Back to top

Η Μάχη της Κρήτης 1821-1824

09/01/2018 - 13:24

Τον μήνα (Μάιος 1821) που η Μαγνησία και η Μακεδονία εισήρχοντο στον Πόλεμο τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας, η Κρήτη κατεκλύζετο από άθλια μαντάτα από την Κωνσταντινούπολη περί μαζικών σφαγών Ελλήνων από Οθωμανούς, και από τη Ρούμελη, τον Μωριά και τα νησιά τού Αιγαίου περί αντεκδικητικών σφαγών Τούρκων από Έλληνες.

Ως αποτέλεσμα, η εχθρότητα μεταξύ Μουσουλμάνων και Χριστιανών στην Κρήτη οξύνθηκε, παρά τις άοκνες (αλλά μάταιες) προσπάθειες των Χριστιανών ιερωμένων να αποτρέψουν την εμπλοκή τής Κρήτης στον πόλεμο.

     Ειδικότερα, η Εκκλησία, ως αμύντωρ τής ελληνικής γλώσσας και τού Ελληνικού Γένους, συνέβαλε με ηγετική φρόνηση κατά παράδοση (επί αιώνες) στην αποτροπή των πιστών από την εμπλοκή τους σε αυθόρμητες (αλλά μάταιες) τοπικές εξεγέρσεις, ειδικά όταν δεν υπήρχαν εχέγγυα για αποτροπή μαζικών σφαγών ή και ολικής γενοκτονίας των Ελλήνων σε περίπτωση ήττας τους. Έτσι και το 1821, ενώ οι κληρικοί ευλογούσαν ή και έπαιρναν τα όπλα στον Μωριά και στη Ρούμελη, ταυτόχρονα άλλοι κληρικοί έδιναν αγώνα στην Κρήτη για να αποτρέψουν τούς Χριστιανούς τής νήσου από το να εμπλακούν στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο πριν από την εμφάνιση τού Ρωσικού Στόλου στα παράλια τής Κρήτης.

     Ειδικότερα, η Κρήτη ήταν όχι απλώς ευάλωτη ως νήσος  στερουμένη δικού της ναυτικού και απειλουμένη από βορρά (Τουρκικός Στόλος) και νότο (Αιγυπτιακός Στόλος)  αλλά επιπροσθέτως είχε μία πληθυσμιακή ιδιομορφία: Εκ των 290.000 κατοίκων της το 1821, οι Χριστιανοί ήσαν μεν πλειοφηφία (160.000) αλλά και οι Τούρκοι (130.000) αποτελούσαν ένα μεγάλο μέρος (44%) τού πληθυσμού. Οι περισσότεροι εξ εκείνων των Τούρκων ήσαν Μωαμεθανοί Κρητικοί, απόγονοι οικογενειών τής Κρήτης που αλλαξοπίστησαν κατά το παρελθόν επί Τουρκοκρατίας. Επομένως οι εχθροπραξίες στην Κρήτη θα εκτραχύνοντο κατ’ ουσία σε εμφύλιο πόλεμο και ταυτόχρονα σε θρησκευτικό πόλεμο, δηλαδή στις δύο χειρότερες μορφές πολέμου από πλευράς αγριότητας και φανατισμού, και μάλιστα στο κοινωνικοπολιτιστικό πλαίσιο τής παραδοσιακής “βεντέτας”. Υπήρχε επομένως μέγας κίνδυνος αφανισμού ολοκλήρου τού πληθυσμού τής νήσου δι’ αλληλοσφαγής, δεδομένου ότι οι εκ φύσεως γενναίοι και σκληροτράχηλοι Κρητικοί θα ήταν μάλλον δύσκολο να νικήσουν εαυτούς (οι Χριστιανοί Κρητικοί τούς Μωαμεθανούς Κρητικούς ή αντιστρόφως) χωρίς παρέμβαση τής Ρωσίας.

     Για τούς παραπάνω λόγους, οι αρχιερείς τής Κρήτης, έχοντες επίγνωση των ιστορικών ευθυνών τους έναντι του έθνους και της Ανθρωπότητας, αγωνίζοντο αφενός για να αποθαρρύνουν τούς Χριστιανούς πιστούς από το να σηκώσουν τα όπλα κατά των θρησκευτικώς ετερόδοξων αλλά γονιδιακώς ομογενών τους, και αφετέρου για να καταστείλουν την εκδικητική μανία των Τούρκων μέσω δωρεών και χρηματισμών. Εις μάτην όμως: Η σφαγή στην Κρήτη άρχισε με πρωτοβουλία των ιδίων των Τούρκων, που την 17 Μαΐου 1821 άνοιξαν τις οπλοθήκες και εφόπλισαν τον Μωαμεθανικό πληθυσμό τής νήσου. Την επομένη, ο Πασάς των Χανίων εξέδωσε ορισμό (άδεια) για γενική σφαγή των Χριστιανών, αναγνώσθηκε ο σχετικός φετφάς στα τζαμιά τής Κρήτης, και η σφαγή άρχισε στη Μεγαλόνησο. 

     Επιπροσθέτως τα νέα περί καταστροφής τζαμιών στον Μωριά και στη Ρούμελη  οι εμπόλεμοι Έλληνες αφαιρούσαν τούς (μεταλλικούς) μιναρέδες των τζαμιών ως πρώτη ύλη για να κατασκευάζουν βόλια για τα όπλα τους  παρόξυναν σε ακραίο σημείο τον θρησκευτικό φανατισμότων Μουσουλμάνων Χανιωτών εναντίον των Χριστιανών ομόαιμων συντοπιτών τους. Ο φανατισμός των Μουσουλμάνων έγινε τόσο ανεξέλεγκτος και επικίνδυνος που ανάγκασε τον Λατίφη Πασά των Χανίων να παραδώσει στα φονοκτόνα χέρια τού Μουσουλμανικού όχλου τον Επίσκοπο Κισσάμου και τον διδάσκαλο τού αλληλοδιδακτικού σχολείου των Χανίων. Αμφότεροι υπέστησαν μαρτυρικό θάνατο, ήτοι διαπόμπευση στους δρόμους τής πόλεως, βασανιστήρια και δημόσιο απαγχονισμό έξω από την πόλη την 19 Μαΐου 1821 σύμφωνα με το εξουσιαστικό “παράδειγμα” που έδωσε στους Οθωμανούς υπηκόους του ο Σουλτάνος Μαχμούντ Β΄ με τον απαγχονισμό τού Γρηγορίου Ε΄ την 10 Απριλίου.

     Στη συνέχεια οι πασάδες τής Κρήτης διέταξαν καθολικό αφοπλισμό των Χριστιανών τής Κρήτης.Για τούς σκληροτράχηλους Σφακιανούς και τούς ορεσίβιους Ριζίτες όμως ήταν αδιανόητο να αποδεχθούν τον αφοπλισμό τους και να παραδοθούν επαφιέμενοι στον οίκτο των Μουσουλμάνων τής νήσου. Επιπλέον γνώριζαν πλέον ότι ο εθνοκτόνος θρησκευτικός πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων εμαίνετο στην Ελλάδα και στο Αιγαίο και είχε αρχίσει να επεκτείνεται και στην Κρήτη, όπως κατέδειξαν τόσον τα οχλοκρατικά εγκλήματα των Μουσουλμάνων στα Χανιά την 19 Μαΐου, όσον και αυτές οι ίδιες οι διαταγές περί αφοπλισμού των Χριστιανών Κρητών. Σε εκείνο το ασφυκτικό πλαίσιο, πιεζόμενοι οι Σφακιανοί να επιλέξουν μεταξύ συναινετικού αφοπλισμού τους από τούς Οθωμανούς και πολέμου κατά των Οθωμανών, επέλεξαν το δεύτερο.

  1. Η Μάχη τής Κρήτης, 1821

Οι Σφακιανοί άρχισαν τις εχθροπραξίες την 14 Ιουνίου 1821, ήτοι σχεδόν ένα μήνα μετά τα οθωμανικά εγκλήματα στα Χανιά (19 Μαΐου 1821): Σε σύμπραξη με τούς Ριζίτες, όπως επίσης και με Αποκορωνίτες, Αγιοβασιλίτες και Μεσαρίτες, οι Σφακιανοί επιτέθηκαν σε τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα στο χωριό Λούλο (νοτίως των Χανίων) και έτρεψαν τούς Τούρκους σε φυγή. Στη συνέχεια οι εμπόλεμοι Έλληνες τής Κρήτης πορεύθηκαν βορειοανατολικά και κατενίκησαν όλα τα τουρκικά αποσπάσματα που συνάντησαν στην προέλασή τους (Κεραμεία, Μάλαξα, Αρμυρός, Πρόσνερο, Καλύβες).

      Όταν ξεκίνησαν τις εχθροπραξίες με εκείνη την εκστρατεία, οι Έλληνες Κρήτες, όπως και οι υπόλοιποι Έλληνες, δεν είχαν αναδείξει αρχιστράτηγο. Σε ηγετικό επίπεδο, πολεμούσαν υπό καθεστώς πολυαρχίας αλλά εντούτοις σε πλήρη σύμπνοια και με αδελφική συνεργασία των επί μέρους ενόπλων σωμάτων (Σφακιανοί, Ριζίτες, Αποκορωνίτες, Μεσαρίτες κ.τ.λ.). Ξακουστοί οπλαρχηγοί ήσαν οι Γεώργης Δασκαλάκης(“Τσελεπής”), και ο Σήφακας Κωνσταντουδάκης, όπως επίσης και οι Σταμάτης Ανωγειανός, Αντώνης Μελιδώνης, Ρούσος Μπουρδουμπάς, Αναγνώστης Παναγιώτου, Αναγνώστης Παπαδάκης, Ανδρέας Παπαπωλάκης, Ανδρέας Φασουλής, Βασίλης Χάλης και Γιάννης Χάλης, οι Δεληγιάννακες, οι Σουδεροί, και πολλοί άλλοι. Όλοι διεκρίνοντο για την ανδρεία τους.

