Ο αείμνηστος πατήρ Φιλόθεος Ζερβάκος, ηγούμενος τότε, γιά 50 περίπου χρόνια στό ιστορικό μοναστήρι Λογγοβάρδας στήν Πάρο, στό βιβλίο του «Πόλεμος κατά τής βλασφημίας» σημειώνει κάποια συνταρακτικά περιστατικά τά οποία νομίζουμε ότι αξίζουν γιά μία ευρύτερη δημοσιότητα.
Η περίπτωση του Γιώργου
Γράφει σχετικά ο Γέροντας:Κατά τό έτος 1924, είς τήν αρχή τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθήμενος είς τό κελλίον μου καί μελετών, άκουσα γοερές κραυγές. Σκύβοντας από τό παράθυρό μου, είδα στό προαύλιο τής Μονής ένα νέο φορτωμένο επάνω σ΄ ένα γαϊδουράκι. Τόν βάσταζαν δύο άνθρωποι, οί οποίοι αφού τόν κατέβασαν από τό υποζύγιο, κρατώντας τον από τά χέρια τόν οδήγησαν πρός τόν Iερόν Nαόν τής Μονής. Κατέβηκα κι΄ εγώ στήν εκκλησία, γιά νά πληροφορηθώ τί συμβαίνει.
Είδα τό παιδί αυτό, πεσμένο στήν πόρτα τού ναού, εντελώς παραμορφωμένο στό πρόσωπο. Όλο του τό σώμα, χέρια πόδια, στόμα, μύτη, είχαν στρεβλωθεί, σέ μία αλλόκοτη, τερατώδη, καί δαιμονική έκφραση. Είδα ότι ήταν καί τυφλός…
Αυτοί πού τόν συνόδευαν μπήκαν μέσα καί προσκύνησαν τίς εικόνες. Ήταν, όπως έμαθα, ό πατέρας του καί ένας εξάδελφός του.
Ξαφνικά βλέπω αυ τόν τόν νεαρό, νά σέρνεται σάν φίδι μέσα στήν Εκκλησία, καί αφού έφθασε στήν μέση γονατιστός, στάθηκε μπροστά στίς άγιες εικόνες καί άρχισε νά βλαστημάει τόν Χριστό…
Τόν πλησίασα αγανακτισμένος γιά τήν ασέβειά του καί χαστουκίζοντάς τον δυνατά, τού είπα:
«Ασεβέστατε! Καί μέσα στήν εκκλησία τολμάς νά βλαστημάς τόν Θεό;»
Μαζεύτηκε, καί είπε, » Κύριε ελέησον! «
Ρώτησα τόν πατέρα του πώς τό έπαθε, καί μού είπε, ότι o Γιώργος από μικρό παιδί βλαστημούσε…
» Χθές τό πρωϊ, μού είπε, τού φύγανε τά πρόβατα καί μπήκαν σέ ένα χωράφι σπαρμένο. Πήγε νά τά μαζέψει βλαστημώντας τουλάχιστον 10-15 φορές τήν Παναγία. Ενώ πλησίαζε στό χωράφι βλασφημώντας συνέχεια, έπεσε κάτω, τυφλώθηκε, καί μεταμορφώθηκε ή όψι του σε αυτή τήν τερατώδη κατάσταση. Τόν φέραμε στή Μονή, είπε, νά τού κάνετε αγιασμό, παρακλήσεις, καί ότι άλλο χρειάζεται…»
Τού κάναμε πράγματι όλα αυτά, τού διαβάσαμε καί εξορκισμούς, αλλά αυτό ό βέβηλος δέν σταμάτησε νά βλαστημάει. Μετά από λίγες μέρες μέ φώναξε ό υπηρέτης τής Μονής πού βοηθούσε τόν νεαρό καί τόν τάϊζε καί μού είπε,
– Ελα νά ιδής τόν πάσχοντα. Τού κόπηκε ή γλώσσα καί δέν μπορεί ούτε νερό νά πιεί…
» Πήγα, καί έφριξα μέ ότι είδα. Ή γλώσσα του, αυτή πού συνεχώς βλαστημούσε, ήταν κομμένη καί ξεριζωμένη, σφηνωμένη εντελώς στόν λάρυγγα.
Τήν άλλη μέρα, διηγείται ό π. Φιλόθεος Ζερβάκος, έφυγα γιά νά πάω στήν Νάξο. Όταν γύρισα, ρώτησα σχετικά τούς πατέρες καί μού είπαν.
«Πέθανε εδώ καί δυό μέρες.
