ΓΕΡΟΝΤΑ, ξέρετε να μάς πείτε κάποια θαυμαστή εμπειρία γιά την άλλη ζωή;
–Τί να σάς πω; Τί σχέση έχω εγώ με τον ουρανό. Εκεί ανήκουνε μονάχα οι ταπεινοί, πού ’ναι σαν πρόβατα, μα εγώ ομοιάζω με κατσίκι, έτσι βουτηγμένος στην υπερηφάνεια πού είμαι.
Όμως, αφού το ζητάτε, θά σάς αναφέρω ότι μου μετέφερε πρόσφατα ένα καλό παιδί από τα μέρη σας, στην Αργολίδα, εκεί στ’ Άνάπλι, και είναι δάσκαλος και τον λένε Αλέξανδρο. Αυτά, λοιπόν, τού είχε έκμυστηρευθεί ό πατέρας του. ό κυρ- Άναστάσης, λίγο πριν φύγει για δεύτερη φορά από τα πρόσκαιρα στα 84 του χρόνια:
«’Ήμουνε τότε επτά χρόνων και τα θυμάμαι όλα σαν να ’γιναν σήμερα. ’Άν και πέρασαν εβδομήντα χρόνια σχεδόν, τέτοια πράγματα δεν ξεχνιούνται. Μα και ’γώ δεν έπρεπε να το πω σε κανέναν, έπρεπε να το φυλάξω το ακριβό μυστικό… Όμως δεν μπορούσα να κρύψω τέτοια πράγματα, τόσο βαθιά μίλησαν μες στην ψυχή και τη ζωή μου. Μόλις είδαν οι γονείς και οι μεγάλες αδελφές μου ότι πέθανα, ετοιμάσανε τα πρεπούμενα. Είχαν φέρει και την κάσα, τα πάντα, γιά να μου κάνουν την κηδεία. Θυμάμαι τότε να πλησιάζει τήν ψυχή μου ό Ίδιος ό Ιησούς Χριστός. Φορούσε έναν λευκό μανδύα, σαν κι αυτόν πού Τού ζωγραφίζουν τήν Ανάσταση, και πάνω στον μανδύα είχε έναν μεγάλο, κόκκινο σταυρό.
Μού χαμογελούσε. ’Ώ, δεν χόρταινες να βλέπεις το πρόσωπό Του, τόσο φωτεινό και γλυκό ήταν. Μου μίλησε σαν καλός πατέρας και πιάνοντάς με από το χέρι με γύρισε στα μέρη, όπου είχα πάει και τρέξει σαν παιδί. Όλους τούς τόπους τους ξαναείδα. Μην θαρρείς όμως πώς είχα πάει και πολύ μακριά. Εκείνα τα χρόνια μέχρι την Αθήνα το πολύ είχα φτάσει…
Ύστερα, μόλις αποτελειώσαμε να γυρνάμε, ξεκινήσαμε να πετούμε προς τα πάνω γιά ώρα πολλή μέσα στους ουρανούς και στα σύννεφα. Μετά φτάσαμε σε ένα πολύ μεγάλο κτίριο, που αστραποβολούσε σαν από μάρμαρο. Εκεί έξω κάθονταν δυο δαιμονάκια, κατάμαυρα με κάτι μορφές όπως οι μαϊμούδες, σαν τα τέρατα, που δείχνουν στην τηλεόραση, και προσπαθούσαν με χαιρεκακία να αρπάξουν καμιά ψυχή, που έφτανε εκεί. Εγώ, όμως, είχα τον ’Ίδιον τον Χριστό δίπλα μου και δεν φοβόμουν καθόλου. Μπήκαμε αμέσως μέσα και τότες είδα κάτι σαν δικαστήριο, που κρίνονταν οι ψυχές. Εκεί βρίσκονταν και όλοι οι πεθαμένοι γειτόνοι, μα κάποιους συγγενείς, που είχανε φύγει πρόσφατα και δεν είχανε περάσει ακόμη σαράντα μέρες, δεν τους είδα εκεί. Τότε πετάχτηκαν τα ταγκαλάκια και άρχισαν να με κατηγορούν γιά τις αμαρτίες μου. Έ, παιδί ήμουν τότε, τί αμαρτίες να είχα κάμει; Ναί, τώρα θυμάμαι…
Κάποτες είχα ακούσει τον πατέρα μου να λέει τη μητέρα μου «τρελή» και έτσι και ’γώ μία φορά την είπα «τρελή», μα όχι με κακία. Τότε πρόσεξα κάτι σαν μπαλάντζα να κατεβαίνει και τα δαιμόνια να γελούνε μαζί μου. Μα και πάλι κάτι με παρηγορούσε, πού έβλεπα τον Ιησού Χριστό κοντά μου και ήταν όλο χαμογελαστός σε όποιον άνθρωπο μιλούσε εκεί πέρα. Μα και ’κεΐνοι, οι πεθαμένοι γείτονες, άρχισαν τότες να με υπερασπίζονται, ώσπου τελικά γλύτωσα από τούτη τήν αγωνία και αισθάνθηκα μία λύτρωση. Μετά με πήρε ό Κύριος πάλι από το χέρι και πήγαμε μαζί σε ένα σκοτεινό μέρος, πού δεν το φώτιζε ήλιος, γιά να μού δείξει κάτι.