     Ως αντίδραση στην προέλαση των Ελλήνων Κρητών, ο πασάς των Χανίων διέταξε τον άμεσο εξοπλισμό των Μουσουλμάνων τής πόλεως (17 Ιουνίου). Την επόμενη μέρα (18 Ιουνίου) ο πασάς εξέδωσε ορισμό για γενική σφαγή όλων των Χριστιανών, και στα τζαμιά των Χανίων αναγνώσθηκε ο συναφής φετφάς. Αμέσως στη συνέχεια ο Μουσουλμανικός όχλος επεδόθη σε σφαγές και λεηλασίες εναντίον των Χριστιανών τής πόλεως, όπου όμως “μόνο” 35 Χριστιανοί Χανιώτες θανατώθηκαν εκείνη τη μέρα (18 Ιουνίου 1821) διότι οι περισσότεροι Χριστιανοί είχαν προλάβει να εγκαταλείψουν εγκαίρως την πόλη. Την επόμενη μέρα (19 Ιουνίου) ο μαινόμενος ένοπλος όχλος εξήλθε τής πόλεως των Χανίων και συνέχισε επί μέρες, μέχρι το τέλος τού Ιουνίου 1821, τις ωμότητες και καταστροφές σε δεκάδες χωριά και αρκετά μοναστήρια τής περιοχής. Το τελευταίο δεκαήμερο τού Ιουνίου πολλές ανδραποδισθείσες Χριστιανές γυναίκες από την ευρύτερη περιοχή των Χανίων πωλούντο ως δούλες στο παζάρι τής πόλεως.

     Σε αντίποινα οι Έλληνες Κρήτες προέλασαν ανατολικά και επιτέθηκαν στο χωριό Επισκοπή (300 οικογένειες) όπου διέπραξαν αντεκδικητικές ωμότητες κατακαίοντες πολλά τουρκικά σπίτια, όπως επίσης το τζαμί και την τουρκική βιβλιοθήκη, και σφάζοντες δεκάδες Μουσουλμάνους κατοίκους.

     Στη συνέχεια οι Έλληνες Κρήτες προέλασαν ακόμη ανατολικότερα, διαδίδοντες τις φλόγες τού πολέμου στην περιοχή τής Ρεθύμνης, και κατέλαβαν το χωριό Ατσιπόπουλο (εγγύς τού Ρεθύμνου). Εκεί ενεπλάκησαν σε μάχη εναντίον ισχυρού σώματος 2.000 Τούρκων τού Ρεθύμνου. Υπό την πίεση των Τούρκων οι Έλληνες αναγκάσθηκαν να εξέλθουν από το χωριό, και έλαβαν ασφαλέστερες θέσεις μάχης στην πέριξ περιοχή.

     Η προέλαση των Ελλήνων Κρητών προς τα ανατολικά, παρόξυνε τον φανατισμό των Μουσουλμάνων στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο), όπου άρχισε γενική σφαγή των Χριστιανών τής πόλεως την 23 Ιουνίου 1821. Στο λουτρό αίματος εκείνης τής αποφράδος ημέρας, 730 άοπλοιΧριστιανοί Κρήτες σφαγιάσθηκαν από τον ένοπλο Μουσουλμανικό όχλο. Στους σφαγιασθέντες συμπεριλαμβάνοντο ο Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Γεράσιμος και πέντε επίσκοποι (Διουπόλεως, Κνωσσού, Λάμπης, Σητείας και Χερσονήσου). Μετ’ ολίγον 200 άοπλοι Χριστιανοί χωρικοί σφαγιάσθηκαν απροκλήτως στη Σητεία. Επίσης δεκάδες ιερωμένοι, ηγούμενοι και μοναχοί σφαγιάσθηκαν στο Ρέθυμνο κατά διαταγή τού Οσμάν Πασά.

     Στους επόμενους δύο μήνες (Ιούλιο-Αύγουστο 1821) οι Τούρκοι οργάνωσαν και διεξήγαγαν τρείς στρατιωτικές εκστρατείες εναντίον των εμπολέμων Ελλήνων Κρητών. Και οι τρεις εκστρατείες των Τούρκων απέτυχαν να καταστείλουν την εξέγερση των ραγιάδων τής Μεγαλονήσου. Ειδικότερα:

  • Πρώτη Εκστρατεία. Στις αρχές Ιουλίου 1821 εξεστράτευσαν από κοινού οι Τούρκοι τού Ρεθύμνου και τού Μεγάλου Κάστρου εναντίον των Σφακιών. Το συνενωθέν τουρκικό στράτευμα ξεκίνησε από το Ρέθυμνο και πορεύθηκε νοτιοδυτικά προς το χωριό Καλλικράτης. Οι λίγοι υπερασπιστές τού χωριού αρχικά εγκατέλειψαν το χωριό ενώπιον τού πλήθους των Τούρκων, χωρίς όμως να απομακρυνθούν από την περιοχή. Οι Τούρκοι τότε κατέλαβαν αμαχητί τον Καλλικράτη και τον κατέκαυσαν, όπως έκαναν την επόμενη μέρα στο Ασκύφο. Όταν όμως κατέφθασαν οι αναμενόμενες ενισχύσεις των Σφακιανών, οι Έλληνες Κρήτες διεξήγαγαν γενική αντεπίθεση και εξανάγκασαν τούς Τούρκους να υποχωρήσουν και να επανέλθουν στο Ρέθυμνο, μάλλον ως επιτυχημένοι εμπρηστές παρά ως νικηφόροι στρατιώτες.

     Στην ίδια περίοδο, στρατιωτικό σώμα 2.000 Τούρκων με ικανή δύναμη πυρός (4 κανόνια), υπό τον Οσμάν Πασά, εξεστράτευσε από τα Χανιά προς τούς Λάκκους και τη Θέρισο, τα δύο μεγαλύτερα Ριζίτικα χωριά νοτίως των Χανίων. Οι Έλληνες Κρήτες συναποφάσισαν να αναχαιτίσουν τούς Τούρκους στο χωριό Φουρνές, απ’ όπου θα διήρχετο το τουρκικό στράτευμα καθ’ οδόν προς τούς Λάκκους. Στον Φουρνέ διεξήχθηκε πεισματώδης ολοήμερη μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων την 5 Ιουλίου 1821. Η γραμμή άμυνας των Ελλήνων, υπό τούς Δασκαλάκη, Φασούληκαι Βασίλη Χάλη, υποχώρησε ελαστικά και εν τάξειπαρασύροντας τούς Τούρκους στο δάσος νοτίως τού Φουρνέ προς την κατεύθυνση τού χωριού Μεσκλά. Προς το δειλινό επέπεσε επί των Τούρκων αιφνιδιαστικά και τούς εγκλώβισε στο δάσος άλλο στρατιωτικό σώμα Ελλήνων υπό τούς Παναγιώτου, Παπαπωλάκη και Ανωγειανό. Οι εγκλωβισμένοι πλέον Τούρκοι έπαθαν πανωλεθρία: Εγκατέλειψαν όλα τα κανόνια, πολεμοφόδια, τροφές και ίππους επί τού πεδίου τής μάχης, υποχώρησαν ατάκτως, καταδιωκόμενοι από τούς Έλληνες κατά τη διάρκεια τής νύχτας, και επέστρεψαν στα Χανιά σε ελεεινή κατάσταση: Σχεδόν ένας στους δύο Τούρκους ή φονεύθηκε ή τραυματίσθηκε στη μάχη και στην πορεία υποχωρήσεως προς τα Χανιά. Οι Τούρκοι άφησαν επί τού πεδίου τής μάχης περισσότερους από 300 νεκρούς (έναντι 20 μόνον Ελλήνων) και 40 αιχμαλώτους, που σφαγιάσθηκαν όλοι από τούς νικητές.

  • Δεύτερη Εκστρατεία. Η δεύτερη εκστρατεία έγινε στα μέσα τού Ιουλίου 1821 και αποτέλεσε τη δεύτερη απόπειρα τού συνενωθέντος στρατεύματος των Τούρκων Ρεθυμνιωτών και Καστρινών (Ηρακλειωτών) να καταστρέψουν τα ένοπλα σώματα των Σφακιανών. Το συνενωθέν τουρκικό στράτευμα εξεστράτευσε και πάλι από το Ρέθυμνο με νοτιοδυτική πορεία και κατέλαβε και πάλι το Ασκύφο την 16 Ιουλίου 1821. Επέπεσαν όμως επί τού τουρκικού στρατεύματος οι Σφακιανοί υπό τούς Δασκαλάκη, Παπαδάκη, Πρωτοπαπαδάκη και Ρούσο, το έτρεψαν σε φυγή και στη συνέχεια τού προξένησαν σοβαρές απώλειες στο στενό τού Κατρέως.

  • Τρίτη Εκστρατεία (Καταστροφή των Σφακιών). Μετά τις δύο αποτυχημένες εκστρατείες των Τούρκων κατά των Σφακιών τον Ιούλιο τού 1821, οι πασάδες τής Κρήτης συγκρότησαν, μάλλον εσπευσμένα (απ’ όλες τις πόλεις τής Κρήτης), μεγάλο εκστρατευτικό σώμα εκ 10.000 ανδρών στην Επισκοπή.

     Αρχικά οι Τούρκοι επιτέθηκαν κατά τού Αρμυρού την 5 Αυγούστου 1821, όπου τα πυκνά πυρά πυροβολικού (κανόνια και βομβοβόλα) κατέβαλαν τούς Έλληνες. Οι Τούρκοι νίκησαν τούς Έλληνες και στον Αποκόρωνα την επόμενη μέρα (6 Αυγούστου). Οι Έλληνες διασκορπίσθηκαν προσωρινά προς τα νότια τής Κρήτης.

     Χωρίς άλλη αντίσταση, ένα σώμα εκ 3.000 Τούρκων, ως καταδρομική δύναμη τού μεγάλου τουρκικού στρατεύματος, κατέλαβε και κατάστρεψε τα δύο μεγάλα Ριζίτικα χωριά, τούς Λάκκους και τη Θέρισο, και στρατοπέδευσε την 13 Αυγούστου 1821 στην πεδιάδα τού Ομαλού, νοτίως των Λάκκων. Στο μεταξύ όμως οι διασκορπισμένοι Σφακιανοί ανασυγκροτήθηκαν και ένα σώμα 500 Ελλήνων υπό τούς Δασκαλάκη και Παναγιώτου επιτέθηκε το πρωΐ τής 14 Αυγούστου 1821 κατά των Τούρκων στην πεδιάδα. Παρά τις βολές πυροβολικού των Τούρκων (3 κανόνια) και την αριθμητική υπεροχή τους έναντι των Ελλήνων (6:1), οι Έλληνες κράτησαν τις θέσεις τους πέριξ τής πεδιάδος, μέχρις ότου ήλθαν και άλλες ελληνικές δυνάμεις εις επικουρία. Οι Τούρκοι βαλλόμενοι από διαφορετικά σημεία τής πεδιάδος τράπηκαν σε άτακτη υποχώρηση. Οι Έλληνες τούς κατεδίωξαν. Ένα σώμα Σφακιανών και Ριζιτών υπερκέρασε τούς Τούρκους και κατέλαβε θέσεις σε ένα στενό εξόδου από την πεδιάδα, ενώ το κύριο σώμα των Ελλήνων πίεζε τούς υποχωρούντες Τούρκους από τα πίσω προς το στενό. Οι Τούρκοι βαλλόμενοι πανταχόθεν αποδεκατίσθηκαν με περισσότερους από 200 νεκρούς και πολλές εκατοντάδες τραυματίες: Οι εγκλωβισμένοι Τούρκοι ούτε μπροστά μπορούσαν να διαβούν (προς βορράν), όπου ήσαν οχυρωμένοι οι ενεδρεύοντες Σφακιανοί και Ριζίτες, ούτε και πίσω (προς την πεδιάδα) μπορούσαν να επαναπροωθηθούν, όπου τούς κατεδίωκε η κύρια δύναμη των Ελλήνων. Ως αποτέλεσμα, οι Τούρκοι μετέτρεψαν την άτακτη υποχώρησή τους σε άτακτη φυγή (κατά το “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”) και διασκορπίσθηκαν ένθεν κακείθεν στις κλιτύες των παρακειμένων ορέων αναζητούντες καταφύγιο επί εχθρικού εδάφους (Σφακιά και Ριζίτικα χωριά).

