελένη και βοηθά το ζευγάρι να διαφύγει από την Αίγυπτο. Συγκεκριμένα, όταν ο Τεύκρος έφτασε στην Αίγυπτο, ενδιάμεσος σταθμός πριν καταλήξει στην πατρίδα του Κύπρο μετά την άλωση της Τροίας, έφερε την Ελένη σε απελπισία, καθώς την πληροφόρησε για τον θάνατο της μητέρας της, για το γεγονός ότι η τύχη των αδελφών της αγνοούνταν, για τις κατάρες των Ελλήνων που τη θεωρούσαν υπεύθυνοι για τους τόσους θανάτους, για το γεγονός ότι η τύχη του άνδρα της αγνοούνταν επτά χρόνια μετά την άλωση της Τροίας. Η πληροφορία που της έδωσε η μάντισσα Θεονόη ότι ο άνδρας της ζει αλλά περιπλανιέται, την απέτρεψε από το να εκτελέσει την απόφασή της να θέσει τέρμα στη ζωή της. Τότε ήταν που κατέφτασε ο Μενέλαος ναυαγός με λίγους συντρόφους και με το είδωλο της Ελένης που το τοποθέτησε σε σπηλιά για να το προφυλάξει νομίζοντας ότι είναι η πραγματική Ελένη. Μετά τη συνάντηση και την αναγνώριση του ζεύγους, την αποκάλυψη της αλήθειας και την αφήγηση των παθών τους, Μενέλαος και Ελένη εξασφάλισαν τη σιωπή της Θεονόης, που ως μάντισσα κατάλαβε την πραγματική ταυτότητα του ρακένδυτου ναυαγού, και κατέστρωσαν με τη βοήθειά της σχέδιο απόδρασης από την Αίγυπτο. Η επιτυχημένη φυγή προκάλεσε την οργή του Θεοκλύμενου που θέλησε να σκοτώσει τη Θεονόη. Αλλά οι αδελφοί της Ελένης, οι Διόσκουροι, από ευγνωμοσύνη στη μάντισσα που προφύλαξε και έσωσε την αδελφή τους, την έσωσαν. Μία άλλη παράδοση αναφέρει ότι η Θεονόη ερωτεύθηκε τον Κάνωπο, τον κυβερνήτη στο πλοίο του Μενελάου.
Η Θεονόη της Αιγύπτου ονομάζεται και Ειδώ.
Μία άλλη μυθική Θεονόη ήταν κόρη του Θέστορα, επομένως αδελφή του επικού μάντη Κάλχα και της Λευκίππης, εγγονή του θεού της μαντικής Απόλλωνα. Αυτή τη Θεονόη άρπαξαν μια μέρα πειρατές την ώρα που έπαιζε στην παραλία -μια ιστορία που πολύ θυμίζει άλλες αρπαγές κοριτσιών, όπως της Περσεφόνης, σε φυσικά περιβάλλοντα κοντά σε νερά, γλυκά ή της θάλασσας. Οι πειρατές την πούλησαν στον βασιλιά της Καρίας Ίκαρο. Ο πατέρας της Θέστορας ξεκίνησε το ταξίδι της αναζήτησης της κόρης του αλλά ναυάγησε στις ακτές της Καρίας, όπου τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον βασιλιά, στο παλάτι του οποίου έγινε σκλάβος. Χρησμός από το μαντείο των Δελφών οδήγησε με τη σειρά της τη Λευκίππη σε ένα ταξίδι αναζήτησης του πατέρα της και της αδελφής της Θεονόης. Ξύρισε τα μαλλιά της, μεταμφιέστηκε σε ιερέα και έφτασε στην Καρία. Συνάντησε την αδελφή της αλλά δεν αναγνωρίστηκαν, μάλιστα η Θεονόη ερωτεύτηκε τη μεταμφιεσμένη σε άνδρα Λευκίππη, η οποία αρνήθηκε ενοχλημένη τις ερωτικές προτάσεις που η Θεονόη έστειλε με δούλους. Προσβεβλημένη η Θεονόη έβαλε να συλλάβουν τη Λευκίππη την έριξε στη φυλακή και έβαλε τον σκλάβο Θέστορα να τη σκοτώσει. Ο θρήνος του πατέρα για την απώλεια των δυο του κοριτσιών, για την κατάντια του και για το γεγονός ότι καλούνταν να γίνει δολοφόνος μέσα στη φυλακή οδήγησε σε αμοιβαία αναγνώριση, την ώρα μάλιστα που ο Θέστορας έστρεφε το ξίφος κατά του εαυτού του. Η Λευκίππη του το άρπαξε, του φανέρωσε ποια είναι και άρχισαν να συνωμοτούν κατά της Θεονόης. Την ώρα του κινδύνου, η Θεονόη επικαλέστηκε το όνομα του πατέρα τους και αυτό οδήγησε σε γενικό αναγνωρισμό. Με δώρα ο Ίκαρος τους έστειλε πίσω στην πατρίδα τους. Τη μυθιστορηματική αυτή αφήγηση διασώζει ο Υγίνος, προφανώς μεταφέροντας την υπόθεση χαμένης τραγωδίας.
