Έλεγε ο όσιος Παΐσιος...
“Βλέπω παιδιά που έχουν τελειώσει όχι μόνο Λύκειο αλλά και Πανεπιστήμιο να γράφουν κάτι γράμματα, να κάνουν κάτι λάθη… Εμείς του Δημοτικού ήμασταν και τέτοια λάθη δεν κάναμε. Και αν είναι φοιτητές της Φιλολογίας ή της Νομικής, κάτι γίνεται. Αν είναι άλλης Σχολής, δεν ξέρουν να γράψουν. Ενώ το Σχολαρχείο παλιά ήταν… (σαν Πανεπιστήμιο).
Εδώ βλέπεις και στο Δημοτικό πόσα μάθαιναν τότε τα παιδιά, πόσο μάλλον στο Σχολαρχείο!
Σήμερα τα φορτώνουν ένα σωρό και τα μπερδεύουν. Τα μπουχτίζουν στα γράμματα χωρίς πνευματικό αντιστάθμισμα. Στα σχολεία τα παιδιά πρέπει πρώτα να μαθαίνουν τον φόβο του Θεού. Μικρά παιδιά να πάνε να μάθουν αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά –ενώ Αρχαία να μη μάθουν – μουσική, το ένα, το άλλο… Τι να πρωτομάθουν; Όλο γράμματα και αριθμούς και εκείνα που είναι να μάθουν, για την Πατρίδα τους κ.λπ., δεν τα μαθαίνουν. Ούτε πατριωτικά τραγούδια ούτε τίποτε.
Πιάσε ένα από τα σημερινά παιδιά τώρα και ρώτησε τό: «Σέ ποιό νομό είναι το χωριό σου; Πόσο πληθυσμό έχει;». Δεν ξέρει να σου πή. Σου λέει: «Θά πάω στο Πρακτορείο, θα πάρω το λεωφορείο και θα με πάη στο χωριό. Αφού ξέρει ο εισπράκτορας, θα του πώ ότι θέλω να πάω στο τάδε χωριό, θα πληρώσω και θα με πάη». Εμείς στο Δημοτικό ξέραμε όλον τον κόσμο άπ΄ έξω. Γιατί έπρεπε να ξέρης άπ΄ έξω τις πόλεις όλων των κρατών από πεντακόσιες χιλιάδες κατοίκους και άνω. Μετά έπρεπε να ξέρης τα μεγαλύτερα ποτάμια στο φάρδος και στο μάκρος και τα αμέσως μικρότερα, τα μεγαλύτερα βουνά κ.λπ. –πόσο μάλλον της Ελλάδος! Το έχω δεί και σε μεγάλους όχι μόνο σε μικρά παιδιά· φοιτητής να μην ξέρη πόσους κατοίκους έχει η πόλη στην οποία σπουδάζει! Ρώτησα έναν ποιό είναι το μεγαλύτερο βουνό της Ελλάδος, και δεν ήξερε. Ποιό είναι το μεγαλύτερο ποτάμι, τίποτε. Το πιό μικρό, ούτε αυτό. Φοιτητής και να μην ξέρη τίποτε για την Πατρίδα του! Θά΄ ρθούν μετά οι … «φίλοι» μας, οι γείτονες, και θα του πούν: «Αυτή δεν είναι πατρίδα σου· είναι πατρίδα δική μας», και θα τους απαντήση: «Καλά λέτε, έτσι είναι»! Καταλάβατε; Εκεί πάμε! Αν ρωτήσης όμως τα σημερινά παιδιά για το ποδόσφαιρο ή για την τηλεόραση, τα ξέρουν όλα και όλους άπ΄ έξω.Καί βλέπεις, ήρθαν παιδιά από την Αλβανία και ήξεραν γράμματα. «Πού τα μάθατε τα γράμματα;», ρωτάς τους Βορειοηπειρώτες. «Στίς φυλακές», σου λένε. Εκείνα τις φυλακές τις έκαναν σχολεία. Τα δικά μας τα παιδιά τα σχολεία τα έκαναν φυλακές· κλείστηκαν μόνα τους μέσα με τις καταλήψεις… Τα παιδιά σήμερα, ιδίως στην εφηβική ηλικία, είναι ζαλισμένα· πιό πολύ στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο. Στο πανεπιστήμιο είναι πιό ώριμα. Εκεί άλλωστε, όποτε θέλουν πηγαίνουν.
Καί αντί να λάβουν ορισμένα μέτρα για την παιδεία, κάνουν χειρότερα. Και όλα, βλέπω, τα πνευματικά πως τα αλλοιώνουν. Άκου τώρα προσευχή (1) σε αναγνωστικό του Δημοτικού Σχολείου: «Παναγιά μου, το μωρό σου είναι το πιό όμορφό του κόσμου»! Βρέ, τι πάθαμε! Παλιά τι μάθαιναν τα παιδιά στο σχολείο και τώρα τι μαθαίνουν! «Γιδούλα τετραπέρατη, κατσικοστριφτοκέρατη, μάσε τα διαβολάκια σου… να κάνουν κατσικόγαλο, να φάνε τα εγγονάκια σου, τα τρελλοδιαβολάκια σου» (2). Άντε τώρα να μαθαίνουν τέτοια πράγματα μικρά παιδιά! Αλλά το κάνουν για να προβάλουν τον διάβολο, όποτε από την άλλη οι Σατανιστές κάνουν την δουλειά τους. Ο Θεός να βάλη το χέρι Του, γιατί τώρα δεν βοηθιούνται να αλλοιώνωνται τα παιδιά, με την καλή έννοια, αλλά να δαιμονίζωνται.
Καί με τις γνώσεις που παίρνουν, δεν μαθαίνουν να δουλεύουν καθόλου το μυαλό, γι’ αυτό δεν παίρνει στροφές. Αλλά μυαλό που δεν παίρνει στροφές έχει αντάρα μέσα. Αυτοί που έκαναν εφευρέσεις, δούλευαν το μυαλό τους. Βρίσκονταν σε μία ανάγκη, σκέφτονταν πως θα την ξεπεράσουν. Σήμερα οι περισσότεροι κοιτάζουν τι γράφουν τα βιβλία, τι γράφουν οι σημειώσεις. Σ΄ αυτά παραμένουν· τίποτε παραπάνω και όλο νούμερα και αριθμούς έχουν· αυτή η βίδα στο νούμερο 1, η άλλη στο νούμερο 2, και αν τύχη να πάθη τίποτε καμμιά βίδα και δεν δουλεύη το μηχάνημα, αμέσως: «Νά φωνάξουμε τον μηχανικό». Δεν τους κόβει να πάρουν μία λίμα, να ανοίξουν λίγο την τρύπα, για να χωρέση η βίδα, ή να πάρουν λίγο πλαστικό, να τυλίξουν την βίδα, για να σφίξη, αλλά αμέσως: «Νά φωνάξουμε τον μηχανικό», λένε.
Τί να πώ; Και οι τηλεοράσεις και τα άλλα μέσα έχουν αποβλακώσει σήμερα τον άνθρωπο. Και έξυπνοι άνθρωποι γίνονται τελικά κασσέττες.
Θέλω να τονίσω δηλαδή πως ο άνθρωπος πρέπει να δουλεύη το μυαλό. Όλη η βάση εκεί είναι. γιατί, αν δεν δουλεύη το μυαλό, μαθαίνει, ας υποθέσουμε, τώρα αυτό, θα μπερδευθή ύστερα στο άλλο. Γι’ αυτό σκοπός είναι να γεννάη το μυαλό του, να βρίσκη λύσεις. Αν δεν γεννάη, τότε είναι υπανάπτυκτο.