     Στις επόμενες ημέρες, πολλοί Τούρκοι περιπλανώντο στα όρη και οσάκις ανευρίσκοντο, σφαγιάζοντο χωρίς έλεος από τούς Σφακιανούς και τούς Ριζίτες. Τότε ακόμη και γυναίκες και ιερείς των Ελλήνων Κρητών σφαγίαζαν εκδικητικώς τούς καταστροφείς των Λάκκων και τής Θερίσου: Μετά τις σφαγές των Χριστιανών στα Χανιά και στο Μεγάλο Κάστρο, και ιδίως μετά τις καταστροφές Ριζίτικων και Σφακιανών χωριών από τούς Τούρκους, ούτε οι Ριζίτες ούτε και οι Σφακιανοί διενοούντο να χαρίσουν τη ζωή σε αιχμαλώτους Τούρκους. Τελικά στην Επισκοπή, στη βάση τού μεγάλου τουρκικού στρατεύματος, κατάφεραν να επιστρέψουν μόνο αξιοθρήνητα υπολείμματα τού επίλεκτου καταδρομικού σώματος των 3.000 Τούρκων.

    Μετά την καταστροφή των Τούρκων στον Ομαλό, οι πασάδες τής Κρήτης αποφάσισαν να κατακάψουν όλα τα χωριά των Σφακιών. Προς τούτο αναπλήρωσαν τις απώλειές τους και εξεστράτευσαν με το σύνολο τού στρατεύματός τους (10.000 άνδρες) την 29 Αυγούστου 1821. Προελαύνοντες προς τον νότο οι Τούρκοι κατέλαβαν τον Ασκύφο, κατέκαψαν πολλά χωριά και έφθασαν στην Ανώπολη (υπεράνω τού Λουτρού στη νότια Κρήτη). Οι προελαύνοντες Τούρκοι κατέστρεφαν τις περιουσίες των Σφακιανών, αλλά δεν εύρισκαν ούτε ένα Χριστιανό να σφάξουν στο διάβα τους, διότι οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες είχαν διαφύγει, άλλοι στα όρη, άλλοι στη Γαύδο και άλλοι στα Κύθηρα με τη σύμπραξη τού στόλου τής Κάσσου. Μετά την Καταστροφή των Σφακιών οι Τούρκοι επανήλθαν στις βάσεις τους, θεωρούντες ότι διά τής κατακαύσεως των χωριών των Σφακιανών είχαν κατασβέσει και τις φλόγες τού πολέμου. Όμως αμέσως στη συνέχεια και οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες επανήλθαν στις βάσεις τους, δηλαδή στα καμένα χωριά τους. Επανήλθαν μάλιστα ένοπλοι και με επιθετικό πνεύμα, αφού κατέλαβαν θέσεις μάχης γύρω από τα Χανιά.

Συνοπτκά, οι υλικές καταστροφές στον τόπο τους από τούς Τούρκους απέτυχαν να κάμψουν το πολεμικό φρόνημα των Σφακιανών και των Ριζιτών. Αλλά ούτε και η μεγάλη εκστρατεία των Τούρκων πέτυχε να καταστρέψει ή έστω να πλήξει τα ένοπλα σώματα των Σφακιανών και των Ριζιτών, αφού οι Έλληνες Κρήτες διέθεταν απεριόριστο βάθος άμυνας λόγω τής κυριαρχίας κατά θάλασσαν τού Ελληνικού Στόλου γενικότερα και τού στόλου τής Κάσσου πέριξ τής Κρήτης ειδικότερα: Οι Τούρκοι ηττώντο οσάκις εξεστράτευαν με τοπικές δυνάμεις (λίγων χιλιάδων ανδρών) κατά των Σφακιών, και δεν νικούσαν οσάκις εξεστράτευαν πανστρατιά (10.000 ανδρών). Στη δεύτερη περίπτωση οι Σφακιανοί και οι Ριζίτες διεσκορπίζοντο και κατέφευγαν στα όρη και στα νησιά πέριξ τής Κρήτης, και στη συνέχεια επέστρεφαν στον τόπο τους χωρίς απώλειες, ένοπλοι, ανασυντεταγμένοι και ετοιμοπόλεμοι. Οι Τούρκοι δηλαδή διαπίστωσαν ότι ήταν πρακτικά αδύνατο να καταστρέψουν τα ένοπλα σώματα των Ελλήνων Κρητών, χωρίς προηγουμένως να αποκαταστήσουντην κατά θάλασσαν κυριαρχία τους πέριξ τής Μεγαλονήσου.

     Συμπερασματικά η τρίτη μεγάλη εκστρατεία των Τούρκων προξένησε τεράστιες υλικές καταστροφές σε βάρος των Σφακιών, αλλά είχε μηδενικό αποτέλεσμα επί τής μαχητικής δυνάμεωςτων Ελλήνων Κρητών τόσον σε αριθμό ανδρών όσον και σε δύναμη πυρός. Είναι δε ενδεικτικό ότι οι ένοπλες δυνάμεις των τελευταίων ισχυροποιήθηκαν στις αμέσως επόμενες εβδομάδες.

     Ειδικότερα, την 25 Οκτωβρίου 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης, ανταποκρινόμενος σε αίτημα των Ελλήνων Κρητών, απέστειλε στην Κρήτη τον Μιχαήλ Αφεντούλιεφ ως αρχιστράτηγό τους. Ο Αφεντούλιεφ οργάνωσε τον εφοδιασμό των εμπολέμων Ελλήνων στο νησί με τα απαραίτητα τού πολέμου, ήτοι όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα. Τον Νοέμβριο τού 1821 τα συντεταγμένα ένοπλα σώματα των Ελλήνων Κρητών συναριθμούντο σε 6.400 άνδρες, ήτοι 2.400 έναντι των Χανίων, 3.000 σε θέσεις μάχης στις διόδους προς το Ρέθυμνο, και 1.000 ως εφεδρεία στην Ίδη (Ψηλορίτη) απειλούσα εξ ανατολών το Ρέθυμνο και ταυτόχρονα εκ δυσμών το Μεγάλο Κάστρο. Σημειωτέον ότι οι οπλοφορούντες Τούρκοι Κρήτες ήσαν 25.000 σε όλο το νησί, εκ των οποίων οι 10.000 μπορούσαν να συγκροτηθούν σε εκστρατευτικό σώμα. Οι Τούρκοι Κρήτες υπερείχαν μεν αριθμητικώς αλλά υστερούσαν ποιοτικώς έναντι των Ελλήνων Κρητών, η πολεμική ψυχή των οποίων ήταν το αδάμαστο φρόνημα των Σφακιανών και των Ριζιτών.

     Ενδεικτικές τού συσχετισμού δυνάμεων στην Κρήτη ήσαν οι σποραδικές μάχες που έγιναν έξω από τα Χανιά μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στις 20-24 Δεκεμβρίου, όπου οι Έλληνες υπερίσχυσαν και οι Τούρκοι αναγκάσθηκαν να υποχωρήσουν στα Χανιά με περίπου 100 νεκρούς και τραυματίες.


2. Η Μάχη τής Κρήτης, 1822

Ενώ η Ρούμελη, ο προς βορράν προμαχώνας τής Πελοποννήσου, έγραφε χρυσές σελίδες στην Ελληνική Ιστορία το 1822 με τη συντριβή των Τούρκων στην Α΄ πολιορκία τού Μεσολογγίου (25 Οκτωβρίου - 31 Δεκεμβρίου 1822) και με την αποκοπή των γραμμών ανεφοδιασμού τής στρατιάς τού Δράμαλη από ξηράς στην ανατολική Ρούμελη (29 Ιουνίου 1822 - 28 Ιουλίου 1822), στην ίδια περίοδο η Κρήτη, το νότιο φυσικό (θαλάσσιο) φρούριο τής Πελοποννήσου και ο προς νότον κυματοθραύστης τής εμπόλεμης Ελλάδος, εφλέγετο απ’ άκρου εις άκρον. Τρείς ήπειροι επέπεσαν επί τής Κρήτης για να την κατασπαράξουν εκείνη την περίοδο: Η Ασία με τον σουλτανικό στόλο και τουρκικά ημιτακτικά στρατεύματα, η Αφρική με τον αιγυπτιοαγαρηνό στόλο και αφρικανικά τακτικάστρατεύματα, και η Ευρώπη με πολλά συμπράττοντα μεταφορικά πλοία υπό ευρωπαϊκή σημαία, με στρατεύματα Τουρκαλβανών, όπως επίσης και με Γάλλους μισθοφόρους εκπαιδευτές και αξιωματικούς των αφρικανικών στρατευμάτων. Από την Κρήτη επομένως ξεκίνησε η περιφερειακή κλιμάκωση τού Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας: Από την 28 Μαΐου 1822 οι Έλληνες τής Κρήτης πολεμούσαν κατά Τούρκων Κρητών, κατά Οθωμανών Ασιανών, κατά Αιγυπτίων και λοιπών Αφρικανών, κατά Τουρκαλβανών και κατά Γάλλων αξιωματικών. Ταυτόχρονα τη Μεγαλόνησο ορέγετο τότε και η θαλασσοκράτειρα Αγγλία λόγω τής μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας που είχε (από τότε) ο φυσικός λιμένας τής Σούδας.