ΘΡΑΣΥΒΟΥΛΟΣ
Κοντά στον [ανδριάντα του] Λίχα είναι στημένος ένας μάντης Ηλείος, Θρασύβουλος το όνομά του, γιος του Αινέα από το γένος των Ιαμιδών, που χρημάτισε μάντης στους Μαντινείς κατά τον αγώνα τους εναντίον των Λεκεδαιμονίων και του βασιλιά Άγι, γιου του Ευδαμίδα. […] Στον ανδριάντα του Θρασύβουλου είναι μια σαύρα κατάστικτη, που σκαρφαλώνει στον δεξιό ώμο και δίπλα του ένα σκυλί, σφάγιο για θυσία, σκισμένο στα δύο, με εκτεθειμένο το συκώτι του. Η μαντική στους ανθρώπους συνηθίζεται από τα πανάρχαια χρόνια με ερίφια, αρνιά και μοσχάρια. Οι Κύπριοι ανακάλυψαν και τη μαντική με τους χοίρους αλλά κανείς ποτέ δεν συνήθιζε τη μαντική με τους σκύλους. Φαίνεται ότι ο Θρασύβουλος καθιέρωσε μια μέθοδο μαντείας με σπλάχνα σκύλου. Οι μάντεις, οι λεγόμενοι Ιαμίδες, κατάγονται από τον Ίαμο. Ο Πίνδαρος σε μια ωδή του λέει ότι ήταν γιος του Απόλλωνα και έλαβε τη μαντική από αυτόν. (Παυσ. 6.2.4-5)
ΙΑΜΟΣ
ΙΔΜΩΝ
Και ο Ίδμων λεγόταν ότι είχε δύο πατεράδες, ένα θνητό και ένα θεϊκό (και μόνο αυτό υποδεικνύει τη σημαντικότητά του). Θεϊκός πατέρας ήταν ο ίδιος ο Απόλλων, ο θεός της μαντικής, οπότε το χάρισμά του ερχόταν κατευθείαν από τον θεό. Θνητός του πατέρας ήταν ο Άβαντας, με μητέρα την Αστερία ή την Κυρήνη. Από την πλευρά, λοιπόν, του θνητού πατέρα του ήταν εγγονός του μεγάλου μάντη Μελάμποδα.
Κάποτε, ο Ίδμων ταυτίζεται με τον Θέστορα, γιο του Απόλλωνα και της Λαοθόης και πατέρα του Κάλχα. Σε αυτή την εκδοχή, το ἲδμων είναι επίθετο που συνδέεται ετυμολογικά με τον δεύτερο αόριστο του ρήματος ὁρῶ (εἶδον), και σημαίνει οξυδερκής, ενορατικός, αυτός που βλέπει καλά, καθαρά. Όλες, πάντως, οι εκδοχές κατασκευάζουν ένα σπουδαίο μάντη.
Ο Ίδμων ήταν ο μάντης της αργοναυτικής εκστρατείας. Πριν οι Αργοναύτες ρίξουν την Αργώ στη θάλασσα, στην ακτή των Παγασών και επιβιβαστούν, τέλεσαν θυσίες στον Απόλλωνα. Οι οιωνοί ήταν ευνοϊκοί, όπως έλεγε ο Ίδμων, θα γύριζαν όλοι πίσω εκτός από τον ίδιο που θα πέθαινε στο ταξίδι. Η γνώση αυτή δεν τον απέτρεψε από το να πάρει μέρος στην εκστρατεία. Διηγούνται πως έφτασε στην Κολχίδα ή ότι πέθανε από χτύπημα κάπρου στη χώρα των Μαριανδυνών, όταν οι Αργοναύτες φιλοξενήθηκαν από τον βασιλιά Λύκο. (Εικ. 79, 80)
ΚΑΛΧΑΣ
Καταγωγή και γενεαλογία
Πριν από τον Τρωικό πόλεμο
Στην Τροία
Μετά τα Τρωικά
Ο Κάλχας οικιστής
Μόψος και Κάλχας: Η διαμάχη για τη μαντική
Οι τάφοι του Κάλχα
Ο Κάλχας αμπελουργός
ΚΑΡΝΟΣ
Ο Κάρνος ήταν μάντης από την Ακαρνανία. Από τον αδόκητο θάνατο του ιερέα του ο Απόλλωνας πήρε το επίθετο «Κάρνειος» και καθιερώθηκε λατρεία προς τιμή του από τους Ηρακλείδες. Πιο συγκεκριμένα:
Ο Κάρνος μπήκε στον στρατό των Ηρακλειδών που είχε συγκεντρωθεί στη Ναύπακτο, για να κατακτήσουν την Πελοπόννησο. Όμως ο Ηρακλείδης Ιππότης τον θεώρησε κατάσκοπο και τον σκότωσε. Οργισμένος ο Απόλλωνας για τον άδικο θάνατο του ιερέα του έστειλε λοιμό που ρήμαζε τον στρατό. Χρησμός φανέρωσε την αιτία του θυμού του θεού, ο Ιππότης εξορίστηκε για να εξιλεωθεί και οι Ηρακλείδες αφιέρωσαν λατρεία στον Κάρνειο Απόλλωνα. Ο Θουκυδίδης μαρτυρεί ότι Καρνεῖος δ᾽ ἦν μήν, ἱερομηνία Δωριεῦσι (5.54.2.3) και ο Πλούταρχος ότι οι Αθηναῖοι Μεταγειτνιῶνα προσαγορεύουσι (Νικ.28.2.2).
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης
(Όμ., Ιλ. Ω 699)
Κόρη του Πρίαμου και της Εκάβης, δίδυμη αδελφή του Έλενου. Όταν γεννήθηκαν, οι γονείς τέλεσαν γιορτή στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνα, λίγο έξω από τα τείχη της πόλης.[5] Το βράδυ οι γονείς, κουρασμένοι και μάλλον μεθυσμένοι, αποχώρησαν λησμονώντας τα παιδιά στον ναό που αποκοιμήθηκαν κουρασμένα από το παιχνίδι. Την άλλη μέρα τα αναζήτησαν και τα βρήκαν να κοιμούνται, ενώ δίπλα τους δύο φίδια τους έγλειφαν τα αυτιά καθαρίζοντάς τα. Ο Πρίαμος και η Εκάβη άρχισαν να φωνάζουν και τα φίδια κρύφτηκαν στις ιερές δάφνες του ναού. Στο μεταξύ, είχαν πετύχει να τους δώσουν το χάρισμα της μαντικής. Για την Κασσάνδρα λεγόταν ότι προέλεγε το μέλλον μετά από θεϊκή έμπνευση, όπως η Σίβυλλα και η Πυθία, σε κατάσταση παραληρήματος, ενώ ο Έλενος ερμήνευε τις κινήσεις και τις κραυγές των πουλιών (οιωνοσκοπία). Άλλη εκδοχή θέλει τον ίδιο τον θεό Απόλλωνα, ερωτευμένο με την Κασσάνδρα, να αγωνίζεται για να την αποκτήσει -σαν παλαιστής, τυλίγοντάς την με τον αέρα της γοητείας του (Αισχ., Αγ. 1206)- και να ζητά να του δοθεί με αντάλλαγμα την τέχνη της μαντικής. Η Κασσάνδρα δέχθηκε αλλά πάτησε τη συμφωνία με τον θεό, κι εκείνος έφτυσε στο στόμα της -ένα τελευταίο φιλί;- για να μη δίνει κανένας πίστη στις προφητείες της. Το χάρισμα της μαντικής παρέμεινε, όχι όμως της πειθούς. Στον Λυκόφρονα η ηρωίδα είναι φυλακισμένη από τον ίδιο της τον πατέρα γιατί δεν την άντεχε άλλο να θρηνεί συνέχεια και να προφητεύει δεινά, έδωσε όμως εντολή να καταγράφουν τα λεγόμενά της.
Όταν ο Πάρης προσέπεσε ικέτης στον βωμό του Δία, προκειμένου να σωθεί από τις επιθετικές διαθέσεις των αδελφών του, η μάντισσα αδελφή του τον αναγνώρισε, χάρη στις μαντικές της ικανότητες, ως τον θεωρούμενο χαμένο ή νεκρό γιο του Πρίαμου και της Εκάβης. (Εικ. 104, 105, 106) Με τις ικανότητες πάλι «είδε» και τις συμφορές που θα έφερνε ο Πάρης στην Τροία και με πέλυκυ θέλησε να τον σκοτώσει. (Εικ. 107) Τις ίδιες προφητείες είπε και όταν ο αδελφός της πήγε στη Σπάρτη και όταν την έφερε στο Ίλιον. Τους προειδοποίησε αλλά εκείνοι δεν την πίστεψαν. Όταν ο αδελφός της Έκτορας πέθανε από το χέρι του Αχιλλέα και ο πατέρας της Πρίαμος πήγε στο αχαϊκό στρατόπεδο και τη σκηνή του Αχιλλέα, πρώτη αυτή από τα τείχη τον είδε να επιστρέφει με τη σορό του Έκτορα. Προσπάθησε ακόμη, το ίδιο και ο ιερέας του Απόλλωνα Λαοκόων, να πείσει τους Τρώες να μη βάλουν μέσα στην πόλη τον Δούρειο Ίππο, γιατί είχε προδεί την καταστροφή της πόλης της, όταν οι Τρώες έσυραν μέσα στην πόλη τον Δούρειο ίππο. (Εικ. 108, 109, 110, 111)Ο Όμηρος παραδίδει ότι κάποιος Τρωαδίτης ήρωας, ο Οθρυονέας, την είχε ζητήσει σε γάμο δίνοντας την υπόσχεση στον Πρίαμο ότι θα έδιωχνε τους πολιορκητές από την Τροία, σκοτώθηκε όμως από τον Ιδομενέα. Πάντως, στην Ιλιάδα τίποτε δεν μαρτυρείται περί προφητικών ικανοτήτων της Κασσάνδρας.