Ό πατέρας του είχε πάει στό χωριό γιά νά φέρει καθαρά ρούχα γιά τήν ταφή, καί ο υπηρέτης είχε πάει σπίτι του. Τήν νύκτα τού θανάτου του, ακούγαμε στό μοναστήρι χορούς, φασαρίες, καί τραγούδια…
Είσαι «δικός μας» τώρα
Ξυπνήσαμε όλοι, νομίζοντας ότι τραγουδούσαν καί χόρευαν οί υπηρέτες τής Μονής. Ό πατήρ Σάββας μάλιστα, πήρε τό ραβδί του γιά νά πάει νά τούς διώξει. Ανοίγοντας τό παράθυρό, τρείς ή ώρα τήν νύκτα, άκουσε φωνές στό σκοτάδι πού έλεγαν δυνατά,
» Γιώργο! Γιώργο! Έλα δώ, πού πάς νά φύγεις! Είσαι δικός μας τώρα…»
Αφού παύσανε αυτοί, ακούστηκαν άλλες φωνές απέναντι από τό μέρος τών τραγουδιών…
«Βρέ, ελάτε εδώ, μή φοβάστε, τόν πήραμε εμείς τόν Γιώργο!».
Ο πατήρ Σάββας έντρομος τότε, από τίς φωνές τών δαιμόνων, πού τραβούσαν μαζί τους τήν ψυχή τού βλασφήμου, άρχισε νά προσεύχεται στόν Χριστό καί στήν Παναγία ζητώντας βοήθεια. Πράγματι σταμάτησαν οί φωνές καί οί δαίμονες έγιναν άφαντοι. Όταν μετά από λίγο κατέβηκε καί πήγε στό δωμάτιο τού παιδιού, τό βρήκε πεθαμένο καί ριγμένο μέ δύναμι, έξω από τό σπίτι…
Φόβος καί τρόμος μάς κατέλαβε όλους, γράφει ό πατήρ Φιλόθεος.
Καί συνεχίζει…
«Τί φαντάζεσθε εσείς οί βλάσφημοι; Επειδή βλέπετε ότι ό Θεός αργεί νά σάς παιδεύσει, νομίζετε ότι θά αποφύγετε καί τήν τιμωρία;
Εάν νομίζετε ότι ό Θεός δέν σάς βλέπει, δέν σάς ακούει, καί γι΄αυτό δέν σάς τιμωρεί τήν ώρα πού τόν βλαστημάτε, πλανάσθε ταλαίπωροι.
Εάν τήν ευσπλαχνία καί μακροθυμία τού Θεού πού από αγάπη σάς κάνει γιά νά μή κολασθείτε αιώνια, τήν θεωρείτε αδυναμία, τότε αληθινά αλλοίμονό σας…
Επεσαν τα μάτια του σαν κουμπιά επάνω στο τραπέζι
Συνεχίζει ό π. Φιλόθεος.
«Γύρω στά 1921 μετέβαινα ατμοπλοϊκώς στόν Βόλο, πρός επίσκεψη πνευματικών μου αδελφών. Μεταξύ τών επιβατών ήταν καί δυό ομογενείς από τήν Αμερική πού γύριζαν στήν πατρίδα τους. Ο νεώτερος ήταν Κεφαλλονίτης καί ό μεγαλύτερος καταγόταν από κάποιο χωριό τού Πηλίου.
Τό βράδυ, στό σαλόνι τού πλοίου πιάσαμε συζήτηση μαζί μέ άλλους επιβάτες καί τούς μίλησα ανάμεσα στά άλλα καί γιά τήν μεγάλη αμαρτία τής βλασφημίας τού Χριστού, τής Παναγίας, καί τών Αγίων. Οί περισσότεροι άκουγαν μέ ευλάβεια καί ενδιαφέρον αυτά πού τούς έλεγα. Δυό-τρείς όμως από τούς ακροατές δυσανασχέτησαν καί άρχισαν νά λένε, ότι όσα τούς λέω είναι γιά νά τούς φοβίσω γιά νά μή βλαστημάνε, καί καλά βέβαια κάνω πού τά λέω αυτά, αλλά είμαι υπερβολικός καί δέν λέω αλήθεια.
Τότε σηκώθηκε όρθιος ό νεαρός Κεφαλλονίτης καί μέ θάρρος τούς είπε.
» Θά σάς διηγηθώ ένα περιστατικό πού τό είδα μέ τά μάτια μου, καί άν θέλετε πιστέψτε το. Εδώ καί τρείς μήνες πού ήμουν στήν Αμερική, παραμονή τού Αγίου Βασιλείου, βρισκόμουν μέ άλλους ομογενείς καί παίζαμε χαρτιά γιά τό καλό τού χρόνου πού λέμε, σ΄ ένα ελληνικό καφενείο.
Ένας συμπατριώτης μου καί πολύ γνωστός μου, κι΄αυτός από τήν Κεφαλονιά, επειδή συνεχώς έχανε στά χαρτιά, άρχισε νά βλαστημάει τόν Θεό, τήν Παναγία, τά καντήλια, τόν Χριστό, τούς Αγίους, κλπ. Δέν είχε αφήσει τίποτα όρθιο…
Στίς παρατηρήσεις πού τού κάναμε, καί εγώ καί άλλοι συμπαίκτες του, αυτός βλαστημούσε περισσότερο. Τελευταία, αφού έχασε όλα τά λεφτά του, σηκώθηκε από τό τραπέζι καί άρχισε νά βλαστημάει τόν Άγιο Γεράσιμο. Τρείς ώρες βλαστημούσε τά θεία, στό τέλος βλαστημούσε καί τόν Άγιο Γεράσιμο καί μάλιστα μούντζωνε καί τόν ουρανό, σάν νά τόν έβλεπε, μέ χυδαίες εκφράσεις…
Τήν στιγμή όμως κατά τήν οποία ύψωσε πάλι τά χέρια του μουντζώνοντας πρός τά πάνω, τά χέρια του παρέλυσαν πέφτοντας άψυχα κάτω, καί τά μάτια του σάν κάποιος νά τά έβγαλε τινάχτηκαν καί κύλησαν πάνω στό τραπέζι πού χαρτοπαίζαμε!!!
