Τη βαθμιαία απόσυρση από το ευρύτατο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων που είχε εκπονήσει το 2015 θα δρομολογήσει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις.
Η ΕΚΤ αγοράζει από τον Μάρτιο του 2015 κρατικά και εταιρικά ομόλογα αξίας 60 δισ. ευρώ μηνιαίως με στόχο να τονώσει τόσο τον χαμηλό πληθωρισμό όσο και την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη. Επικριτές - κυρίως από τη Γερμανία - θεωρούν το πρόγραμμα (QE) κεκαλυμμένη κρατική χρηματοδότηση και έχουν προσφύγει στο Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο στην Καρλσρούη. Ωστόσο, τόσο στην Καρλσρούη, όσο και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο οι αποφάσεις που έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα δικαιώνουν την ΕΚΤ υπό την αίρεση ότι η ευρωτράπεζα θα κινείται εντός των ορίων που της θέτει το καταστατικό της ίδιας της ΕΚΤ. Αυτό ορίζει ότι η ΕΚΤ δεν επιτρέπεται να αγοράσει πάνω από το ένα τρίτο των κρατικών ομολόγων μεμονωμένων κρατών προκειμένου να μην γίνει βασικός δανειστής τους. Ακριβώς αυτό πρόκειται να συμβεί το καλοκαίρι του 2018 στην περίπτωση των γερμανικών κρατικών ομολόγων εάν η ΕΚΤ συνεχίσει απρόσκοπτα το πρόγραμμα αγοράς.
«Ως εκ τούτου η ΕΚΤ είναι πιθανόν να συζητήσει σήμερα όχι τόσο το αν θα περιορίσει τις αγορές ομολόγων την επόμενη χρονιά, αλλά κυρίως θα συζητήσει σχετικά με το εύρος που θα έχει ο περιορισμός αυτός», επισημαίνει σε ανάλυσή του ο επικεφαλής οικονομολόγος της CommerzbankΓεργκ Κρέμερ.
Εικόνα σταθεροποίησης στην Ευρωζώνη
«Αναμένουμε μια σαφή είσοδο στη διαδικασία εξόδου από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Και μάλιστα εκτιμούμε ότι η ΕΚΤ πρόκειται να μειώσει τις αγορές από τα 60 δισ. μηνιαίως σήμερα, σε 20 δισ. για διάστημα εννέα μηνών», εκτιμά ο Ούβε Μπούρκερτ, επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας LBBW, μιλώντας στην Deutsche Welle. Κατά τη γνώμη του η ΕΚΤ δεν ανησυχεί σήμερα για πιθανή νέα ύφεση, δεδομένου ότι, όπως λέει, η πολιτική κατάσταση είναι σταθερή και η οικονομική εξέλιξη στην Ευρωζώνη συμπαγής.
Η άποψη αυτή βρίσκεται σύμφωνο και τον Γενς Κράμερ, αναλυτή της τράπεζας Nord LB. Ωστόσο, κατά τη γνώμη του ίδιου αλλά και της πλειονότητας των οικονομικών αναλυτών, η ΕΚΤ θα προβεί σε περιορισμό του QE κατά το ήμισυ (30 δισ. ευρώ) από τον προσεχή Ιανουάριο. Όπως σχολιάζει, αυτό το ποσό θα αρκούσε προκειμένου να κατευνάσει τους Γερμανούς επικριτές στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ.
Πώς θα αντιδράσουν οι χώρες του Νότου;
Ο Ούβε Μπούρκερτ δεν προβλέπει αξιοσημείωτες αντιστάσεις κατά του τερματισμού του προγράμματος (που λήγει επισήμως στο τέλος του 2017, αλλά προβλέπεται να παραταθεί) από τις χώρες του Νότου, οι οποίες θεωρούνται και οι κύριες ωφελημένες από το QE, εκτός της Ελλάδας που δεν έχει ενταχθεί ακόμη.
Όπως σημειώνει η DW, Ιταλία, Πορτογαλία και Ισπανία επανέρχονται στο μονοπάτι της ανάπτυξης και η Ελλάδα φαίνεται να αφήνει πίσω της την ύφεση προσδοκώντας και πάλι σημαντική αύξηση του ΑΕΠ της μετά από σχεδόν δέκα χρόνια. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αρχίζει επιτέλους να καρποφορεί.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι καλείται τώρα να βρει τις κατάλληλες ισορροπίες προκειμένου να βάλει από τη μία φραγμό στην υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική και από την άλλη να μεριμνήσει ώστε η αξία του ευρώ δεν θα εκτοξευθεί με ό,τι αρνητικό συνεπάγεται αυτό για τις εξαγωγές της Ευρωζώνης. Για να πετύχει τον στόχο του θα πρέπει να κρατήσει ανοιχτές όλες τις επιλογές, εκτιμά ο Ούβε Μπούρκερτ. «Ο Μάριο Ντράγκι θα πει ότι βεβαίως είναι έτοιμος ανά πάσα ώρα να διευρύνει και να παρατείνει ξανά το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων», επισημαίνει ο Γερμανός οικονομολόγος.
Αυτό είναι σημαντικό διότι το σημαντικότερο πρόβλημα της Ευρωζώνης (υπερχρέωση κρατών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών) δεν έχει ακόμη επιλυθεί, αντιθέτως σύμφωνα με έρευνα της Commerzbank έχει εν μέρει οξυνθεί. Επομένως η κρίση θα μπορούσε θεωρητικά να αναζωπυρωθεί ξανά, καταλήγει η ανάλυση της DW.