Μετά την άλωση της Τροίας, η Κασσάνδρα κατέφυγε στον ναό της Αθηνάς και προσέπεσε ικέτης στο άγαλμα της θεάς αγκαλιάζοντάς το. Ο Αίας ο Λοκρός δεν σεβάστηκε την ικεσία, την τράβηξε από τα μαλλιά, οπότε το άγαλμα σείσθηκε από τη βάση του, και τη βίασε μέσα στον ναό. Οι Αχαιοί αγανάκτησαν με την ιεροσυλία και θέλησαν να λιθοβολήσουν τον Αίαντα, ο οποίος προσέπεσε ικέτης στον βωμό της θεάς που είχε προσβάλει με τη συμπεριφορά του. Οι Έλληνες σεβάστηκαν την ικεσία του… (Εικ. 112, 113, 114, 115, 116, 117, 118, 119, 120, 121, 122, 123, 124, 125, 126, 127, 128, 129, 130, 131, 132, 133, 134)
Όταν οι κατακτητές μοιράσθηκαν τις γυναίκες των ηττημένων, η Κασσάνδρα έπεσε στον κλήρο του Αγαμέμνονα, ο οποίος την ερωτεύθηκε και την πήρε μαζί του στις Μυκήνες. (Εικ. 135) Στον Αγαμέμνονα του Αισχύλου αυτό συνιστά μια βασική αιτία του εγκλήματος της Κλυταιμνήστρας, καθώς ξεσηκώνεται η ζήλεια της γυναίκας για την ερωμένη και η απέχθεια για τον άνδρα-σύζυγο που ζητά από τη σύζυγο να καλοδεχτεί τη νέα αγαπημένη. Τόσο στον Αγαμέμνονα όσο και στις Τρωάδες του Ευριπίδη η Κασσάνδρα κινείται ανάμεσα στο βακχικό παραλήρημα και την προφητεία, μαινάδα γυναίκα παραδομένη στον Διόνυσο, προφήτισσα όσο και στον Απόλλωνα. Σε μια παρωδία του υμεναίου στις Τρωάδες, κάτι που μόνο από μια γυναίκα σε κατάσταση βακχικής μανίας θα μπορούσε (ήταν επιτρεπτό) να συμβεί στην τραγωδία, η νεαρή Κασσάνδρα οραματίζεται την τέλεση των γάμων της με τον Αγαμέμνονα και στη συνέχεια προφητεύει το ολέθριο τέλος τους. Πράγματι, η τύχη της ενώθηκε με τη δική του: όταν έφθασαν στις Μυκήνες δολοφονήθηκαν και οι δύο από την Κλυταιμνήστρα και τον Αίγισθο. (Εικ. 136, 137) Όταν ο Οδυσσέας «κατέβηκε» στον Άδη, για να συνομιλήσει για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη με τον Τειρεσία, ο νεκρός Αγαμέμνονας του μίλησε με θλίψη για την Κασσάνδρα, καθώς περιέγραφε τις τελευταίες τους στιγμές: Μα ακόμη πιο σπαραχτική άκουσα τη φωνή της κόρης του Πριάμου, / της Κασσάνδρας, την ώρα που τη σκότωνε πανούργα η Κλυταιμνήστρα / πλάι και πάνω μου (λ 421-422, μετ. Δ.Ν. Μαρωνίτης). Στο μεταξύ, και πριν το τέλος, η Κασσάνδρα λεγόταν ότι απέκτησε δύο δίδυμους γιους με τον Αγαμέμνονα, τον Τηλέδαμο και τον Πέλοπα, που κι εκείνοι σκοτώθηκαν από το σπαθί των δύο εραστών των Μυκηνών. Οι Μυκηναίοι έδειχναν τους τάφους τους δίπλα στων γονιών τους (Παυσανίας 2.16.6).
Και άλλες πόλεις διεκδικούν το επεισόδιο του θανάτου του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας και σε διάφορες πόλεις λατρευόταν η προφήτισσα άλλοτε με το όνομα Αλεξάνδρα και άλλοτε ως Πασιφάη, μια και τα φανέρωνε όλα. Στις Αμύκλες, για παράδειγμα, πιο κάτω από τη Σπάρτη, είχαν ταυτίσει την Κασσάνδρα με μια τοπική ηρωίδα, την Αλεξάνδρα, και της έστησαν ιερό με το άγαλμά της. Ως Αλεξάνδρα λατρευόταν και στα Λεύκτρα της ανατολικής Μεσσηνίας, στον Κόλπο, όπου πιστευόταν ότι είχε ταφεί. Το ίδιο και σε ιερό στις Θαλάμες, βόρεια του Οίτυλου στη Λακωνία, όπου λατρευόταν μαζί με τον Ήλιο (Πλούτ., Άγις9.2· Παυσ. 2.16, 3.19, 3.26).
Με το όνομα Αλεξάνδρα η όμορφη κόρη του Πριάμου αποτελεί το κύριο πρόσωπο του ομώνυμου προφητικού ποιήματοςτου Λυκόφρονα, ενός χαλκιδαίου ποιητή του 4ου αι. π.X., γραμμένο την εποχή που οι Ρωμαίοι άρχισαν να παρεμβαίνουν στα ελληνικά πράγματα. Σύμφωνα με τον ποιητή οι Δαύνιοι κάτοικοι της Απουλίας είχαν στήσει ιερό της Κασσάνδρας κοντά στη λίμνη Σάλπη. Εκεί προσέφευγαν ικέτιδες οι κόρες που δεν ήθελαν για συζύγους τους άνδρες με τους οποίους τις είχαν αρραβωνιάσει και προτιμούσαν να μείνουν ανύπαντρες παρά να περάσουν τη ζωή τους με άνδρα άσχημο ή από ταπεινή γενιά· ντύνονταν στα μαύρα και άλειφαν το πρόσωπό τους με κίτρινο χρώμα. (Εικ. 138, 139, 140, 141)
ΛΑΟΚΟΩΝ
O Λαοκόων, γιος του Κάπη ή του Αντήνορα ή του Πριάμου ή του Ακοίτη, ήταν ένας από τους Τρώες ιερείς του Θυμβραίου Απόλλωνα. Από τη σύζυγό του Αντιόπη απέκτησε δύο παιδιά, τον Έθρωνα και τον Μέλανθο ή τον Αντιφάντα και τον Θυμβραίο. Ο Λαοκόων είχε διαπράξει ιεροσυλία, επειδή είχε έρθει σε σωματική επαφή με τη σύζυγό του μπροστά στο είδωλο του θεού του στον ναό.