     Συγκεκριμένα, ο Γάλλος συνταγματάρχης Joseph Balestra — ο γενναίος πρώην αρχηγός τού Τακτικού των Ελλήνων, που ματαίωσε την απόβαση τού Οθωμανικού Στόλου στην Καλαμάτα τον Αύγουστο τού 1821  αποβιβάσθηκε κατ’ εντολή τού Δ. Υψηλάντου στην Κρήτη (20 Μαρτίου 1822) προκειμένου να επαναδιατάξει την ελληνική στρατηγική στον μέχρι τότε νικηφόρο αλλά αλυσιτελή αγώνα των Κρητών. Ο Balestra θεωρούσε ότι ο αγώνας τους έπρεπε να επικεντρωθεί άμεσα στην κατάληψη μιας οχυρωμένης πόλεως, ώστε να αποκτήσει ένα στέρεο πολεμικό κέντρο ανεφοδιασμού, φυσικής στηρίξεως, στρατηγικού σχεδιασμού και διπλωματικής αναφοράς, όπως δηλαδή έκαναν οι Μωραΐτες, που το 1821 επικέντρωσαν τον αγώνα τους στην κατάληψη τής Τριπολιτσάς. Κατά τον πρώτο χρόνο των πολεμικών επιχειρήσεων (1821) ο μεν αγώνας των Κρητών είχε τη μορφή μίας αλληλουχίας επιδρομών και μαχών σε πολλαπλά μέτωπα, χωρίς όμως κύριο στρατηγικό στόχο, η δε επικοινωνία τής Μεγαλονήσου με τη Μητέρα Ελλάδα εγίνετο μέσω τού (απόκεντρου) Λουτρού στη νότια Κρήτη (Σφακιά), ενώ το στρατηγείο των Κρητών αποτελούσε μάλλον περιπατητική αρχή που άλλαζε συνεχώς τοποθεσία ανάλογα με την εκάστοτε γεωγραφική θέση των επιδραμόντων στρατευμάτων των Τούρκων.

     Ο Balestra προσδιόρισε το Ρέθυμνο ως το πλέον ενδεικνυόμενο πολεμικό κέντρο των εμπολέμων Ελλήνων στην Κρήτη: Το Ρέθυμνο κατείχε γεωγραφικώς κεντρική θέση μεταξύ Χανίων και Μεγάλου Κάστρου (Ηρακλείου), και επιπλέον δεν ήταν τόσο οχυρωμένο όσο το Μεγάλο Κάστρο (όπου έδρευε ο όγκος των τουρκικών στρατευμάτων) και επίσης δεν ήταν τόσο απομακρυσμένο από την Κάσσο όσο τα Χανιά (ήτοι η από θαλάσσης στήριξη τού Ρεθύμνου από τα πλοία των Κασσιωτών ήταν συγκριτικώς ευχερέστερη), ενώ ανατολικώς και δυτικώς προστατεύετο από δύσβατα στενά και ορεινούς όγκους, όπως τα στενά τού Γερανίου προς δυσμάς, οι ορεινοί όγκοι ανατολικά τού Μελιδονίου (τής επαρχίας Αυλοποτάμου) κ.τ.λ. Προς κατάληψη τού Ρεθύμνου, ο Έλληνας έπαρχος τής Κρήτης, Μιχαήλ Αφεντούλιεφ, διόρισε τον Balestra αρχηγό των ελληνικών στρατευμάτων στην επαρχία τής Ρεθύμνης. Σε αποφασιστική μάχη όμως που έγινε στον Κάστελλο (Ν.Δ. τού Ρεθύμνου) την 14Απριλίου 1822 μεταξύ ελληνικού στρατεύματος (4.000 άνδρες) υπό τον Balestra, και τουρκικών στρατευμάτων από το Ρέθυμνο (3.000 άνδρες) και το Μεγάλο Κάστρο (2.000 άνδρες) με υποστήριξη πυροβολικού, οι Έλληνες ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή. Οι Τούρκοι μάλιστα συνέλαβαν και αποκεφάλισαν τον ίδιο τον Balestra. Το σχέδιο τού Balestra ήταν εύλογο αλλά χρειάζετο έναν Κολοκοτρώνη για να το υλοποιήσει. Και τέτοιον ηγέτη η Κρήτη τότε δεν είχε.

     Εντούτοις μετά την ήττα τους στον Κάστελλο, οι Έλληνες τής Κρήτης δεν το έβαλαν κάτω. Σε μάχες μάλιστα που διεξήγαγαν κατά τον ίδιο μήνα, Απρίλιο 1822, στον Μυλοπόταμο (ανατολικώς τού Ρεθύμνου) και στο Αμάρι (Ν.Α. τού Ρεθύμνου), όπως επίσης και έξω από τα Χανιά, οι Έλληνες υπερίσχυσαν και όλοι οι Τούρκοι στην ύπαιθρο τής Κρήτης κατέφυγαν και αυτοεγκλείσθηκαν προς προστασία τους στις πόλεις και στα φρούρια. Δηλαδή από την Άνοιξη τού 1822 ο αγώνας των Ελλήνων είχε επεκταθεί σε όλη σχεδόν την Κρήτη, χωρίς όμως οι Έλληνες να έχουν κατορθώσει να καταλάβουν μία πόλη ή έστω ένα φρούριο μετά από ένα έτος ένοπλου αγώνα, παρότι είχαν πλέον θέσει υπό τον έλεγχό τους τα όρη και τις πεδιάδες δυτικώς τής Σητείας.

     Σε εκείνο το πλαίσιο, ο αγώνας στην Κρήτη είχε αχθεί σε αδιέξοδο την άνοιξη τού 1822: Οι (Μουσουλμάνοι) Τούρκοι στις πόλεις και οι (Χριστιανοί) Έλληνες Κρήτες στις επαρχίες αδυνατούσαν να καταβάλουν οι μεν τούς δε, διότι απλούστατα αδυνατούσαν να νικήσουν εαυτούς και αλλήλους, ήτοι τούς εκατέρωθεν αλλοθρήσκους (αν και εν πολλοίς εκατέρωθεν ελληνογλώσσους) ομογενείς τους. Και οι δύο παρατάξεις διεκρίνοντο για τη γενναιότητά τους στη μάχη, το αποτέλεσμα τής οποίας το καθόριζαν εκάστοτε μάλλον τυχαία περιστατικά και περιστασιακές συνθήκες παρά η υπεροχή σε ανδρεία τής μιας ή τής άλλης παράταξης. Μόνον οι Σφακιανοί υπερείχαν σε μαχητικότητα, αλλά η υπεροχή τους αντισταθμίζετο από τις οχυρώσεις των φρουρίων και των πόλεων τής νήσου, όπως επίσης και από το πυροβολικό των Τούρκων.

     Προς άρση τού τακτικού αδιεξόδου ο Σουλτάνος συνήψε συμφωνία με τον σατράπη Μεχμέτ Αλή Πασά τής Αιγύπτου: Η Αίγυπτος ανέλαβε να καταστείλει την “επανάσταση” στην Κρήτη, η οποία θα υπήγετο διοικητικώς στην Αίγυπτο και θα αποτελούσε το στρατηγικό έρεισμα τής Αιγύπτου στην Ευρώπη, και επιπλέον το μείζον αγκυροβόλιο τού πανίσχυρου Αιγυπτιακού Στόλου στο Αιγαίο, στο πλαίσιο των φιλοδοξιών τού Μεχμέτ Αλή να αναδείξει την Αίγυπτο σε θαλασσοκράτειρα τής κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου.

     Ο Αιγυπτιακός Στόλος με 100 πολεμικά και φορτηγά πλοία, υπό τον Χασάν Πασά, εισέπλευσε στο λιμάνι τής Σούδας την 28 Μαΐου 1822 και αποβίβασε εκστρατευτικό σώμα 5.000 ανδρών, εκ των οποίων 800 ιππείς, 2.000 εμπειροπόλεμοι Τουρκαλβανοί και 2.200 Αιγύπτιοι τακτικοί. Στη συνέχεια ο Χασάν Πασάς εξεστράτευσε προς την ανατολική Κρήτη, αφού προηγουμένως κατέλαβε αμαχητί και επανακατέκαυσε τη Θέρισσο και τούς Λάκκους (Ν.Δ. τής Σούδας). Στο Μεγάλο Κάστρο το στράτευμα τού Χασάν Πασά ενώθηκε με δυνάμεις των εκεί Τούρκων. Προ τής διογκωμένης στρατιάς τού Χασάν Πασά οι Λασιθιώτες (κάτοικοι τής ανατολικής Κρήτης) ψευδοπροσκύνησαν ενώ οι υπόλοιποι Κρήτες συνέχισαν να διεξάγουν σφοδρό ανταρτοπόλεμο, με συνεχείς μάχες εκ τού σποράδην κατά των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων οσάκις αυτά επέδραμαν στην επαρχία.

     Ενδεικτικώς, μετά τη νικηφόρα για τούς Έλληνες Ναυμαχία των Σπετσών (7-8 Σεπτεμβρίου 1822), ο σουλτανικός στόλος προσέπλευσε στη Σούδα υπό τον Καρά-Μεχμέτ Πασά την 15 Σεπτεμβρίου 1822, όπου απεβίβασε εκστρατευτικό σώμα 2.000 Τουρκαλβανών. Τον επόμενο μήνα (Οκτώβριο) επιπρόσθετες ενισχύσεις από 1.000 τακτικούς στρατιώτες διαμετακομίσθηκαν από την Αίγυπτο στην Κρήτη. Ούτε όμως και εκείνες οι ενισχύσεις πέτυχαν τίποτε το ουσιαστικό στη φλεγόμενη Μεγαλόνησο. Ο σουλτανικός στόλος μάλιστα επανεπιβίβασε τούς Τουρκαλβανούς του και εξέπλευσε άπρακτος προς το βόρειο Αιγαίο την 8 Οκτωβρίου 1822, ήτοι μετά από τρεις μόνο εβδομάδες παραμονής του στην Κρήτη.

     Παρά την κλιμάκωση τής Μάχης τής Κρήτης, από ελληνοτουρκικό πόλεμο σε περιφερειακό(πολυηπειρωτικό) πόλεμο, μόνον το Λασίθι είχε προσκυνήσει ενώ η υπόλοιπη Κρήτη εμάχετο μέχρι το τέλος εκείνου τού κρίσιμου έτους (1822) και καθ’ όλο το επόμενο έτος (1823). Δηλαδή το 1822, ενώ οι Σουλιώτες έδιναν τον επικό τους αγώνα αρχικά κατά τής στρατιάς τού Χουρσίντ Πασά στην Κιάφα τού Σουλίου και έπειτα μαζί με τούς Μεσολογγίτες κατά τού στρατεύματος τού Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά ή Κιουταχή, και ενώ οι Μωραΐτες πολεμούσαν κατά τής στρατιάς τού Μαχμούτ Πασά Δράμαλη,οι Έλληνες τής Κρήτης προμαχούσαν κατά τριών ηπείρων στις επάλξεις τού εθνικού αγώνα με μεγάλες θυσίες.

  1. Η Μάχη τής Κρήτης, 1823-1824

Επειδή το Λασίθι είχε εμφανώς ψευδοπροσκυνήσει και κατ' ουσίαν αρνείτο να τουρκέψει, ο Χασάν Πασάς διέταξε την ολοσχερή καταστροφή τού οροπεδίου τού Λασιθίου τον χειμώνα τού 1822-1823. Τότε 300 ένοπλοι Κρήτες και 1.700 γυναικόπαιδα εγκλείσθηκαν και οχυρώθηκαν σε σπήλαιο στο χωριό Μίλατος (στην περιοχή τού Μιραμπέλου στο Λασίθι, 45 χιλιόμετρα ανατολικώς τού Ηρακλείου), όπου οθωμανικό στράτευμα 5.000 ανδρών υπό τον Χουσεΐν Μπέη άρχισε να τούς πολιορκεί και κανονιοβολεί την 3 Φεβρουαρίου 1823 κατά διαταγή τού Χασάν Πασά. Μετά από δύο εβδομάδες πολιορκίας, κατά τη διάρκεια τής οποίας οι υπερασπιστές τού σπηλαίου απέκρουσαν αλλεπάλληλες εφόδους των Αγαρηνών, οι τελευταίοι άναψαν φωτιά στην είσοδό του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί αποπνικτική ατμόσφαιρα εντός τού σπηλαίου και να αναγκασθούν οι Έλληνες να παραδοθούν (15 Φεβρουαρίου 1823) υπό τις υποσχέσεις των πολιορκητών ότι δήθεν θα τούς χάριζαν τη ζωή εάν παρεδίδοντο αμαχητί. Επακολούθησε όργιο σφαγής: Όλοι οι παραδοθέντες άρρενες (πολεμιστές, γέροντες και 18 ιερείς) και όλα τα νήπια κατεσφάγησαν ή ποδοπατήθηκαν από το ιππικό. Τα γυναικόπαιδα προωθήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα τής Αφρικής. Εκείνη την αποφράδα ημέρα η ηρωϊκή Κρήτη μάτωσε από τη βάρβαρη χυδαιότητα τής αφρικανικής ηπείρου.

     Μετά όμως από λίγες μέρες, η Θεία Δίκη κατακεραύνωσε τον αρχηγό των Αγαρηνών για τα εγκλήματά του στο Λασίθι και στη Μίλατο: Επανερχόμενος με το στράτευμά του από το Λασίθι με σκοπό να θύσει και απολύσει τα χωριά τής πεδιάδας τής Μεσαράς (στη νότια Κρήτη), ο Χασάν Πασάς στρατοπέδευσε στο Καστέλι, όπου όμως το άλογό του αφηνίασε και τον έριξε κάτω με αποτέλεσμα τον ακαριαίο θάνατό του.

     Κατά την ίδια περίοδο, στην αρχή τού 1823, οι Έλληνες τής Κρήτης συγκέντωσαν μία ισχυρή δύναμη 5.000 ανδρών στις δυτικές επαρχίες τής Κρήτης, στην Κίσσαμο και στο Σέλινο, και περιόρισαν τούς Τούρκους εκείνων των επαρχιών στο Καστέλι (φρούριο) τής Κισσάμου και στην Κάνδανο αντίστοιχα, όπου και άρχισαν να τούς πολιορκούν. Μετά δε την Εθνοσυνέλευση τού Άστρους (30 Μαρτίου - 18 Απριλίου 1823) η εθνική κυβέρνηση των Ελλήνων, κατόπιν αιτήματος των Κρητών όρισε νέο αρμοστή τής Μεγαλονήσου τον Εμμανουήλ Τομπάζη, αδελφό τού Γιακουμάκη (Ιακώβου) Τομπάζη, πρώτου ναυάρχου τού Ελληνικού Στόλου. Ο Ε. Τομπάζης κατέπλευσε στην Κρήτη με στολίσκο οκτώ πλοίων, 1.200 άνδρες (Ρουμελιώτες, Μωραΐτες και νησιώτες) και πυροβολικό υπό τον Hastings (15 κανόνια).

     Το εκστρατευτικό σώμα τού Τομπάζη αποβιβάσθηκε αιφνιδιαστικά στη παραλία τού Δραπανιά (εντός τού κόλπου Κισσάμου, Β.Δ. τής Κρήτης) την 22 Μαΐου 1823 και άρχισε αμέσως την πολιορκία τού φρουρίου τής Κισσάμου. Υπό την απειλή σφοδρού βομβαρδισμού από το ελληνικό πυροβολικό, ο Τομπάζης μετά από τέσσερις μόνο μέρες (25 Μαΐου) έπεισε τούς Τούρκους τής Κισσάμου να τού παραδώσουν το φρούριο, και να διαμετακομισθούν διά θαλάσσης (επί ελληνικών πλοίων υπό Ιονική σημαία) ένοπλοι και σώοι στα Χανιά βάσει συνθήκης παράδοσης. Ως εκπρόσωπος τής εθνικής κυβέρνησης, ο Τομπάζης τήρησε απόλυτα τούς όρους τής συνθήκης και απόκτησε κύρος μεταξύ τόσον των Ελλήνων όσον και των Τούρκων. Το φρούριο τής Κισσάμου ήταν το πρώτο που κατέλαβαν οι Έλληνες στην Κρήτη μετά από ένοπλο αγώνα ενός έτους και χιλιάδες νεκρούς στα πεδία των μαχών και στον βωμό των οθωμανικών ωμοτήτων. Επιπλέον εκείνη η επιτυχία κατέστησε ευχερέστερη, ταχύτερη και οικονομικότερη την επικοινωνία μεταξύ τής Μεγαλονήσου και τού εθνικού κέντρου μέσω τού (Β.Δ.) κόλπου τής Κισσάμου, αντί τού Λουτρού (Σφακιά) στη νότια Κρήτη.

     Η στρατηγική τού Τομπάζη ήταν προφανής: Αφού οι Έλληνες δεν μπορούσαν να καταλάβουν μία πόλη στην Κρήτη, ούτως ή άλλως, θα έπρεπε τουλάχιστον να θέσουν άμεσα υπό τον απόλυτο έλεγχό τους μία περιφέρεια τής νήσου. Ως τέτοια επελέγη το δυτικότερο τμήμα τής Κρήτης (Κίσσαμος-Σέλινος) για προφανείς λόγους, όπως εγγύτητα με το εθνικό κέντρο, έλλειψη μεγάλου λιμένος που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τούς εχθρικούς στόλους για αιφνιδιασμό εκ των μετόπισθεν των Ελλήνων κ.τ.λ. Προς εκείνον τον στρατηγικό σκοπό ο Τομπάζης θεώρησε ότι προτεραιότητα είχε η άμεση εκκαθάριση των τουρκικών θυλάκων στις δυτικές επαρχίες τής Κρήτης έστω και με το τακτικό κόστος τής ενδυνάμωσης των τουρκικών στρατευμάτων στα Χανιά όπου κατέφυγαν ένοπλοιοι Τούρκοι εκείνων των επαρχιών.

     Στη συνέχεια, μετά από πέντε μέρες (30 Μαΐου 1823) το ελληνικό στράτευμα (5.500 άνδρες) υπό τον Τομπάζη εξεστράτευσε Ν.Α., στην επαρχία τής Σελίνου, και άρχισε να πολιορκεί την Κάνδανο. Ο Τομπάζης διέταξε τούς άνδρες του να καταλάβουν εξ εφόδου δύο προμαχώνες των Τούρκων έξω από το χωριό τής Κανδάνου. Η επίθεση τού πρώτου κύματος των (1.500) Ελλήνων αποκρούσθηκε από τούς Τούρκους που πολέμησαν υποδειγματικά και προξένησαν μεγάλες απώλειες στους Έλληνες: 110 νεκρούς και πολύ περισσότερους τραυματίες, έναντι μόνον 30 νεκρών Τούρκων. Επακολούθησαν έφοδοι των Ελλήνων που και αυτές απέτυχαν όλες, παρά τον κανονιοβολισμό των Τούρκων από μοίρα (4 κανόνια) τού ελληνικού πυροβολικού.

     Οι νίκες των Σελινιωτών Τούρκων δεν ήσαν τυχαίες: Οι Σελινιώτες διεκρίνοντο για τη γενναιότητά τους και ήσαν για τούς Τούρκους τής Κρήτης ότι ήσαν οι Σφακιανοί για τούς Έλληνες τής Μεγαλονήσου. Παρά τις νίκες τους όμως στους δύο προμαχώνες τους, οι Σελινιώτες πείσθηκαν από τον Τομπάζη να εγκαταλείψουν διά συνθήκης την Κάνδανο και να καταφύγουν στα Χανιά ένοπλοι, συν γυναιξί και τέκνοις, μαζί με τις κινητές περιουσίες και τα ζώα τους. Στην απόφαση των Σελινιωτών συνετέλεσαν συνδυαστικά τρεις παράγοντες: (α) η επιδημία που τούς θέριζε (πανώλη), 
την οποία είχαν μεταδώσει οι Αγαρηνοί στην Κρήτη, (β) οι ζημιές που είχαν υποστεί οι προμαχώνες τους από το ελληνικό πυροβολικό και η απειλή εναντίον τους από τα κανόνια τού Τομπάζη και (γ) η εμπιστοσύνη που είχαν στον Τομπάζη μετά την πολιτεία του στην παράδοση τής Κισσάμου.

     Δυστυχώς όμως πολλοί εντόπιοι Έλληνες, ειδικά οι Σφακιανοί, θεώρησαν ότι τούς είχε δοθεί μία μεγάλη ευκαιρία να εξοντώσουν τούς Σελινιώτες Τούρκους καθώς αυτοί θα πορεύοντο εν μέσω των δύσβατων ορεινών όγκων μεταξύ Κανδάνου και Χανίων, παρά τις έντονες αντιρρήσεις τού Τομπάζη ως εκπροσώπου τής Ελληνικής Κυβέρνησης. Ο Τομπάζης εσκέπτετο τον διεθνή αντίκτυπο που θα είχε σε βάρος τής εμπόλεμης Ελλάδος μία τέτοια παράσπονδη σφαγή, ενώ οι Έλληνες Κρήτες επιζητούσαν εκδίκηση για τη Σφαγή στη Μίλατο  που τότε είχε συγκλονίσει την Κρήτη απ’ άκρου εις άκρον  και επιπλέον επιδίωκαν να εξοντώσουν οριστικά τούς πλέον αξιόμαχους εχθρούς τους ώστε να μην τούς ξαναντιμετωπίσουν στο πεδίο τής μάχης. Ευτυχώς οι Τούρκοι των Χανίων ειδοποιήθηκαν για το φονοκτόνο σχέδιο των Ελλήνων Κρητών (ίσως από τον ίδιο τον Τομπάζη) και εξήλθαν πανστρατιά από τα Χανιά προς την Κάνδανο προκειμένου να προϋπαντήσουν και προστατεύσουν τούς Σελινιώτες. Το σχέδιο διασώσεως των Σελινιωτών πέτυχε εν μέρει μόνον: Σε ένα πέρασμα στον Σέμπρωνα (Β.Α. τής Κανδάνου προς τα Χανιά), οι Σφακιανοί έστησαν καρτέρι στο καραβάνι των Σελινιωτών το βράδυ 6-7 Ιουνίου 1823, προτού οι Σελινιώτες συνενωθούν με τούς προς αυτούς σπεύδοντες Τούρκους των Χανίων: Πολλοί πολεμιστές των Σελινιωτών φονεύθηκαν μαχόμενοι και πολλά γυναικόπαιδά τους εξανδραποδίσθηκαν από τούς Έλληνες εκείνη τη νύχτα, εν μέσω χάους, σφαγής και λεηλασίας.

     Επρόκειτο περί παρασπονδίας που καταβίβαζε όχι μόνον τούς Κρήτες αλλά και τη νηπιακή Ελληνική Πολιτεία στο βάρβαρο επίπεδο των Οσμανιδών. Επιπλέον επρόκειτο περί ανοσιουργήματος που δεν πέτυχε τον τακτικό του στόχο, αφού τελικά οι περισσότεροι Σελινιώτες διασώθηκαν και έφθασαν στα Χανιά, και επιπλέον είχε αρνητικό στρατηγικό αντίκτυπο σε βάρος των Ελλήνων, αφού φανάτισε με μίσος εναντίον τους τις βάρβαρες ορδές των Μουσουλμάνων, που από το 1822 κατέφθαναν διά τού Αιγυπτιακού Στόλου στην Κρήτη από όλα τα μέρη τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ειδικά από την Αφρική. Αυτό που δεν ήσαν σε θέση να κατανοήσουν οι δράστες εκείνης τής παρασπονδίας ήταν ότι όφειλαν εκ πατριωτικού καθήκοντος όχι μόνον να νικούν στα πεδία των μαχών αλλά και να πείθουν τη διεθνή κοινότητα για την ανθρωπιστική τους προδιάθεση έναντι των Μουσουλμάνων συντοπιτών τους: Καμμία Μεγάλη Δύναμη δεν θα συναινούσε στην ανεξαρτησία τής Κρήτης ή στην ενσωμάτωσή της σε μία ανεξάρτητη Ελλάδα, εάν προηγουμένως δεν επείθετο (πραγματικώς ή προσχηματικώς) ότι οι Έλληνες τής Κρήτης προσέφεραν επαρκή εχέγγυα για τη ζωή των 130.000 Τούρκων (44% τού πληθυσμού) τής Μεγαλονήσου. Επομένως με τη Σφαγή στη Μίλατο οι Οθωμανοί πέτυχαν έναν στρατηγικό τους στόχο που ανέκαθεν ήταν να παρασύρουν και καταβιβάσουν τούς αντιπάλους τους στο δικό τους βάρβαρο (Οσμανικό) επίπεδο ανάνδρων σφαγών, ανδραποδισμών και λεηλασιών, ώστε έτσι να φανατίζονται οι οθωμανικοί όχλοι από τούς ίδιους τούς εχθρούς (Έλληνες) τής αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

     Και πράγματι, ως Νέμεσις για την Ύβρι τής παρασπονδίας τής Κανδάνου από τούς Σφακιανούς, κατέπλευσε στην Κρήτη κατ’ εκείνο τον μήνα (Ιούνιος 1823) μεγάλος πολεμικός στόλος (43 πλοία) υπό τον ικανότατο Ismael Gibraltar, υποναύαρχο τού Αιγυπτιακού Στόλου  και καταστροφέα τού Γαλαξειδίου τον Σεπτέμβριο τού 1821  και αποβίβασε στα μεν Χανιά 300 Αγαρηνούς πυροβολητές και Γάλλους αξιωματικούς (μισθοφόρους) στο δε Μεγάλο Κάστρο 5.000 στρατιώτες. Μετά δε από ένα μήνα (Ιούλιο 1823) ο στόλος επανέπλευσε στην Κρήτη από την Αλεξάνδρεια και αποβίβασε τακτικό αιγυπτιακό στράτευμα 5.000 ακόμα στρατιωτών μαζί με τον νέο αρχηγό των Οθωμανών στην Κρήτη, τον Χουσεΐν Μπέη, αντικαταστάτη τού αποθανόντος Χασάν Πασά. Επομένως από το τέλος εκείνου τού μήνα οι Οθωμανοί μπορούσαν να συγκροτήσουν στην Κρήτη εκστρατευτικό σώμα 20.000 -25.000 στρατιωτών, εκ των οποίων οι 10.000 - 13.000 ήσαν Αγαρηνοί τακτικοί στρατιώτες.

     Τον επόμενο μήνα, 20 Αυγούστου 1823, στις Αμουργέλλες (νοτίως τού Ηρακλείου) διεξήχθηκε η πλέον καθοριστική μάχη τού αγώνα τής Κρήτης. Σύμμεικτο οθωμανικό στράτευμα από 10.000 επίλεκτους άνδρες (αγαρηνούς τακτικούς στρατιώτες, Τουρκαλβανούς και Τουρκοκρήτες) συγκρούσθηκε με επίσης επίλεκτο στράτευμα 3.000 Ελλήνων (2.000 υπό τον Σφακιανό Ρούσο Μπουρδουμπά και 1.000 υπό τον Τομπάζη). Η μάχη ήταν πολύωρη, αμφίρροπη και αιματηρή, με 300 Έλληνες και 600 Οθωμανούς νεκρούς στο πεδίο τής μάχης. Πολλαπλάσιοι ήσαν οι τραυματίες. Τελικά οι Έλληνες ηττήθηκαν και τράπηκαν σε φυγή αφού ένας στους τέσσερις σκοτώθηκε ή τραυματίσθηκε. Οι Έλληνες εξεπλάγησαν από την έκβαση τής μάχης διότι διεξήχθηκε σε ευνοϊκό γι’ αυτούς (ορεινό) έδαφος και ήσαν όλοι τους επίλεκτοι μαχητές. Αλλά τα τακτικά σώματα των Αιγυπτίων και λοιπών Αγαρηνών υπερείχαν όχι μόνον αριθμητικά αλλά και ποιοτικά από άποψη συντονισμού και πειθαρχίας. Η Κρήτη άρχιζε να συνθλίβεται κάτω από το βάρος των τριών ηπείρων.

     Στην Κρήτη άρχισε να επικρατεί αθυμία και πτώση ηθικού. Εντούτοις οι Κρήτες συνέχισαν τον άνισο αγώνα τους για αρκετούς μήνες ακόμη. Τον Οκτώβριο τού 1823 ο Χουσεΐν Μπέης εξεστράτευσε στον Μυλοπόταμο σαρώνοντας (λεηλατώντας, πυρπολώντας και καταστρέφοντας) όσα ελληνικά χωριά συναντούσε στον δρόμο του. Στο σπήλαιο Γεροντόσπηλιο τού Μελιδονίου (28 χιλιόμετρα ανατολικά τού Ρεθύμνου και σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το Μελιδόνι) εγκλείσθηκαν περισσότεροι από 400 Μελιδονίτες, μεταξύ των οποίων πολλά γυναικόπαιδα. Εκεί οι Μελιδονίτες έγραψαν μία από τις πλέον περίλαμπρες σελίδες στην Ελληνική Ιστορία: Αμύνθηκαν σθεναρά επί τρείς μήνες  παρότι ήσαν αποκλεισμένοι εντός τού σπηλαίου, κανονιοβολούντο, και πολιορκούντο από χιλιάδες Οθωμανούς  και απέκρουσαν όλες τις επιθέσεις και εφόδους των πολιορκητών τους. Τελικά οι Οθωμανοί άνοιξαν μία οπή στην οροφή τού σπηλαίου και από εκεί ανάφλεξαν και έρριξαν εύφλεκτες ύλες, άναψαν και φωτιά με άλλες εύφλεκτες ύλες στην είσοδο τού σπηλαίου, και με αυτή τη μέθοδο, βοηθούντος και τού ανέμου, θανάτωσαν όλους τούς πολιορκημένους από ασφυξία. Εκείνη η τραγωδία συνέβη την 24 Ιανουαρίου 1824. Ως ασιανοαφρικανική βαρβαρότητα και μέθοδος μαζικής φονοκτονίας, αποτέλεσε μετά από 120 χρόνια τερατώδη πηγή έμπνευσης για τούς Ναζί τής “πολιτισμένης” Ευρώπης κατά τον σχεδιασμό τής Τελικής Λύσεώς τους εναντίον των Εβραίων και τής Ανθρωπότητας.

     Στο μεταξύ, κατά τον προηγούμενο μήνα οι Έλληνες έκαναν μία τελευταία προσπάθεια να ανατρέψουν την αρνητική γι’ αυτούς έκβαση τής Μάχης τής Κρήτης. Τη νύχτα τής 11 Δεκεμβρίου 1823, ένα ελληνικό στράτευμα εκ 2.000 ανδρών αποπειράθηκε να καταλάβει το φρούριο επί τού νησιδίου στη Β.Δ. εσχατιά τής Κρήτης. Εκείνη η απόπειρα απέτυχε με σημαντικές απώλειες των Ελλήνων (60 νεκρούς).