’Ήταν εκεί ένας ψηλός, πέτρινος τοίχος και μία σιδερένια, κατάμαυρη πύλη και άπ’ έξω κάτι φοβεροί και σιχαμεροί ’ξαπωδοί να φυλάνε τήν πόρτα. Εντός των τοίχων ήτανε μία απέραντη, μαύρη θάλασσα, κάτι σαν βούρκος, και μέσα βρίσκονταν βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό τους διάφοροι άνθρωποι λογής-λογής, άσπροι-μαύροι, μικροί-μεγάλοι, γυναίκες και παιδιά. Όλοι φωνάζανε «βοήθεια», άλλοι λιγότερο και άλλοι πιο πολύ και δυνατά. Εκειδά πράγματι φοβήθηκα, έτρεμα, μα μού είχε παραγγείλει ό Χριστός να κρατώ καλά τον μανδύα Του και δεν θά πάθω τίποτα.
Έτσι και έκανα, ώσπου φύγαμε επιτέλους από εκεί. Αμέσως μετά ταξιδέψαμε γιά τον ίδιο τον Παράδεισο! Τί ομορφιά και γαλήνη ήταν αύτή. Ένα απέραντο, καταπράσινο λιβάδι, πού δεν το χόρταινε το μάτι σου, με πολύχρωμα, μυριάδες λουλούδια. Και ’κεΐ μέσα πολλά παιδάκια να τρέχουνε ανέμελα και χαρούμενα και όλα να γελούνε, σαν αγγελάκια ήταν. Τόση ευτυχία πως, χωρούσε μέσα τους! Τούτος ό τόπος μ’ αρέσει πολύ και θά ’θελα να καθίσω και να μείνω για πάντα, αλλά μετά πήγαμε σε ένα άλλο μέρος, σι άλλη τάξη, έντός τού ίδιου τού Παραδείσου, το ίδιο ώραιόθωρο και φωτεινό. Είδα εκεί πολλά γυναίκες, πού ήταν ντυμένες σαν καλόγριες και. όλο ψέλνανε, ψέλνανε και ήταν τόσο χαρούμενες και γελαστές.
Εκεί, ήταν και μία Καλόγρια, πού ξεχώριζε από όλες τις άλλες, είχε ένα μεγαλείο και μία λάμψη πάνω της, πού σ’ έπιανε δέος άμα την έβλεπες, σαν Ηγουμένη τους θά ’λεγα πω ήταν. Μόλις μάς είδαν, τρέξαν και προσκύνησαν τον Χριστό και Εκείνος τις εύλογούσε. Μετά στράφηκαν προς εμένα και με αγκάλιαζαν με στοργή ως καλές μητέρες. Εκείνη ή Ηγουμένη μάλιστα, μου φέρθηκε με περίσσια αγάπη κι όλο στεκόταν δίπλα μου».
Ό Αλέξανδρος, ό δάσκαλος από τ’ Άνάπλι, μου είπε πώς ρώτησε τότε τον κυρ-Άναστάση αν μιλούσαν καθόλου αναμεταξύ τους οι ψυχές. Και ό ηλικιωμένος πατέρας του, του απάντησε:
«Όχι, μονάχα ψέλνανε, δεν θέλανε τα λόγια, γιατί οι ψυχές τους μιλούσαν μεταξύ τους και όλες δοξολογούσαν τον Θεό».
Μετά ρώτησε ό δάσκαλος αν ήταν μέρα ή νύχτα στον Παράδεισο.
«Μέρα», απάντησε ό κυρ-Άναστάσης. «Ήταν μονάχα μία ατελείωτη, φωτεινή ήμέρα, δίχως σκοτάδι και ούτε ζέστη έκανε, άλλ’ ούτε και κρύο. Μία τέλεια ομορφάδα, τόσο ώραία ήταν, πού Τού ζήτησα με κλάματα τού Χριστού να με αφήσει να ζήσω εκεί αιώνια. Μα, Εκείνος μού απάντησε πώς δεν έχει έρθει άκόμα ή ώρα αύτή και τότες άρχίσαμε το ταξίδι της επιστροφής.
Πήγαν να πεθάνουν από τον τρόμο τους όλοι, σαν είδαν ξαφνικά να ξυπνάω ως από ύπνο και να σηκώνομαι τόσο απλά. Οι περισσότεροι με παγωμένο αίμα λάκισαν και φύγαν κατά τις γύρω γειτονιές από τήν τρομάρα τους, μόνο οι γονείς και οι άδελφάδες μου μείνανε εκεί με άνοικτό το στόμα σαν αποσβολωμένοι, μα και χαρούμενοι κιόλας, πού ξαναγύρισα στή ζωή.
Πέρασαν τόσα χρόνια από τότε και ακόμη τα αναθυμούμαι κι όποτε πάει να λυγίσει ή πίστη μου, τα καλώ στή σκέψη μου και παίρνω δύναμη». Τρομερό όπλο, λοιπόν, ή αγία πίστη. Να πιστεύει ό άνθρωπος στον Χριστό και στή βασιλεία Του.
Τί μακάριοι είμαστε, που βαπτισθήκαμε χριστιανοί ορθόδοξοι και κοινωνάμε το Σώμα και το Αιμα Του και γινόμαστε έτσι συγγενείς έξ αίματος με τον Ίδιο τον Θεό. Μα σήμερα, δυστυχώς, οι άνθρωποι γίνανε σαν τους σκούληκες και κοιτάνε μονάχα μέσ’ στή γη και στή λάσπη κι όχι στον καθάριο και φωτεινό ουρανό για να ευφρανθεί ή ψυχή τους κοντά στον Χριστό μας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ. ΠΑΤΗΡ ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΤΑΜΠΑΚΗΣ.