Back to top

Από το Arpanet στο internet: 60 χρόνια δρόμος!

08/05/2018 - 12:26

Το σημερινό Internet για να φτάσει στη σημερινή μορφή που το γνωρίζουμε πέρασε από πάρα πολλά στάδια και εξελίξεις και πολλές έρευνες. Αποτελεί εξέλιξη του ARPANET, ενός δικτύου που άρχισε να αναπτύσσεται πειραματικά στα τέλη της δεκαετίας του 60 στις ΗΠΑ.

Μια πολύ σύντομη περιγραφή

Η ιστορία του Διαδικτύου ξεκίνησε με την ανάπτυξη των ηλεκτρονικών υπολογιστών στη δεκαετία του 1950. Αυτό άρχισε με την επικοινωνία point-to-point μεταξύ mainframe υπολογιστών και τερματικών , επεκτάθηκε σε point-to-point συνδέσεις ανάμεσα σε υπολογιστές και στη συνέχεια σε μεταγωγή πακέτων . Τα δίκτυα μεταγωγής πακέτων, όπως το ARPANET , Mark I , ΚΥΚΛΑΔΕΣ , Merit , Tymnet και Telenet , αναπτύχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές του 1970 χρησιμοποιώντας μια ποικιλία από πρωτόκολλα . Το ARPANET ειδικότερα οδήγησε στην ανάπτυξη πρωτοκόλλων για διαδικτύωση , όπου πολλαπλά χωριστά δίκτυα θα μπορούσαν να ενωθούν σε ένα "δίκτυο δικτύων". Το 1983 καθιερώνεται το πρωτόκολλο TCP/IP και τυπικά γεννιέται το Internet -  η έννοια του παγκοσμίου δικτύου των διασυνδεδεμένων δικτύων με το πρωτόκολλο TCP/IP. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 το Internet έχει αλλάξει σημαντικά την ζωή των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης της σχεδόν άμεσης επικοινωνίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου , ανταλλαγή άμεσων μηνυμάτων , Voice over Internet Protocol (VoIP) "τηλεφωνήματα", αμφίδρομου κλήσεις βίντεο , μεταφορά αρχείων μέσω FTP αλλά και η έκρηξη του Internet με τον  World Wide Web που δημιούργησε ο Tim Berners Lee to 1989 και λόγου αυτού έχουμε  φόρουμ συζητήσεων , blogs , κοινωνική δικτύωση , καθώς και online αγορές / εμπόριο. Πράγματα που παλιά έμοιαζαν φανταστικά, τώρα είναι εφικτά με το Internet.

 

internet 4

Δεκαετία ‘60: ARPANET

Στα πανεπιστήμια των ΗΠΑ οι ερευνητές ξεκινούν να πειραματίζονται με τη διασύνδεση απομακρυσμένων υπολογιστών μεταξύ τους. Το δίκτυο ARPANET γεννιέται το 1969 με πόρους του προγράμματος ARPA (Advanced Research Project Agency) του Υπουργείου Άμυνας, με σκοπό να συνδέσει το Υπουργείο με στρατιωτικούς ερευνητικούς οργανισμούς και να αποτελέσει ένα πείραμα για τη μελέτη της αξιόπιστης λειτουργίας των δικτύων. Στην αρχική του μορφή, το πρόγραμμα απέβλεπε στον πειραματισμό με μια νέα τεχνολογία γνωστή σαν μεταγωγή πακέτων (packet switching), σύμφωνα με την οποία τα προς μετάδοση δεδομένα κόβονται σε πακέτα και πολλοί χρήστες μπορούν να μοιραστούν την ίδια επικοινωνιακή γραμμή.

Στόχος ήταν η δημιουργία ενός διαδικτύου που θα εξασφάλιζε την επικοινωνία μεταξύ απομακρυσμένων δικτύων, έστω και αν κάποια από τα ενδιάμεσα συστήματα βρίσκονταν προσωρινά εκτός λειτουργίας. Κάθε πακέτο θα είχε την πληροφορία που χρειάζονταν για να φτάσει στον προορισμό του, όπου και θα γινόταν η επανασύνθεσή του σε δεδομένα τα οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο τελικός χρήστης.