Μικρή είναι η παρουσία του Λαοκόωντα στον Τρωικό πόλεμο, κυρίως προς το τέλος του και ειδικότερα σε σχέση με τον Δούρειο ίππο. Ο Λαοκόων προσπάθησε να αποτρέψει τους Τρώες από το να βάλουν το άλογο μέσα στην πόλη της Τροίας, γκρεμίζοντας ένα μέρος των τειχών τους. Μάλιστα, πέταξε ένα ακόντιο στα πλευρά του αλόγου, ώστε από τον ήχο να καταστεί σαφές ότι το άλογο ήταν κούφιο και ότι μπορεί να περιείχε επικίνδυνο «υλικό». Στην Αινειάδα, ο Βιργίλιος βάζει τον Λαοκόωντα να λέει: «Equo ne credite, Teucri / Quidquid id est, timeo Danaos et dona ferentes», δηλαδή «Μην εμπιστεύεστε το άλογο, Τρώες. / Οτιδήποτε κι αν είναι, φοβάμαι τους Έλληνες ακόμα κι όταν φέρνουν δώρα» (Βργ., Αιν 2.48). Οι Τρώες δεν άκουσαν τον ιερέα τους και έβαλαν το άλογο μέσα στην πόλη. Μάλιστα, «διαπιστώνοντας» ότι οι Αχαιοί είχαν αποπλεύσει για τις πατρίδες τους παραιτούμενοι από τον πόλεμο, κάλεσαν τον Λαοκόωντα, αν και ιερέας του Απόλλωνα, να τελέσει τη θυσία προς τον Ποσειδώνα για να ξεσηκωθούν θύελλες που θα κατέστρεφαν τα πλοία των Αχαιών. Ο λόγος που οι Τρώες δεν είχαν ιερέα του Ποσειδώνα ήταν γιατί τον είχαν λιθοβολήσει στην αρχή του πολέμου, καθώς δεν είχε αποτρέψει με θυσίες την εισβολή.
Την ώρα που ο ιερέας θυσίαζε ένα μεγάλο ταύρο στον Ποσειδώνα, δύο τεράστια φίδια βγήκαν από τη θάλασσα και τύλιξαν τα σώματα των γιων του μέχρι που εκείνοι πέθαναν, το ίδιο και ο Λαοκόων. Τα φίδια στη συνέχεια μπήκαν στον ναό της ακρόπολης της Τροίας και κουλουριάστηκαν στα πόδια του αγάλματος της Αθηνάς. (Εικ. 142, 143, 144, 145, 146, 147, 148, 149, 150, 151, 152, 153, 154) Η παράδοση μνημονεύει ακόμη και τα ονόματα των δύο φιδιών: λέγονταν Όρκη (ή Πόρκη) και Χαρίβοια, και είχαν έρθει στην Τροία κολυμπώντας από τις Καλύδνες νήσους, το νησιώτικο σύμπλεγμα της Καλύμνου, της Νισύρου, της Κάρπαθου, της Κάσου και της Κως (Ιλ. B 266-7). Οι Τρώες θεώρησαν τον θάνατο του Λαοκόωντα τιμωρία από τους θεούς για την ασέβειά του να μη δεχτούν το άγαλμα της θεάς Αθηνάς μέσα στην πόλη και επειδή το χτύπησε με το ακόντιό του. Δεν γνώριζαν την άλλη ασέβεια που είχε διαπράξει ο Λαοκόων μέσα στον ναό του θεού με την γυναίκα του Αντιόπη. Η χρονική συγκυρία οδήγησε σε παρερμηνείες.
Κατά τον βυζαντινό ανθολόγο Ιωάννη Τζέτζη, η θανάτωση του Λαοκόωντα και των γιων του έγινε μέσα στον ναό του Θυμβραίου Απόλλωνος, ενώ σύμφωνα με λιγότερο αποδεκτή παράδοση, ο πατέρας διασώθηκε και θρήνησε τα παιδιά του.
Το επεισόδιο του θανάτου του Λαοκόωντος απετέλεσε το θέμα της χαμένης τραγωδίας του Σοφοκλέους Λαοκόων, και αυτό παρέστησαν οι Ρόδιοι γλύπτες Αγήσανδρος, Αθηνόδωρος και Πολύδωρος σε μεγάλο μαρμάρινο γλυπτό σύμπλεγμα με τον Λαοκόωντα και τους δυο γιους του. Το σύμπλεγμα αυτό αποτέλεσε τη βάση, ή το μέσο, για την ανάπτυξη αισθητικών θεωριών από τον γερμανό στοχαστή Gotthold Ephtaim Lessing.
ΜΑΝΤΩ
Η Μαντώ ήταν κόρη του περίφημου μάντη της Θήβας Τειρεσία, αδελφή της Ιστορίδος. Το όνομα της μητέρας τους δεν είναι γνωστό. Παιδιά της από τον Αλκμαίωνα θεωρούνταν ο Αμφίλοχος ο νεότερος και η Τισιφόνη, ο μάντης Μόψος από τον κρητικό Ράκιο ή από τον ίδιο τον θεό της μαντικής Απόλλωνα, και η Παμφυλία. (Εικ. 155)
Η Μαντώ ήταν, όπως μαρτυρεί και το όνομά της, προικισμένη με το χάρισμα της μαντικής τέχνης που είχε και ο πατέρας της. Αρχικά ζούσε στη Θήβα, ιέρεια του Απόλλωνα Ισμηνίου, στο ιερό του οποίου στη Θήβα σωζόταν την εποχή του Παυσανία ο λίθινος δίφρος της Μαντώς, ακριβώς μπροστά από τον ναό (Παυσ. 9.10.3. ). Ήταν συνοδός του τυφλού πατέρα της, ρόλο που τον κράτησε μέχρι τον θάνατο του μάντη στην Αλίαρτο μετά την άλωση της Θήβας από τους Επιγόνους, τους μυθικούς γιους των Επτά επί Θήβας, οι οποίοι δέκα χρόνια μετά την ήττα των πατέρων τους, επιτέθηκαν στη Θήβα για να εκδικηθούν τοn θάνατό τους. Πρόκειται για τους Αιγιαλέα, Θέρσανδρο, Διομήδη, Σθένελο, Πρόμαχο, Ευρύαλο, Αμφίλοχο και Αλκμέωνα. Νίκησαν τους Θηβαίους και λεηλάτησαν την πόλη. Πριν ακόμη οι Αργείοι καταλάβουν την πόλη, είχαν υποσχεθεί στον Απόλλωνα να του αφιερώσουν τα καλύτερα λάφυρα. Η Μαντώ, μαζί με άλλους Θηβαίους αιχμαλώτους, θεωρήθηκε κάτι το ξεχωριστό, γι’ αυτό και την οδήγησαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπου υπηρέτησε ως ιέρεια και μάντισσα. Ο Διόδωρος Σικελιώτης την αναφέρει ως Δάφνη και Σίβυλλα, χαρακτηρίζοντάς την εξαίρετη μάντισσα. Προσθέτει επίσης ότι πολλούς από τους χρησμούς της χρησιμοποίησε στην ποίησή του ο Όμηρος –παρ᾽ ἧς φασι καὶ τὸν ποιητὴν Ὅμηρον πολλὰ τῶν ἐπῶν σφετερισάμενον κοσμῆσαι τὴν ἰδίαν ποίησιν (Διόδ. Σ. 4.66.5-6.).
Οι παραδόσεις θέλουν τη Μαντώ να αναχωρεί για την Κολοφώνα της Μ. Ασίας είτε ύστερα από γάμο είτε οδηγώντας Θηβαίους αιχμαλώτους. Και στις δύο περιπτώσεις στον μύθο της εμπλέκεται και το κρητικό στοιχείο. Πιο συγκεκριμένα οι δύο παραδόσεις αφηγούνται τα εξής:
- Η Μαντώ πήρε χρησμό να νυμφευτεί τον πρώτο άντρα που θα συναντούσε βγαίνοντας από τον ναό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Αυτός ήταν ο Μυκηναίος ή Κρητικός Ράκιος, τον οποίο και ακολούθησε στην Κολοφώνα.
- Η Μαντώ πήρε χρησμό να οδηγήσει τους Θηβαίους αιχμαλώτους από τους Δελφούς στα μικρασιατικά παράλια, στην περιοχή της Κολοφώνας. Όταν έφθασαν κοντά στην Κλάρο, τους συνέλαβαν Κρήτες που είχαν ιδρύσει εκεί δική τους αποικία και τους οδήγησαν στον αρχηγό τους, τον Ράκιο. Ο τελευταίος δέχτηκε να εγκαταστήσει στην περιοχή τους εξόριστους Θηβαίους και νυμφεύτηκε τη Μαντώ. Από το γάμο αυτό γεννήθηκε ο μάντης Μόψος, αν και σύμφωνα με άλλους αρχαίους συγγραφείς πατέρας του Μόψου ήταν ο ίδιος ο Απόλλωνας, και η Παμφυλία – για την κόρη αυτή μαρτυρεί ο Στέφανος Βυζάντιος αιτιολογώντας το όνομα της ομώνυμης χώρας στα σύνορα με την Ισαυρία (Εθνικά, λ.Παμφυλία).
Ο μύθος θέλει τη Μαντώ να ιδρύει το περίφημο μαντικό ιερό του Απόλλωνα στην Κλάρο. Λεγόταν μάλιστα ότι η Κλάρος πήρε το όνομά της από το κλάμα της Μαντώς για τη χαμένη της πατρίδα Θήβα ή από τα κλαριά, μια και η έδρα του Απόλλωνα λεγόταν ἀμπελόσεσσα Κλάρος παραπέμποντας έτσι σε δενδρολατρεία. Υπήρχε και κρήνη, για την οποία διηγούνταν ότι είχε δημιουργηθεί από τα δάκρυά της και η οποία έπαιζε σημαντικό ρόλο στη μαντεία. Μια πιο ρεαλιστική αφήγηση θέλει το νερό της κρήνης να σχηματίζεται από σταλακτίτες που έσταζαν, μια και ο χώρος άσκησης της μαντικής ήταν υπόγειος θόλος. Από αυτό όποιος έπινε γινόταν ένθεος και θεσπιωδός, αποκτούσε δηλαδή μαντικές ικανότητες και έδινε έμμετρους χρησμούς· όμως πλήρωνε βαρύ τίμημα, γιατί η ζωή του γινόταν πιο σύντομη (Πλ., Nat. Hist. 2.232, Τάκ., Ann. 54).
Κορινθιακή παραλλαγή του μύθου της, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της αποικιακής πολιτικής της Κορίνθου, θέλει τη Μαντώ μετά την άλωση της Θήβας να νυμφεύεται τον ηγέτη των Επιγόνων Αλκμαίωνα, από τον οποίο απέκτησε δύο παιδιά, τον Αμφίλοχο (άλλος από τον ομώνυμο ομηρικό ήρωα) και την εξαιρετικής ομορφιάς Τισιφόνη. Ο Αλκμαίων εμπιστεύτηκε την ανατροφή των παιδιών του στο βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα.
