Στους φόβους των επενδυτών για νέα κρίση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ελλάδας και της Ιταλίας, αναφέρεται άρθρο της γερμανικής εφημερίδας Handelsblatt.
Ανάλογες είναι οι συνθήκες στην Ιταλία, στην οποία, σύμφωνα με το δημοσίευμα, από τα μέσα Μαΐου σημειώθηκαν απώλειες 37 δισ. ευρώ για όσους επένδυσαν σε μετοχές ιταλικών τραπεζών στο χρηματιστήριο του Μιλάνου.
«Σύμπτωμα δυο διαφορετικών αιτιών»
«Οι απώλειες στην Ελλάδα και την Ιταλία αποτελεί σύμπτωμα δύο διαφορετικών αιτιών» τονίζει η Handelsblatt και εξηγεί ότι στην Ελλάδα οι τράπεζες προσπαθούν να απαλλαγούν από το τεράστιο βάρος των «κόκκινων» δανείων ενώ στην Ιταλία η επιθετική πολιτική της κυβέρνησης στον προϋπολογισμό προκαλεί πίεση στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. «Μαζί, αυτά, τροφοδοτούν τον φόβο νέας τραπεζικής κρίσης στη νότια Ευρώπη» επισημαίνει.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τις ελληνικές τράπεζες είναι ο πιστωτικός κίνδυνος. Τα δάνεια που δεν εξυπηρετούνται ή θεωρείται ότι βρίσκονται μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο φτάνουν τα 88,6 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας περίπου στο 48% του συνόλου των δανείων ή περίπου το 50% του ελληνικού ΑΕΠ. Αυτό δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της οκταετούς ύφεσης. Η απροσεξία με την οποία οι ελληνικές τράπεζες δάνειζαν σε καταναλωτές με αμφίβολη φερεγγυότητα – ανάμεσά τους πολιτικά κόμματα και μέσα ενημέρωσης – πλέον τις τιμωρεί. Τα περισσότερα από αυτά τα δάνεια θα πρέπει να διαγραφούν», υπογραμμίζει η Handelsblatt.
Η γερμανική εφημερίδα σημειώνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμευθεί να μειώσουν τα «προβληματικά» δάνεια σε 88,3 δισ. ευρώ έως τα τέλη του 2018 και σε 64,6 δισ. ευρώ την επόμενη χρονιά, κάτι που αντιστοιχεί σε περίπου 35%.
«Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από οικονομικούς κύκλους, τα θεσμικά όργανα θέλουν τώρα να επιταχύνουν με πιο επιθετικό τρόπο τη μείωση των πιστωτικών κινδύνων», αναφέρει το άρθρο, προσθέτοντας πως «θέλουν να προτείνουν στην ΕΚΤ τη μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 60% έως το 2021, σε 35-40 δισ. ευρώ… ».
«Προβληματισμένοι οι επενδυτές»
Υπενθυμίζει επίσης ότι κατά τη διάρκεια της κρίσης, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν ήδη ανακεφαλαιοποιηθεί τρεις φορές, πιο πρόσφατα στα τέλη του 2015. Οι επανειλημμένες εισφορές κεφαλαίου θα επιδεινώσουν περαιτέρω τις μετοχές των υφιστάμενων μετόχων. Από την τελευταία αύξηση κεφαλαίου, ο δείκτης τραπεζών της Αθήνας έχει ήδη χάσει περίπου το 60%.
Η ελληνική κυβέρνηση εργάζεται ήδη σε ένα σχέδιο ανακούφισης για τις τράπεζες. Οι επενδυτές εξακολουθούν να είναι προβληματισμένοι, επειδή μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει γνωστές οι λεπτομέρειες.
Είναι σαφές ότι, σύμφωνα με τους νέους αυστηρότερους κανονισμούς της ΕΕ, δεν υπάρχει πλέον μια bad bank που θα χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση και θα αγοράζει επισφαλή δάνεια από τράπεζες, συνεχίζει το δημοσίευμα, προσθέτοντας ότι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας έχει πλάνο παρόμοιο με εκείνο που βοήθησε τις ιταλικές τράπεζες, των οποίων τα κόκκινα δάνεια ανέρχονταν στα τέλη του 2017 σε 86 δισ. ευρώ και τώρα είναι μόνο 40 δισ. ευρώ.
Οσο για την Ιταλία, ο κυβερνητικός συνασπισμός βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τις Βρυξέλλες, καθώς θέλει να χρηματοδοτήσει τις δαπανηρές προεκλογικές υποσχέσεις του, κάτι που μπορεί να έχει αρνητικές συνέπειες στις τράπεζες της χώρας, τονίζεται στο άρθρο.