O Μέγας Αλέξανδρος, όπως όλα τα παιδιά των μακεδονικών καλών οικογενειών, ίππευε σχεδόν προτού αρχίσει να περπατά.
Μάλιστα η ανεπτυγμένη ιππική του ικανότητα, έδωσε λαβή στο πιο διάσημο ανέκδοτο που διασώζεται γι’ αυτόν. Όταν ήταν περίπου οκτώ ετών, κατά τους «Ολυμπιακούς» Αγώνες του Φιλίππου στο Δίον, ένας Θεσσαλός εκτροφέας αλόγων, ο Φιλόνεικος, έφερε στο βασιλιά ένα καθαρόαιμο επιβήτορα. Προσφέρθηκε να του τον πουλήσει για το τεράστιο ποσό των 13 ταλάντων. Τον 4ο αιώνα π.Χ. τα χρήματα αυτά αρκούσαν για να ζήσει ένας άνθρωπος περίπου εκατό χρόνια.
Ο επιβήτορας ήταν μαύρος με εξαίρεση ένα λευκό στίγμα στο μέτωπό του και μαρκαρισμένος με μια κεφαλή βοδιού, το σημάδι του εκτροφείου του Φιλονείκου: εξ’ου και το όνομά του Βουκεφάλας. Για να επιβάλλεται τέτοια τιμή, ο Βουκεφάλας πρέπει να ήταν στην καλύτερη ηλικία του, δηλαδή περίπου επτά ετών.
Η ιστορία, όπως την αφηγείται ο Πλούταρχος, είναι πλούσια σε λεπτομέρειες και δραματική σε αμεσότητα. Ο Φίλιππος μαζί με τους υπηρέτες του, κατέβηκε στον ανοικτό χώρο για να δοκιμάσει το άλογο. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε. Οι ιπποκόμοι του Βασιλιά διαπίστωσαν σύντομα ότι ο Βουκεφάλας ήταν ανυπάκουος. Δεν μπορούσαν να τον καλοπιάσουν ούτε να τον ιππεύσουν. Εκείνος σηκωνόταν στα πίσω πόδια του και αντιδρούσε, σαν να μην άκουγε καθόλου τις εντολές.
Ο Φίλιππος έχασε την υπομονή του και είπε στον Φιλόνεικο να απομακρύνει το άλογο. Αυτό δεν το άντεξε ο Αλέξανδρος:
«Τι άλογο χάνουν!», αναφώνησε. «Κι όλα αυτά επειδή δεν έχουν την ικανότητα και το θάρρος να το δαμάσουν»!
Η θλίψη του αγοριού ήταν ειλικρινής και έκδηλη κι ο πατέρας του, πάντοτε σε εγρήγορση, είχε ακούσει το ηχηρό σχόλιο.
– «Α», είπε, κοιτάζοντας τον οκτάχρονο γιο του, «ώστε λοιπόν πιστεύεις ότι ξέρεις περισσότερα για τα άλογα από τους μεγαλύτερούς σου, έτσι δεν είναι;»
– «Θα μπορούσα σίγουρα να χειριστώ αυτό το άλογο καλύτερα απ’αυτούς».
Το ένα μάτι του Φιλίππου έλαμψε στο αυλακωμένο πρόσωπό του.
– «Εντάξει, λοιπόν. Αν δοκιμάσεις κι αποτύχεις, ποια θα είναι η ποινή για την αυθάδειά σου;».
– «Η τιμή του αλόγου», είπε ο Αλέξανδρος θαρραλέα.
Ένα κύμα γέλιου τάραξε την ομάδα γύρω από τον βασιλιά.
– «Σύμφωνοι», είπε ο πατέρας του.
Ο Αλέξανδρος έτρεξε στον Βουκεφάλα, πήρε τα χαλινάρια του και τον έστρεψε προς τον ήλιο. Αυτό που είχε παρατηρήσει ήταν ότι το άλογο τρόμαζε και φοβόταν από τη σκιά του που έπεφτε μπροστά του. Στάθηκε εκεί για λίγο, χαϊδεύοντας τον μεγαλόσωμο επιβήτορα, ηρεμώντας τον, εκτιμώντας τη διάθεση του.
Έπειτα πέταξε μανδύα και πήδηξε πάνω στη ράχη του Βουκεφάλα, με εκείνη τη δυναμική ευκινησία που τον χαρακτήριζε όταν ενηλικιώθηκε.
Αρχικά, κράτησε σφιχτά τα χαλινάρια του επιβήτορα, κατόπιν τελικά του έδωσε πλήρη ελευθερία και το δυνατό άτι ξεχύθηκε ορμητικά στην πεδιάδα. Ο Φίλιππος και όσοι βρίσκοντας γύρω του «είχαν μείνει άφωνοι από την αγωνία», μας λέει ο Πλούταρχος.
Όμως ο Αλέξανδρος έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω καλπάζοντάς.
Το πλήθος τον επευφήμησε.
Ο Φίλιππος περήφανος και μετανιωμένος, είπε αστειευόμενος: «Θα πρέπει να αναζητήσεις άλλο βασίλειο. Η Μακεδονία δεν θα είναι αρκετά μεγάλη για σένα».
Με δάκρυα στα μάτια, φίλησε τον γιο του. Ο θρίαμβος του Αλέξανδρου έγινε ακόμη μεγαλύτερος, όταν ο Δημάρατος από την Κόρινθο, που ενθουσιάστηκε από τις ικανότητες του αγοριού, αγόρασε το άλογο και το έκανε δώρο στον διάδοχο του μακεδονικού θρόνου.
Το αγόρι και το άλογο έγιναν αχώριστοι. Ο Βουκεφάλας μετέφερε τον Αλέξανδρο σχεδόν όλες τις μεγάλες μάχες που έδωσε. Πέθανε στην ώριμη ηλικία των τριάντα, λίγο μετά την τελευταία μεγάλη νίκη του κυρίου του σε βάρος του Ινδού Βασιλιά Πώρου, στον ποταμό Υδάσπη.