Ο Βιργίλιος πάλι θέλει τη Μαντώ να καταφεύγει μετά την άλωση της Θήβας στην Ιταλία. Εκεί απέκτησε από τον ποταμό Τίβερη ένα γιο, τον Άοκνο ή Όκνο (λατιν. Aucnus ή Ocnus), ο οποίος ίδρυσε στην Ιταλία την πόλη Μάντουα, προς τιμή της μητέρας του (Αιν. 198 κ.ε.). Είναι όμως αβέβαιο αν η Μαντώ που έδρασε στην Ιταλία ταυτίζεται με την κόρη του Τειρεσία, αν τελικά πρόκειται για μία ή για δύο διαφορετικές μορφές της μυθολογίας.
ΜΕΛΑΜΠΟΔΑΣ
Καταγωγή – Μαντικές και άλλες ικανότητες
Μελάμποδας, Φύλακος και Ίφικλος
Μελάμποδας και Προιτίδες
Μελάμπους και Αλέα/Αθηνά
ΜΕΡΟΠΑΣ
Ο Μέροψ ήταν μάντης και βασιλιάς της πόλεως Περκώτης στον Ελλήσποντο, βόρεια της Τροίας. Απέκτησε τέσσερα παιδιά, δύο κορίτσια, την ἐυπλόκαμο Κλείτη και την Αρίσβη, και δύο αγόρια, τον Άδραστο και τον Άμφιο, που πολέμησαν στην Τροία ως σύμμαχοι των Τρώων εναντίον των Αχαιών. Ο πατέρας τους τους είχε ικετεύσει να μην πάρουν μέρος στον πόλεμο, γιατί είχε προβλέψει τον θάνατό τους, όμως εκείνοι αρνήθηκαν και τελικά σκοτώθηκαν από τον Διομήδη. Η κόρη του Κλείτη παντρεύτηκε τον Κύζικο και η Αρίσβη υπήρξε η πρώτη σύζυγος του Πρίαμου. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένας γιος, ο Αίσακος, στον οποίο ο Μέροπας δίδαξε τη μαντική τέχνη. Ο Αίσακος προέβλεψε την καταστροφή της Τροίας.
ΜΟΨΟΣ
Καταγωγή
Ο Μόψος θεωρείται γιος της Θηβαίας ιέρειας Μαντώς, που είχε προφητικές ικανότητες, κόρης του μάντη Τειρεσία (Στρ. 9.522). Και στον Μόψο, όπως και σε άλλους ήρωες, αποδίδονται δύο πατεράδες, ένας θεϊκός και ένας θνητός. Οι αρχαιότεροι συγγραφείς αναφέρουν τον Απόλλωνα ως θεϊκό πατέρα, με τον οποίο και το μαντείο του στους Δελφούς ούτως ή άλλως σχετίζεται μυθολογικά η μητέρα του Μαντώ, είτε γιατί κατέφυγε στους Δελφούς πριν οι Επίγονοι κυριεύσουν τη γενέθλια πόλη της ή γιατί αφιερώθηκε στον θεό από τους ίδιους τους κατακτητές. Η καταγωγή αυτή εντάσσει τον Μόψο στη μεγάλη οικογένεια των μάντεων, μάντης ο ίδιος από μητέρα, πατέρα και παππού.
Θνητός πατέρας του είναι ο Μυκηναίος Ράκιος τον οποίο η Μαντώ γνώρισε στους Δελφούς και με τον οποίο έφυγε για την Κλάρο· ή ο κρητικός Ράκιος που η Μαντώ συνάντησε στην περιοχή της Κλάρου και στον οποίο την οδήγησαν Κρήτες πειρατές που την απήγαγαν στον δρόμο για την Κλάρο. (Βλ. Μαντώ)
Λεγόταν ότι ο Μόψος απέκτησε τρεις κόρες, τη Ρόδο, τη Μηλιάδα και την Παμφυλία, η οποία ενίοτε αναφέρεται και ως αδελφή του. Δεν είναι γνωστό το όνομα της μητέρας των παιδιών του.
Μόψος και Κάλχας: Η διαμάχη για τη μαντική
Σύμφωνα με μια προφητεία, ίσως από τον Έλενο, ο Κάλχας θα πέθαινε αν θα συναντούσε μάντη ανώτερό του. Ο Κάλχας βρέθηκε στην Κλάρο, ή στην Κολοφώνα, μετά την καταστροφή της Τροίας. Εκεί συνάντησε τον Μόψο, και σύμφωνα με τον Ησίοδο, τον ρώτησε πόσα σύκα είχε μια αγριοσυκιά που φύτρωνε εκεί. Εκείνος απάντησε «δέκα χιλιάδες», δίνοντας και το βάρος τους σε μεδίμνους παρά ένα σύκο που διευκρίνισε ότι δεν το συνυπολόγισε για να βγει ακριβής η μέτρηση. Ο Φερεκύδης παραδίδει ότι η ερώτηση δεν αφορούσε αγριοσυκιά αλλά μια έγκυο γουρούνα, για την οποία ο Κάλχας είπε ότι κυοφορούσε οκτώ μικρά, όλα αρσενικά και ότι θα γεννούσε την έκτη ώρα της επόμενης μέρας. Ο Μόψος ήταν εκείνος που έδωσε τη σωστή απάντηση λέγοντας ότι το ζώο κυοφορούσε εννέα γουρουνάκια, από τα οποία το ένα ήταν θηλυκό. Σύμφωνα με το γεωγράφο Στράβωνα, άλλοι συγγραφείς συνδέουν τις δύο αυτές παραδόσεις. Ο Απολλόδωρος, για παράδειγμα, αναφέρει ότι ο Κάλχας ρώτησε το Μόψο για τα σύκα και ο Μόψος τον Κάλχα για τη γουρούνα. Ο Μόψος πέτυχε τη σωστή απάντηση, ενώ ο Κάλχας έχασε και πέθανε από θλίψη. Ο Κόνων συμφωνεί ότι η διαφωνία ξεκίνησε στην Κολοφώνα, αλλά προτείνει ένα διαφορετικό τέλος, το οποίο έγινε στη Λυκία. Λέει λοιπόν ότι ο τοπικός βασιλιάς Αμφίμαχος της Λυκίας ρώτησε τους δύο μάντεις για την έκβαση της στρατιωτικής εκστρατείας που σχεδίαζε. Ο Κάλχας πρόβλεψε μια λαμπρή νίκη, ενώ ο Μόψος προσπάθησε να αποτρέψει το βασιλιά από το εγχείρημα αυτό. Ο Αμφίμαχος νικήθηκε, η φήμη του Μόψου εξαπλώθηκε, ενώ ο Κάλχας αυτοκτόνησε από απελπισία. Τέλος, ο Στράβων μαρτυρεί ότι ο Σοφοκλής στη διεκδίκηση της Ελένης τοποθετούσε τη μονομαχία στην Κιλικία.