Το παραπάνω σύστημα θα επέτρεπε σε υπολογιστές να μοιράζονται δεδομένα και σε ερευνητές να υλοποιήσουν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Δεκαετία ‘70: οι πρώτες συνδέσεις

Το 1973, ξεκινά ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα που ονομάζεται Internetting Project (Πρόγραμμα Διαδικτύωσης) προκειμένου να ξεπεραστούν οι διαφορετικοί τρόποι που χρησιμοποιεί κάθε δίκτυο για να διακινεί τα δεδομένα του. Στόχος είναι η διασύνδεση πιθανώς ανόμοιων δικτύων και η ομοιόμορφη διακίνηση δεδομένων από το ένα δίκτυο στο άλλο. Από την έρευνα γεννιέται μια νέα τεχνική, το Internet Protocol (IP) (Πρωτόκολλο Διαδικτύωσης), από την οποία θα πάρει αργότερα το όνομά του το Internet. Διαφορετικά δίκτυα που χρησιμοποιούν το κοινό πρωτόκολλο IP μπορούν να συνδέονται και να αποτελούν ένα διαδίκτυο. Σε ένα δίκτυο IP όλοι οι υπολογιστές είναι ισοδύναμοι, οπότε τελικά οποιοσδήποτε υπολογιστής του διαδικτύου μπορεί να επικοινωνεί με οποιονδήποτε άλλον.

Επίσης, σχεδιάζεται μια άλλη τεχνική για τον έλεγχο της μετάδοσης των δεδομένων, το Transmission Control Protocol (TCP) (Πρωτόκολλο Ελέγχου Μετάδοσης). Ορίζονται προδιαγραφές για τη μεταφορά αρχείων μεταξύ υπολογιστών (FTP) και για το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (E-mail). Σταδιακά συνδέονται με το ARPANET ιδρύματα από άλλες χώρες, με πρώτα το University College of London (Αγγλία) και το Royal Radar Establishment (Νορβηγία).

Δεκαετία ‘80: ένα παγκόσμιο δίκτυο για την ακαδημαϊκή κοινότητα

Το 1983, το πρωτόκολλο TCP/IP (δηλ. ο συνδυασμός των TCP και IP) αναγνωρίζεται ως πρότυπο από το Υπουργείο Άμυνας των ΗΠΑ. Η έκδοση του λειτουργικού συστήματος Berkeley UNIX το οποίο περιλαμβάνει το TCP/IP συντελεί στη γρήγορη εξάπλωση της διαδικτύωσης των υπολογιστών. Εκατοντάδες Πανεπιστήμια συνδέουν τους υπολογιστές τους στο ARPANET, το οποίο επιβαρύνεται πολύ και το 1983, χωρίζεται σε δύο τμήματα: στο MILNET (για στρατιωτικές επικοινωνίες) και στο νέο ARPANET (για χρήση αποκλειστικά από την πανεπιστημιακή κοινότητα και συνέχιση της έρευνας στη δικτύωση).

Το 1985, το National Science Foundation (NSF) δημιουργεί ένα δικό του γρήγορο δίκτυο, το NSFNET χρησιμοποιώντας το πρωτόκολλο TCP/IP, προκειμένου να συνδέσει πέντε κέντρα υπερ-υπολογιστών μεταξύ τους και με την υπόλοιπη επιστημονική κοινότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, όλο και περισσότερες χώρες συνδέονται στο NSFNET (Καναδάς, Γαλλία, Σουηδία, Αυστραλία, Γερμανία, Ιταλία, κ.α.). Χιλιάδες πανεπιστήμια και οργανισμοί δημιουργούν τα δικά τους δίκτυα και τα συνδέουν πάνω στο παγκόσμιο αυτό δίκτυο το οποίο αρχίζει να γίνεται γνωστό σαν INTERNET και να εξαπλώνεται με τρομερούς ρυθμούς σε ολόκληρο τον κόσμο. Το 1990, το ARPANET πλέον καταργείται.

Δεκαετία ‘90: ένα παγκόσμιο δίκτυο για όλους

Όλο και περισσότερες χώρες συνδέονται στο NSFNET, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα τo 1990.

