Η παραλία Ναυάγιο, η πιο γνωστή παραλία της Ζακύνθου, είναι δημιούργημα μιας ιδιοτροπίας της φύσης και ενός ναυτικού ατυχήματος υπό μυθιστορηματικές συνθήκες. Η ιδιοτροπία της φύσης είναι οι σεισμογενείς δυτικές ακτές της Ζακύνθου και τα βαθιά νερά του Ιόνιου πελάγους που τις σμιλεύουν αιώνες τώρα. Όλα συνέβησαν στις 30 Σεπτεμβρίου 1982 .
Το εμπορικό πλοίο «Παναγιώτης» δεν έκανε ένα ταξίδι ρουτίνας, αλλά προσάραξε στην συγκεκριμένη παραλία, φορτωμένο κούτες με αφορολόγητα τσιγάρα. Το πλοίο ανήκε σε έναν Κεφαλλονίτη, ονόματι Χαράλαμπο Κομποθέκλα, και μετέφερε λαθραία τσιγάρα, που παραλάμβανε από λιμάνια της Γιουγκοσλαβίας και της Αλβανίας, τα οποία μεταφόρτωνε σε μικρά ταχύπλοα πλοιάρια με προορισμό τη γειτονική μας Ιταλία. Καπετάνιος και πλήρωμα ήταν επίσης από την Κεφαλλονιά, ενώ το παράνομο φορτίο συνόδευαν κάθε φορά και δύο Ιταλοί λαθρέμποροι, οι οποίοι και επέβλεπαν την παράδοση.... Καπετάνιος και πλήρωμα συνέλαβαν τους Ιταλούς συνοδούς του φορτίου, τους έκλεισαν σε μια καμπίνα και αφού συνεννοήθηκαν με διαφορετικούς μεσολαβητές, αποφάσισαν να πουλήσουν για λογαριασμό τους το παράνομο εμπόρευμα. Οδήγησαν το πλοίο στο σημείο που γνωρίζουμε, τον όρμο του «Σπυριλή», και περίμεναν.
Λόγω όμως των κακών καιρικών συνθηκών που επικρατούσαν, προσάραξαν στα αβαθή του όρμου. Άρχισαν τότε να ξεφορτώνουν στη μικρή αμμουδιά τις κούτες με τα τσιγάρα, μήπως και κατορθώσουν και αποκολλήσουν το σκάφος. Όμως τα πράγματα δυσκόλεψαν, δεν μπόρεσαν να τα καταφέρουν, ενώ παράλληλα αρκετές κούτες με τσιγάρα παρασύρθηκαν από τα κύματα, με αποτέλεσμα να εκβραστούν στη γύρω περιοχή. Στη συνέχεια, οι ναυτικοί του πλοίου, αφού ελευθέρωσαν τους δύο Ιταλούς, το εγκατέλειψαν και σκαρφαλώνοντας την απόκρημνη πλαγιά βρήκαν τρόπο να φθάσουν στην πόλη της Ζακύνθου.
Στο μεταξύ και, αφού είχε πλέον ξημερώσει, οι κάτοικοι των Βολιμών είδαν τα επιπλέοντα τσιγάρα στη θάλασσα και άρχισαν να τα μαζεύουν και να τα μεταφέρουν στα χωριά τους.
Πρέπει να αναφερθεί ότι τα πακέτα ήταν με τέτοιο τρόπο συσκευασμένα, ώστε να μη καταστρέφεται το περιεχόμενό τους από το θαλασσινό νερό, αν για κάποιο λόγο κατέληγαν στη θάλασσα. Αποθήκευσαν τα τσιγάρα λοιπόν όπου μπορούσαν, σε αποθήκες, κατοικίες, φούρνους, στάβλους, λινούς. Σαν μαθεύτηκε το γεγονός από τις Αρχές, οι ναυτικοί συνελήφθησαν και ύστερα από έρευνες εντοπίστηκαν και τα τσιγάρα στα σπίτια των χωρικών, και από εκεί μεταφέρθηκαν στο τελωνείο του νησιού. Αργότερα ακολούθησε δίκη, όπου καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι πειρατές – λαθρέμποροι, τα δε τσιγάρα πουλήθηκαν σε πλειστηριασμό και οι Ιταλοί απελάθηκαν στην πατρίδα τους.
Ακολούθησε στη συνέχεια η λεηλασία του πλοίου. Όποιος ήθελε, πήγαινε στο προσαραγμένο πλοίο και αποσπούσε ό,τι μπορούσε να μεταφερθεί από αυτό. Τα πάντα έγιναν φύλλο και φτερό. Έμεινε σκέτο κουφάρι, να χτυπιέται από τον αέρα, να σκουριάζει και να κατατρώγεται από την αλμύρα του θαλασσόνερου. Παράλληλα, τα κύματα συσσώρευαν σιγά σιγά όλο και περισσότερα βότσαλα και απέκοψαν την επαφή του πλοίου με τη θάλασσα. Κάπου εκεί τραβήχτηκαν και οι πρώτες φωτογραφίες και φανερώθηκε στους πολλούς η ομορφιά του τοπίου. Η ομορφιά εκείνη, που είχε γενναιόδωρα χαρίσει η Ζακυνθινή φύση, και την προσδιόριζε πληθωρικά μια εικόνα γεμάτη από φως και χρώμα.
Με την ανάπτυξη του τουρισμού και με δεδομένη την ύπαρξη των σπηλαίων της περιοχής, που ήταν γνωστά από τα παλαιότερα χρόνια, οι βαρκάρηδες προγραμμάτισαν και την επίσκεψη στον όρμο του ναυαγίου, όπως πλέον ονομάστηκε ο όρμος του Σπυριλή. Προτού συμβεί το ναυάγιο, η περιοχή ήταν γνωστή στους ψαράδες της δυτικής ορεινής περιοχής και σε κάποιους υποψιασμένους αναζητητές της φυσικής ομορφιάς του νησιού, έτσι όπως προσφερόταν από ψηλά, από τους απόκρημνους γκρεμούς, σαν έφταναν εκεί για να ξεκουράσουν το μάτι τους, να αναπνεύσουν τον αγέρα του βουνού και της θάλασσας, και να θαυμάσουν το μοναδικά στολισμένο με μύρια χρώματα ηλιοβασίλεμα. Σε όσους δηλαδή έφταναν στις πέρα του Αγίου Γεωργίου στα Γκρεμνά, απόκρημνες πλαγιές των βουνών.