Μόψος ο οικιστής: Η διαμάχη για την εξουσία
Ο Μόψος αναφέρεται ως οικιστής πόλεων κυρίως στη νότια Μικρά Ασία. Της Κολοφώνας πρωτίστως, απ’ όπου εκδίωξε καταρχάς τους ντόπιους Κάρες. Μετά τη νίκη του επί του Κάλχα και τον θάνατο του μάντη, ο Μόψος οδήγησε στην Παμφυλία αυτούς που είχαν αποχωρήσει μαζί με τον Κάλχα από την Τροία μετά την άλωσή της και τον ακολουθούσαν. Κάποιοι έμειναν εκεί, άλλοι, ακολουθώντας τον Μόψο, διέσχισαν το όρος Ταύρος και εγκαταστάθηκαν στην Κιλικία, τη Συρία και τη Φοινίκη. (Εικ. 159)
Στην περιοχή της Κιλικίας, ο Μόψος ίδρυσε τη Μαλλό από κοινού με τον Αμφίλοχο, γιο του Αμφιάραου, που προηγουμένως είχε ακολουθήσει τον Κάλχα. (Εικ. 38, 39) Σε αυτόν έμεινε η εξουσία, όταν ο Αμφίλοχος έφυγε για να επιστρέψει στην πατρίδα του, και αρνήθηκε να τη μοιραστεί, όταν ο Αμφίλοχος επέστρεψε στη Μαλλό. Ακολούθησε μονομαχία στην οποία πέθαναν και οι δύο. Πηγές αναφέρουν ότι ο τάφος του Μόψου βρισκόταν κοντά στην κιλικική πόλη Μάγαρσο, κοντά στον ποταμό Πύραμο. Όχι μακριά από εκεί, ούτε όμως και σε άμεση θέα, βρίσκεται ο τάφος του Αμφιλόχου.
Όπως για πολλούς περιπλανώμενους ήρωες, οι αρχαίοι πίστευαν ότι και ο Μόψος, στον δρόμο προς τη Μαλλό, είχε ιδρύσει πολλές πόλεις. (Εικ. 160, 161) Ο Στράβωνας και ο Θεόπομπος αναφέρουν την κιλικική πόλη Μοψουεστία (=σπίτι ή ναός του Μόψου), από την οποία νομίσματα του 1ου αι. π.Χ. έφεραν παράσταση του Μόψου και ενός ναού. Ο Πλίνιος λέει ότι ολόκληρη η Παμφυλία (ίσως από την κόρη του Μόψου Παμφυλία) είχε ονομαστεί κάποτε Μοψοπία. Ο Θεόπομπος παραδίδει ότι η πόλη της Ρόδου πήρε το όνομα της μίας από τις τρεις κόρες του. Οι ιστορικοί Αθήναιος και Πομπώνιος Μέλας αναφέρουν τον διάσημο μάντη ως οικιστή της Φασήλιδος.
Μόψος και Μόψος
Συχνά ο Θηβαίος Μόψος συγχέεται με τον Θεσσαλό μάντη Μόψο που πήρε μέρος στα άθλα επί Πελία, στην Αργοναυτική εκστρατεία, (Εικ. 79, 80) στο κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου, (Εικ. 162) αν και ο τελευταίος θεωρείται γιος του Άμπυκου και συνήθως αναφέρεται ως Λαπίθης. Ο αργοναύτης Μόψος παραδίδεται ότι πέθανε κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στη Λιβύη από τσίμπημα φιδιού. Είναι ο επώνυμος ήρωας της πόλης Μόψιον στους δυτικούς πρόποδες της Όσσας. (Εικ. 163) Ρωμαϊκές πηγές επεσήμαιναν τις εθνικές, γενεαλογικές και χρονολογικές διαφορές μεταξύ των δύο ομώνυμων ηρώων και μάντεων, ωστόσο δεν είναι απίθανο να μην ήταν σαφώς διαχωρισμένοι πριν από τον 5ο αι. π.Χ. Πάντως, η σύγχυση οφείλεται στις παράλληλες δράσεις των δύο ανδρών: και οι δυο μάντεις, και οι δυο ήρωες συμμέτοχοι σε εκστρατείες, και οι δυο οικιστές.