Το αρχαίο της όνομά ήταν Βοιβηίδα εκεί γεννήθηκε από την αρχαιότητα ένας τεράστιος «πολιτισμός του νερού».
Η λίμνη αυτή επιβίωσε χιλιάδες χρόνια (προϋπήρχε όσο δεν φαντάζεται ο νους του ανθρώπου) μέχρι που κάποιοι σύγχρονοι πολιτικοί αποφάσισαν την αποξήρανσή της. Χρειάστηκε μόνο η κατασκευή μίας σήραγγας 10 χιλιομέτρων για να χαθούν τα νερά της στον Παγασητικό. Τα έργα της αποξήρανσης άρχισαν το 1956.
Το 1960 έφυγε η πρώτη μεγάλη ποσότητα νερού ώσπου το 1962 πραγματοποιήθηκε η οριστική αποξήρανσή της.
Ελένη Γεννητσεφτσή
Η Κάρλα με την αποξήρανση της έχασε τη μάχη για τη ζωή και χάθηκε η ελπίδα.
Η ιστορία της λίμνης
Ήταν ο μοναδικός υγρότοπος της κεντροανατολικής Ελλάδας, ο οποίος τον τελευταίο χειμώνα της ζωής του φιλοξένησε πάνω από 430.000 υδρόβια πουλιά κρατώντας ως τότε την δεύτερη θέση σαν υγρότοπος υψίστης σημασίας για την Νότια Ευρώπη μετά τον Δούναβη.
Η ύπαρξη της Βοιβηίδας επιβεβαιώνεται ήδη από τον Όμηρο, στον κατάλογο των πλοίων, όταν απαριθμεί τα πλοία που έστειλε κάθε ελληνική πόλη στην τρωική εκστρατεία.
Την ονομασία Βοιβηίς (Βοιβηίδα) η λίμνη πήρε από την πόλη Βοίβη. Η Βοίβη ήταν αρχαία πόλη που βρίσκονταν μπροστά από τα Κανάλια και διατηρήθηκε κατά τον Στράβωνα μέχρι το 280 π.χ.
Το αρχαιότερο μνημείο αυτής της πόλης το οποίο είναι το μόνο που διασώζετε έως σήμερα είναι ο επιβλητικός – πανέμορφος – Βυζαντινός ναός του Αγίου Νικολάου ο οποίος χρονολογείται στον 12ο ή 13ο αιώνα με ξεχωριστές τοιχογραφίες.
Ο θρύλος μιλάει για τη χάρη του Αγίου, πού μαρμάρωσε τα άλογα των Τούρκων και για τη χρυσή κουκουβάγια με τα ρουμπινένια μάτια. Στα μεσαιωνικά χρόνια η λίμνη αλλάζει όνομα κι από Βοιβηίς γίνεται Κάρλα.
Ο πολιτισμός του νερού
Η Κάρλα με τα άφθονα ψάρια της υπήρξε χώρος ανάπτυξης ενός μοναδικού τρόπου ζωής των ανθρώπων που επί αιώνες ασχολούνται με το ψάρεμα στα νερά της. Μια οργανωμένη κοινωνία ψαράδων, κυρίως από το χωριό Κανάλια που στο μεγαλύτερο ποσοστό οι κάτοικοί του ήταν ψαράδες, διαιώνισαν αυτόν τον τρόπο ζωής. Το αρσενικό παιδί ψαρά στα δεκαέξι του χρόνια έπρεπε να γίνεται ψαράς σε καλύβα. Αυτός ήταν ο άγραφος νόμος. Η εκπαίδευση γινόταν από παππού στο γιο και τον εγγονό. Η Κάρλα (γράφουν διάφοροι παλαιοί συγγραφείς) ανήκε στους Καναλιώτες ψαράδες.
Οι ψαράδες πουλούσαν τα ψάρια τους στις σκάλες. Η μεγαλύτερη, η κύρια σκάλα (αποβάθρα), ήταν στην θέση Πέτρα, από την οποία γινόταν διακίνηση μέχρι 10-15 τόνων ψαριών την ημέρα.
Η πώληση των ψαριών γινόταν πάντοτε με πλειοδοτική_δημοπρασία την καθορισμένη από την Εποπτεία της λίμνης ώρα, συνήθως το απόγευμα.