     Μετά την ανθρωπιστική τραγωδία στο Μελιδόνι, ο Χουσεΐν Μπέης συνέχισε το καταστροφικό του έργο στον Αποκόρωνα (ανατολικά των Χανίων) τον Φεβρουάριο τού 1824 και τον επόμενο μήνα πάτησε τα Σφακιά. Τέλος την 12 Απριλίου 1824 κάλεσε τούς Έλληνες τής Κρήτης να προσκυνήσουν προκειμένου να διασώσουν τη ζωή και την περιουσία τους, όπως και έγινε με τη μεσολάβηση και υπό την εγγύηση τού υποπροξένου τής Αυστρίας. Ο Τομπάζης αναχώρησε για την Ελλάδα μαζί με το εκστρατευτικό του σώμα, όπως επίσης και με εκατοντάδες Κρήτες που αρνήθηκαν να προσκυνήσουν, και διαμετακομίσθηκαν όλοι με Υδραϊκά πλοία στη Μονεμβασιά. Τότε, τον Απρίλιο τού 1824, η Μάχη τής Κρήτης 1821-1824 έληξε κατ’ ουσίαν (μόνον λίγες ανταρτικές ομάδες κατέφυγαν στα όρη για αποσπασματική συνέχιση τού αγώνα) αφού πρώτα προσέφερε τεράστιο έργο στον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα τής εμπόλεμης Ελλάδος.

  1. Σημασία τής Μάχης τής Κρήτης, 1821-1824

Η συμβολή τής Κρήτης στον εθνοαπελευθερωτικό αγώνα τής εγειρομένης Ελλάδος κατέστη προφανής ήδη από το 1821: Με μεγάλες θυσίες, οι Κρήτες κράτησαν δεσμευμένο (εμπλεγμένο) στο νησί τους τουρκικό εκστρατευτικό σώμα 10.000 ανδρών, που διαφορετικά (σε περίπτωση που η Κρήτη προσκυνούσε) οι Οθωμανοί ίσως το εξακόντιζαν, με τη σύμπραξη τού Αιγυπτιακού Στόλου και ευρωπαϊκών μεταφορικών πλοίων, κατά των νησιών τού Αιγαίου ή και κατά τού Μωριά. Όπως δηλαδή η Ρούμελη αποτελούσε την ασπίδα τού Μωριά στον βορρά, έτσι και η Κρήτη συνιστούσε τη στρατηγική ασπίδα ή το “φυσικό τείχος” τού Αιγαίου και τού Μωριά στον νότο.

     Συγκεκριμένα, ο πολέμαρχος Κολοκοτρώνης πολεμούσε εναντίον εκστρατευτικού σώματος μόνον 8.000 Τούρκων στην Τριπολιτσά το 1821 (στις μάχες στο Βαλτέτσι, Δολιανά-Βέρβενα, Γράνα Τριπολιτσάς κ.τ.λ.), και όχι εναντίον πολλαπλασίων εχθρικών δυνάμεων (θεωρητικώς μέχρι 44.000 Τούρκων στρατιωτών) λόγω τής ιδιοφυούς στρατηγικής τής Φιλικής Εταιρείας που μεθόδευσε αριστοτεχνικά την ταυτόχρονη έκρηξη τού πολέμου σε πολλά και γεωγραφικά διεσπαρμένα σημεία στον Ελλαδικό (ηπειρωτικό και νησιωτικό) χώρο. Εάν η Ρούμελη, η Μαγνησία, η Μακεδονία, η Κρήτη και τα πέντε εμπόλεμα νησιά (Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά, Σάμος και Κάσσος) δεν συμμετείχαν στον πόλεμο αμέσως από την αρχή τού αγώνα, τότε ο Κολοκοτρώνης θα είχε να αντιμετωπίσει στην Τριπολιτσά επιπρόσθετες τουρκικές δυνάμεις τουλάχιστον 36.000 ανδρών, ήτοι τετραπλάσιες από αυτές που τελικά αντιμετώπισε (8.000-9.000): τις δυνάμεις τού Μπεϋράν Πασάαπό τη Μακεδονία-Θεσσαλία (8.000), τού Κιοσέ Μεχμέτ Πασά από την Ρούμελη (5.000), τού Ομέρ Πασά Βρυώνη επίσης από τη Ρούμελη (2.000), τις εμπλεγμένες τουρκικές δυνάμεις επιτηρήσεως στη Μαγνησία, Θεσσαλονίκη και Χαλκιδική (3.000), το εκστρατευτικό σώμα τής Κρήτης (10.000) και τα ασιατικά εκστρατευτικά σώματα (8.000) που ενδεχομένως να μεταφέροντο τότε ασφαλώς από τον Τουρκικό Στόλο στον Μωριά. Επομένως σε τέτοια υποθετική περίπτωση οι Μωραΐτες θα πολεμούσαν κατά εκστρατευτικού σώματος μέχρι (8.000 + 36.000 =) 44.000 Τούρκων το 1821.

     Σε γεωστρατηγικό επίπεδο, η Μεγαλόνησος ενέπλεξε στόλους και στρατεύματα από τρεις ηπείρους αδιαλείπτως επί τριετία, μέχρις ότου δηλαδή ιδρυθεί και σταθεροποιηθεί η Ελληνική Πολιτεία απερίσπαστη από στρατιωτικές επιβουλές από τον νότο (Αφρική). Επίσης καθυστέρησε επί τουλάχιστον ένα χρόνο την απόβαση τής στρατιάς τού Ιμπραήμ στον Μωριά, αφού από τότε που Αιγυπτιακά στρατεύματα πρωτοαποβιβάσθηκαν στην Κρήτη (28 Μαΐου 1822) μέχρι τη λήξη τής Μάχης τής Κρήτης (12 Απριλίου 1824) πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια  παρενθετικώς, είναι αξιοσημείωτο ότι τον ίδιο ρόλο διεδραμάτισε η Κρήτη, όπως και η Ελλάδα, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν καθυστέρησαν την εισβολή τής Γερμανίας στη Ρωσία για δύο μήνες, οι οποίοι συνέβαλαν καθοριστικά στη θετική έκβαση τού πολέμου υπέρ τής Ρωσίας και τής Ανθρωπότητας.

     Η καθυστέρηση τής εκστρατείας τού Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (μέχρι ότου οι Αιγυπτιοαφρικανοί και οι άλλοι Οθωμανοί να καθυποτάξουν την Κρήτη) ήταν κρίσιμη για την έκβαση τού Πολέμου τής Ελληνικής Ανεξαρτησίας, διότι όταν τα αφρικανικά στρατεύματα αποβιβάσθηκαν στην Πελοπόννησο (12 Φεβρουαρίου 1825), τότε η Ελληνική Κυβέρνηση είχε ήδη αναγνωρισθεί από την Αγγλία (7 Νοεμβρίου 1824), το δεύτερο ομολογιακό δάνειο τής Ελληνικής Πολιτείας από την Αγγλία εκ 2.000.000 λιρών είχε ήδη συναφθεί και διασφαλισθεί (26 Ιανουαρίου 1825), ενώ η Ιερά Συμμαχία ήδη κατέρρεε (1824-1825), ήτοι ο γεωστρατηγικός κύβος είχε τότε πλέον ριφθεί οριστικά υπέρ τής εγερθείσης Ελλάδος.

     Πέραν όμως από αυτά, η Μάχη τής Κρήτης προσέφερε και δύο άλλες ανεκτίμητες υπηρεσίες στο έθνος:

  1. Έγκαιρη στρατιωτική πληροφόρηση. Με τούς αγώνες της η Κρήτη προσέφερε στην Ελληνική Κυβέρνηση έγκαιρη πληροφόρηση περί τής υπεροχής των τακτικών στρατευμάτων τής Αιγύπτου έναντι των ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων τής Ελλάδος. Από τότε που οι Έλληνες τής Κρήτης ηττήθηκαν από τα αγαρηνά στρατεύματα στις Αμουργέλλες (20 Αυγούστου 1823), μέχρι την απόβαση τού Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο μεσολάβησαν 18 μήνες. Στις Αμουργέλλες συγκρούσθηκαν για πρώτη φορά τακτικά στρατεύματα Αγαρηνών με άτακτα σώματα Μωραϊτών και Ρουμελιωτών (υπό τον Τομπάζη), και εκεί, υπό συνθήκες πραγματικής μάχης, αναδείχθηκε για πρώτη φορά και εξ αντικειμένου η υπεροχή των τακτικών έναντι των ατάκτων στρατιωτικών σωμάτων. Ενάμισυ χρόνος ήταν μία επαρκέστατη περίοδος για να προετοιμασθούν οι Έλληνες ώστε να αντιμετωπίσουν τον τότε διαφαινόμενο κίνδυνο συγκροτώντας ένα τακτικό στράτευμα τουλάχιστον 5.000 ανδρών: Προς τούτο η Ελληνική Κυβέρνηση είχε και την επιτελική πληροφόρηση (από τούς Κρήτες μέσω τού Τομπάζη), και τον κατάλληλο ηγέτη τού Τακτικού (Δ. Υψηλάντη), και εμπειροπόλεμους αξιωματικούς (Φιλέλληνες) και τούς πρώτους πυρήνες τακτικών στρατιωτών (Κυδωνιείς πρόσφυγες και Επτανησίους), και επαρκή οικονομικά μέσα (δάνεια από αγγλικές τράπεζες και δωρεές από Φιλελληνικές εταιρείες).

     Η Ελληνική Κυβέρνηση επομένως μπορούσε να αναπτύξει το δικό της ιδιαίτερο δόγμα πολέμου που θα συνδύαζε το Τακτικό, ως ισχυρό και αυτόνομο σώμα, με τις εμπειροπόλεμες άτακτες δυνάμεις των Ελλήνων στο πλαίσιο τής ιδιαίτερης μορφολογίας τού ελληνικού γεωφυσικού χώρου  όπως κατέδειξε η έκβαση τής Μάχης στους Μύλους τής Αργολίδας, όπου Έλληνες άτακτοι υπό τον Μακρυγιάννη και τακτικοί υπό τον Δ. Υψηλάντη νίκησαν από κοινού τακτικό σώμα τού Ιμπραήμ (13 Ιουλίου 1825). Ο Μαυροκορδάτος κατανόησε τα μαθήματα που δίδαξε ηΚρήτη. Εντούτοις παρά τις προσπάθειες τού Μαυροκορδάτου, διάφορα μικροσυμφέροντα (αντιδράσεις οπλαρχηγών, όπως επίσης και πολιτικών πατρόνων τους όπως ο Ι. Κωλέττης) δεν επέτρεψαν την έγκαιρη αξιοποίηση τού όγκου των στρατιωτικών πληροφοριών που μετέδωσε στο εθνικό κέντρο η Κρήτη. Αυτό όμως αποτελεί σφάλμα (ή εγκληματική αμέλεια) τής Ελληνικής Κυβέρνησης και όχι τής Κρήτης, η οποία έκανε στο ακέραιο το καθήκον της όχι μόνον ως ο νότιος προμαχώνας τής Ελλάδος, αλλά και ως πεδίο συλλογής στρατιωτικών πληροφοριών: Συνοπτικά η Μάχη τής Κρήτης 1821-1824 διεδραμάτισε τακτικό ρόλο ανασχέσεως καιαναγνωρίσεως τού εχθρού, όπως επίσης και ρόλο εγκαίρου προειδοποιήσεως τού εμπολέμου έθνους των Ελλήνων.

