Η Αγία Χαριτίνη από την Αμισό του Πόντου έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού (284-305). Από μικρή ηλικία έμεινε ορφανή και την μεγάλωσε σαν πραγματική κόρη του ένας επιφανής, ευσεβής Xριστιανός που λεγόταν Κλαύδιος. Ήταν ευφυής νέα, με φλογερή πίστη, η οποία είχε κατορθώσει να οδηγήσει πολλούς ανθρώπους στην οδό του Ιησού Χριστού.
Γύρω στο 303 με 304 την κατήγγειλαν στον έπαρχο Δομετιανό ως Xριστιανή. Ακολούθησε ανάκριση, όπου από την αρχή και χωρίς ενδοιασμούς ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε φριχτά βασανιστήρια, χωρίς όμως αποτέλεσμα, διότι η Αγία τα ξεπέρασε -σύμφωνα με τις διηγήσεις- με θαυμαστό τρόπο. Στο τέλος εμφανίστηκε απείραχτη, με επουλωμένα τα τραύματα, μπροστά στον έπαρχο, για να του αποδείξει τη δύναμη της πίστης.[3] Τότε εκείνος διέταξε νέα βασανιστήρια και στη συνέχεια να την πάνε σε πορνείο. Η Χαριτίνη προσευχήθηκε στο Θεό για να την απαλλάξει από την τρομερή αυτή δοκιμασία, δηλ. του να ασελγήσουν στο κορμί της. Εκείνος την άκουσε καλώντας την ψυχή της κοντά του. Το σώμα της Αγίας πετάχτηκε στη θάλασσα, αλλά εκβράστηκε στην ακτή με θαυματουργό τρόπο, οπότε το παρέλαβε ο Κλαύδιος και το έθαψε.
Σύμφωνα με τα καταγεγραμμένα στα συναξάρια, ο Κλαύδιος, που ήταν υποχρεωμένος να υπακούσει στην εντολή για ανάκριση, άρχισε να θρηνεί για τα σκληρά βασανιστήρια που την περίμεναν. Η Χαριτίνη φέρεται να του είπε «Μη λυπήσαι, κύριέ μου, αλλά μάλλον να χαίρεις, γιατί εγώ αξιώνομαι να γίνω θυσία ευάρεστη στον Θεό». Ο Κλαύδιος φέρεται να της απάντησε: «Γυναίκα του σπιτιού μου και δούλη του Θεού, θυμήσου με, όταν θα είσαι κοντά στον επουράνιο Βασιλέα».
Στην ανάκριση της ξύρισαν το κεφάλι, όμως το κεφάλι της γέμισε πάλι μαλλιά. Έπειτα απόθεσαν στο κεφάλι της σε αναμμένα κάρβουνα, έχυσαν από πάνω ξύδι και έκαιγαν τα πλευρά της με αναμμένες λαμπάδες. Ύστερα της έδεσαν πέτρα στο λαιμό την έριξαν στη θάλασσα, όμως και πάλι ο Θεός την έσωσε. Με την προσευχή της, η Χαριτίνη, όταν διατάχτηκε να πάει σε πορνείο, παρέδωσε την ψυχή της στον Θεό και λυτρώθηκε από τη δοκιμασία.