Στη σκάλα συγκεντρώνονταν ψαράδες, έμποροι, μικροπωλητές, μεταφορείς, κι άλλοι παρατρεχάμενοι . Παρόντες ο επόπτης, ο διαχειριστής, οι ζυγιστές. Η διαδικασία αυτή είχε πολύ ενδιαφέρον
Εκτός από τους μεταφορείς έρχονταν και πολλοί άλλοι από όλα τα χωριά και φόρτωναν τα ζώα τους γαλίκια (μεγάλοι κάδοι από καλάμι όπως τα καλάθια)με ψάρια.
Με τα ψάρια της Κάρλας γίνονταν μεγάλο εμπόριο σ” ολόκληρη τη Θεσσαλία, Φθιώτιδα, Ήπειρο, έως και τη Βουλγαρία γιατί τα ψάρια αυτά ήταν περιζήτητα. Στη διάρκεια της Κατοχής τα ψάρια της Κάρλας έσωσαν κυριολεκτικά ζωές.
Η λίμνη έτρεφε λογής λογής ψάρια (τα αποκαλούσαν καρλιώτικα). Τα ψάρια της Κάρλας ήταν οι πλατίτσες, καραπλατίτσες, σαζάνια, γριβάδια, μποτσκάρια, μπίζια, γλίνια, ρέγγες, και χέλια.
Οι ψαράδες της Κάρλας
Οι Καναλιώτες ψαράδες έφευγαν από το χωριό αμέσως μετά το Δεκαπενταύγουστο κι επέστρεφαν την Κυριακή των Βαϊων, τον επόμενο χρόνο. Η αναχώρηση γινόταν κατά ομάδες, τα λεγόμενα ντουκάνια.
Οι ομάδες αυτές αποτελούνταν από 2-6 άτομα, μερικές φορές από 7-8. Πήγαιναν προς το βόριο μέρος της λίμνης, (προς το χωριό καλαμάκι) όπου έκαναν αναγνώριση για να φτιάξουν τις καλύβες τους.
Εκεί στις απέραντες εκτάσεις με τις καλαμιές, τα βούρλα και τα ραγάζια έφτιαχναν με μοναδικό τρόπο τις στρογγυλές καλύβες τους επάνω στην επιφάνεια της λίμνης.
Οι ψαροκαλύβες
Αφού έφτιαχναν την καλύβα πάνω στα νερά της λίμνης, στην κορυφή της καλύβας τοποθετούσαν ξύλινο σταυρό και μέσα στην καλύβα το εικόνισμα του Αγίου Νικολάου.
Στο Κέντρο του δαπέδου της καλύβας τοποθετούσαν μια τετράγωνη πλάκα πάχους περίπου 5 εκατοστά (πέτρινη εστία) και γύρω από αυτή τέσσερις μακρόστενες πέτρες που έμεναν στη θέση τους στερεωμένες με 4 πασσάλους μπηγμένους στο νερό.). Έτσι δημιουργούσαν κοίλωμα στην πέτρινη εστία, το άλειβαν με λάσπη κι η φωτοκαγιά (εστία) ήταν έτοιμη.
Από την κορυφή της καλύβας κρεμούσαν ένα σχοινί πάνω στη φωτοκαγιά που στο κάτω μέρος είχε ξύλινο γάτζο. Από το γάτζο κρεμούσαν την κακκαβούλα (μπακιρένιο σκεύος σε σχήμα ενός μικρού καζανιού) για μαγείρεμα. Αλλο σκεύος που χρησιμοποιούσαν ήταν το τηγάνι.
Τη νύχτα κοιμόντουσαν μέσα στην καλύβα σε κυκλική διάταξη γύρω από τη φωτιά σε στρώματα από καλάμια χωρίς να βγάζουν τα ρούχα τους. Το χειμώνα φορούσαν χοντρά ρούχα και μπότες Επίσης μακριά παντελόνια μέχρι το στήθος από δέρμα κατσίκας μ” ενσωματωμένες μπότες φορούσαν όταν ψάρευαν με γρίπο και μακαρά για να μπαίνουν μ” αυτά στο νερό.
Μετά το βραδινό φαγητό τις ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα πριν κοιμηθούν συνήθιζαν να λένε παραμύθια κι ιστορίες.
Κάθε ντουκάνι (ομάδα) είχε την καλύβα του αλλά και τον αρχηγό του (καπετάνιο). Τον τίτλο του καπετάνιου έπαιρνε ο εμπειρότερος και μεγαλύτερος σ” ηλικία ψαράς.