  1. Γεωπολιτική αφύπνιση των Μεγάλων Δυνάμεων. Η εμπλοκή των αφρικανικών στόλων τής Αιγύπτου και τής Βαρβαρίας (Λιβύης, Τυνησίας και Αλγερίας) εναντίον των Ελλήνων στο Αιγαίο και στο Ιόνιο, σε συνδυασμό με την εισβολή αιγυπτιακώντακτικών στρατευμάτων (16.000άνδρες) στην Κρήτη το 1822-1823 εξερέθισε τα γεωστρατηγικά αντανακλαστικά τής Αγγλίας: Η Αίγυπτος, υπό την ηγεσία τού Τουρκαλβανού Μεχμέτ Αλή Πασά, εξελίσσετο σε κυρίαρχη δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο και απειλούσε ζωτικά αποικιακά συμφέροντα τής Βρεταννίας, το κυριότερο εκ των οποίων ήταν ο ναυτικός έλεγχος τής Μεσογείου προς διασφάλιση τής ταχείας επικοινωνίας μεταξύ τού κέντρου τής Βρετανικής Αυτοκρατορίας και τής μεγαλύτερης αποικίας της, ήτοι μεταξύ τής Αγγλίας και τής Ινδίας.

         Ως αποτέλεσμα, η Αγγλία άρχισε να μεταστρέφεται υπέρ των Ελλήνων από τον Ιούνιο τού 1822, όταν υπουργός εξωτερικών της ήταν ακόμη ο Kάστλρει, ο Λόρδος τού Londonderry  ήτοι πριντον διαδεχθεί ο George Canning στην ηγεσία τού υπουργείου εξωτερικών. Στη φιλελληνική μεταστροφή τής Αγγλίας συνετέλεσαν συνδυαστικά δύο μείζονα συμβάντα, που συνέπεσαν χρονικά: Η Καταστροφή τής Χίου (Απρίλιος-Ιούνιος 1822) και η πρώτη αποβίβαση αιγυπτιακών στρατευμάτων στη Σούδα (28 Μαΐου 1822). Τότε το υπουργείο εξωτερικών τής Αγγλίας συνειδητοποίησε ότι η πολιτική τής δυσμενούς ουδετερότητάς του έναντι των Ελλήνων ήταν επιεικώς παράλογη: Οι επικές ναυμαχίες τού Ελληνικού Στόλου και οι αιματηρές μάχες των Ελλήνων στην Κρήτη κατά των Αφρικανών εισβολέων συνιστούσαν πολεμικές ενέργειες υπέρ τής Αγγλίας, αφού συνέβαλαν εξ αντικειμένου στην ανάσχεση ή περιστολή τής επέκτασης των Αιγυπτίων στην ευρύτερη περιοχή τής ανατολικής Μεσογείου.

         Γενικώς, η εμπλοκή αφρικανικών στόλων εναντίον των Ελλήνων είχε ήδη αρχίσει το 1821: τον Ιούλιο 1821 στο Αιγαίο (στην νικηφόρα για τούς Έλληνες Α΄ Μάχη τής Σάμου), και τον Σεπτέμβριο 1821 στο Ιόνιο και στον Κορινθιακό (στην Καταστροφή τού Γαλαξειδίου από τον στόλο τού Ismael Gibraltar). Αλλά η Καταστροφή τής Χίου και η εισβολή των Αιγυπτίων στην Κρήτη ήταν τα δύο συμβάντα που συνδυαστικώς “ξεχείλισαν το ποτήρι” τής αγγλικής εξωτερικής πολιτικής εναντίον τής Αιγύπτου.

         Επιπλέον η Ρωσία αναθεώρησε την πολιτική της έναντι τής Ιεράς Συμμαχίας μετά τη μαζικήεισβολή αιγυπτιακών στρατευμάτων στην Κρήτη τον Ιούνιο-Ιούλιο 1823. Ο Τσάρος Αλέξανδρος Α΄συνειδητοποίησε τον πανισλαμικό κίνδυνο που απειλούσε από τον νότο την Ελλάδα τότε, και τις νότιες ασιατικές περιοχές τής Ρωσίας στο μέλλον. Το πόσο σημαντική παράμετρος ήταν τότε (και είναι έκτοτε) ο πανισλαμικός κίνδυνος για την εξωτερική πολιτική τής Ρωσίας, καταδείχθηκε από την ένοπλη επέμβασή της στην Κωνσταντινούπολη το 1832 προς διάσωση τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά τη συντριβή των σουλτανικών στρατευμάτων από τον Αιγυπτιακό Στρατό υπό τον Ιμπραήμ στο Ικόνιο το 1832: Η θρησκευτικά μετριοπαθής Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε τότε  όπως και η Τουρκία σήμερα  τη γεωστρατηγικώς παρεμβαλλόμενη επικράτεια (buffer state) μεταξύ τής αχανούς ρωσικής επικρατείας προς βορράν και τού Ισλαμικού ριζοσπαστισμού (Jihad) νοτίως τής Ανατολίας.

         Επιπλέον η Γαλλία διαπίστωσε το 1823 ότι η αντιαγγλική πολιτική της στη Μεσόγειο την είχε οδηγήσει σε ένα παράλογο αδιέξοδο, δηλαδή σε μία φιλοαιγυπτιακή πολιτική, που κατέστη στη συνέχεια ανθελληνική (ειδικά μετά τη μαζική εισβολή των Αγαρηνών στην Κρήτη) και συνεπώς αντιευρωπαϊκή, ήτοι αντιγαλλική. Ειδικότερα, προς απομείωση ή έστω διαμφισβήτηση τής αγγλικής θαλασσοκρατίας στη Μεσόγειο στη μεταναπολεόντεια εποχή, μισθοφόροι αξιωματικοί τής Γαλλίας, οργάνωναν, εκπαίδευαν ή και στελέχωναν τον πολεμικό στόλο και τον τακτικό στρατό τής Αιγύπτου, με την ανοχή τής Γαλλικής Αυλής. Έτσι οι Έλληνες, προκειμένου να απελευθερωθούν, εξαναγκάσθηκαν να πολεμούν έμμεσα κατά τής Γαλλίας (ήτοι κατά γαλλοεκπαιδευμένων Αιγυπτίων) και άμεσα υπέρ των αποικιακών συμφερόντων τής Αγγλίας. Δεν αποτελεί επομένως αίνιγμα το γιατί η (θαλασσοκράτειρα) Αγγλία προηγήθηκε κατά πολύ τής (μεταναπολεοντείου) Γαλλίας όσον αφορά στη μεταστροφή της υπέρ των εμπολέμων Ελλήνων.

           Αλλά και όλοι οι Ευρωπαίοι ηγεμόνες, ακόμη και πολλοί ανθέλληνες, όπως ο Metternich τής Αυστρίας, διαπίστωναν ότι από την Κρήτη άρχισε μία τερατώδης αντίστροφη “σταυροφορία” εναντίον τής Ευρώπης: Τακτικά στρατεύματα από τη Μέση Ανατολή εξεστράτευαν προς τα βορειοδυτικά, σε ευρωπαϊκό έδαφος, και έσφαζαν και ανδραπόδιζαν Χριστιανούς. Ενδεικτικά, ο Πάπας Pius VII είχε ήδη γίνει ένθερμος φιλλέληνας από το 1822  όταν διαπίστωσε ότι ο ελληνικός Αγώνας τής Ανεξαρτησίας εξελίσσετο σε Χριστιανικό Ζήτημα μετά την εισβολή Αφρικανών (Ισλαμιστών) στην Κρήτη τον Μάιο τού 1822  και προσπάθησε τότε, αν και αλυσιτελώς, να συνδράμει τούς Έλληνες στις διπλωματικές τους μάχες στο συνέδριο τής Ιεράς Συμμαχίας στη Verona (1822).

Πέρα όμως από τα παραπάνω, η συμβολή τής Μεγαλονήσου στην απελευθέρωση τής Ελλάδος καθίσταται ακόμη περισσότερο ευκλεής εάν αναλογισθούμε ένα ιδιότυπο περιορισμό υπό τον οποίο διεξήχθηκε η Μάχη τής Κρήτης 1821-1824: Οι Έλληνες τής Κρήτης πολεμούσαν στο πλευρό τής εμπολέμου Ελλάδος όχι μόνο με ηρωισμό κατά τριών ηπείρων αλλά και με στρατηγική σωφροσύνη, ήτοι με τρόπο που διατηρούσε την οριακή πληθυσμιακή υπεροχή τους (56%) στη Μεγαλόνησο. Προφανώς ο αγώνας των Ελλήνων Κρητών δεν θα είχε κανένα νόημα εάν οι απώλειές τους ήσαν τόσες (ήτοι περισσότερες από 30.000 θύματα) που θα τούς μετέτρεπαν σε μειονότητα. Υπό εκείνον τον δημογραφικό περιορισμό, οι Έλληνες Κρήτες κατέθεσαν τα όπλα μόνον όταν η συνέχιση τού ένοπλου αγώνα θα έθετε σε κίνδυνο την πληθυσμιακή υπεροχή τους, και μόνον αφού προηγουμένως οι υπερβατικές τους θυσίες συνέβαλαν καθοριστικά αφενός στην προάσπιση και σταθεροποίηση τής Ελληνικής Πολιτείας στην κρίσιμη περίοδο 1821-1824 και αφετέρου στη μεταστροφή των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ τής εμπολέμου Ελλάδος από το 1823.

     Επιγραμματικά, ο ένοπλος επικός αγώνας της Μεγαλονήσου το 1821-1824 ήταν ταυτόχρονα ιδεαλιστικός, γεωπολιτικός, πραγματιστικός και υπερβατικός: ιδεαλιστικός σε εθνικό παλιγγενεσιακό επίπεδο, γεωπολιτικός σε τριηπειρωτικό επίπεδο, πραγματιστικός σε δημογραφικό επίπεδο και υπερβατικός σε επίπεδο ηρωϊκής αυταπάρνησης, υλικών καταστροφών και ανθρωπίνων θυσιών.