Φόβος καί τρόμος μάς κατέλαβε μέσα στό καφενείο…
Ό βλάσφημος κλαίγοντας καί θρηνώντας γιά τό ελεεινό πιά κατάντημά του, άρχισε νά παρακαλεί τόν Χριστό, τήν Παναγία, καί τόν Άγιο Γεράσιμο, νά τόν συγχωρήσουν καί νά τού δώσουν τό φώς του.
Δυστυχώς, συμπλήρωσε ό νεαρός Κεφαλλονίτης, μέχρι τήν ημέρα πού έφυγα από τήν Αμερική, γύριζε τυφλός καί κουλός, ζητιανεύοντας από τούς άλλους ομογενείς γιά νά ζήσει…
Ένα ακόμη περιστατικό
Τόν Δεκέμβριο τού 1924, λίγο πρίν τά Χριστούγεννα, ήλθε στό μοναστήρι μας μία γυναίκα από τήν Νάουσα τής Πάρου γιά εξομολόγηση, καί ανάμεσα στά άλλα μού είπε, γράφει ό π. Φιλόθεος.
«Πρέπει νά σάς κάνω γνωστό, σάν Πνευματικός μου Πατέρας πού είστε, μία μεγάλη συμφορά πού έχει συμβεί στό σπίτι μου. Ό άνδρας μου ήταν πολύ βλάσφημος. Βλασφημούσε εμένα, τά παιδιά, τά ζώα μας, μέ τήν πιό μικρή αφορμή, καί κανέναν δέν άκουγε. Εδώ καί 15 μέρες κατεβαίνοντας τήν νύκτα ό άνδρας μου κάτω στόν στάβλο γιά νά δώση τροφή στά ζώα προσπάθησε νά ξεχωρίσει δυό μοσχάρια πού μάλωναν. Αυτός, αντί νά κτυπήσει ή νά τραβήξει καί νά δέσει αλλού τό ένα μοσχάρι, άρχισε μέ δυνατές φωνές νά βλαστημάει Χριστούς καί Παναγίες…
Τήν στιγμή ακριβώς πού βλαστημούσε, ένα βόδι τού στάβλου, τό πιό ήσυχο από άλλες φορές, ενώ έτρωγε, αφήνει τήν τροφή του καί σάν νά ήταν λογικό όρμησε εναντίον του τόν κτύπησε μέ τά κέρατά του, καί αφού τόν έριξε ανάσκελα, γονάτισε επάνω του κτυπώντας τον στό κεφάλι. Προσπαθούσε μέ τά κέρατα νά τόν τρυπήσει στό στόμα ή νά τού βγάλει τά μάτια…
Τρέξαμε κάτω στίς πρώτες φωνές του, » βοήθεια, μ΄ εσκότωσε!» , μαζί μέ τά παιδιά μου, φωνάξαμε καί γείτονες, καί όλοι μαζί 7-8 άνδρες δυνατοί δέν μπορούσαμε νά τραβήξουμε τό βόδι από πάνω του. Μέ τά πολλά, καί αφού τό πιάσαμε από τά τέσσερα πόδια τραβώντας το, βάλαμε τόν άνδρα μου σέ μιά κουβέρτα καί πήγαμε νά τόν βγάλουμε από τόν στάβλο. Τό βόδι, όρμησε πάλι πάνω στό σώμα μέ τήν κουβέρτα, όχι στούς άλλους, σάν να είχε λογική τιμωρίας γιά τόν βλάσφημο, καί τόν κυνήγησε ώς τά πρώτα σκαλοπάτια τού ανωγείου, μή μπορώντας νά ανέβει επάνω. Στεκόταν μάλιστα στήν βάση τής σκάλας, κοιτάζοντας πρός τόν άνδρα μου αγριεμένο, κουνώντας τό κεφάλι του καί ξεφυσώντας…
Μετά 3 μήνες, διηγείται ό π. Φιλόθεος, στό τέλος τής Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ήλθε πάλι η γυναίκα αυτή στό μοναστήρι γιά νά εξομολογηθεί. Φορούσε μαύρα καί μού είπε ότι ό άνδρας της είχε πεθάνει αφού είχε βασανιστεί πολύ από τούς πόνους μιά καί τό βόδι τού είχε σπάσει τήν σπονδυλική στήλη. Τόν είχαν στηρίξει μάλιστα μέ μαξιλάρια καί τόν τάϊζαν μέ τό κουταλάκι.
Είχε πληρώσει δυστυχώς, τά επίχειρα τής βλασφημίας του…
Αποσπάσματα από τό βιβλίο » Πόλεμος κατά τής βλασφημίας»