Το 1993, το εργαστήριο CERN στην Ελβετία παρουσιάζει το World Wide Web (WWW) (Παγκόσμιο Ιστό) που αναπτύχθηκε από τον Tim Berners-Lee. Πρόκειται για ένα σύστημα διασύνδεσης πληροφοριών σε μορφή πολυμέσων (multimedia) που βρίσκονται αποθηκευμένες σε χιλιάδες υπολογιστές του Internet σε ολόκληρο τον κόσμο και παρουσίασής τους σε ηλεκτρονικές σελίδες, στις οποίες μπορεί να περιηγηθεί κανείς χρησιμοποιώντας το ποντίκι. To γραφικό αυτό περιβάλλον έκανε την εξερεύνηση του Internet προσιτή στον απλό χρήστη. Παράλληλα, εμφανίζονται στο Internet διάφορα εμπορικά δίκτυα που ανήκουν σε εταιρίες παροχής υπηρεσιών Internet (Internet Service Providers - ISP) και προσφέρουν πρόσβαση στο Internet για όλους. Οποιοσδήποτε διαθέτει PC και modem μπορεί να συνδεθεί με το Internet σε τιμές που μειώνονται διαρκώς. Το 1995, το NSFNET καταργείται πλέον επίσημα και το φορτίο του μεταφέρεται σε εμπορικά δίκτυα.

 

internet10

Η ανακάλυψη του WWW σε συνδυασμό με την ευκολία απόκτησης πρόσβασης στο Internet προσέλκυσε έναν μεγάλο αριθμό καινούργιων χρηστών και έφερε την “έκρηξη” που παρακολουθήσαμε τα τελευταία χρόνια.

Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Γης ζει σε χώρες που είναι συνδεδεμένες στο Internet. Παρατηρούμε ότι καθημερινά περιοδικά και εφημερίδες εκδίδονται “on-line” και μας παραπέμπουν στις διευθύνσεις τους, επιχειρήσεις και ιδιώτες φτιάχνουν τις δικές τους σελίδες στο WWW, κλπ. Είναι προφανές ότι το Internet δεν αποτελεί πλέον ένα δίκτυο των φοιτητών και των ερευνητών, αλλά ότι επεκτείνεται και επιδρά στις καθημερινές πρακτικές όλων μας. Ήδη μιλάμε για ηλεκτρονικό εμπόριο, τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, τηλεϊατρική, κλπ. μέσα από το Internet.

internet 1

Ας δούμε τώρα λίγο πιο αναλυτικά την ιστορία του Internet . . .

Οι πρώτες απόπειρες για την δημιουργία ενός διαδικτύου ξεκίνησαν στις ΗΠΑ κατά την διάρκεια του ψυχρού πολέμου. Η Ρωσία είχε ήδη στείλει στο διάστημα τον δορυφόρο Σπούτνικ 1 κάνοντας τους Αμερικανούς να φοβούνται όλο και περισσότερο για την ασφάλεια της χώρας τους. Θέλοντας λοιπόν να προστατευτούν από μια πιθανή πυρηνική επίθεση των Ρώσων δημιούργησαν την υπηρεσία προηγμένων αμυντικών ερευνών ARPA (Advanced Research Project Agency) γνωστή ως DARPA (Defense Advanced Research Projects Agency) στις μέρες μας. Αποστολή της συγκεκριμένης υπηρεσίας ήταν να βοηθήσει τις στρατιωτικές δυνάμεις των ΗΠΑ να αναπτυχθούν τεχνολογικά και να δημιουργηθεί ένα δίκτυο επικοινωνίας το οποίο θα μπορούσε να επιβιώσει σε μια ενδεχόμενη πυρηνική επίθεση.

Το αρχικό θεωρητικό υπόβαθρο δόθηκε από τον J.C.R. Licklider που ανέφερε σε συγγράμματά του το "γαλαξιακό δίκτυο". Η θεωρία αυτή υποστήριζε την ύπαρξη ενός δικτύου υπολογιστών που θα ήταν συνδεδεμένοι μεταξύ τους και θα μπορούσαν να ανταλλάσσουν γρήγορα πληροφορίες και προγράμματα. Το επόμενο θέμα που προέκυπτε ήταν ότι το δίκτυο αυτό θα έπρεπε να ήταν αποκεντρωμένο έτσι ώστε ακόμα κι αν κάποιος κόμβος του δεχόταν επίθεση να υπήρχε δίοδος επικοινωνίας για τους υπόλοιπους υπολογιστές. Τη λύση σε αυτό έδωσε ο Paul Baran με τον σχεδιασμό ενός κατανεμημένου δικτύου επικοινωνίας που χρησιμοποιούσε την ψηφιακή τεχνολογία. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η θεωρία ανταλλαγής πακέτων του Leonard Kleinrock, που υποστήριζε ότι πακέτα πληροφοριών που θα περιείχαν την προέλευση και τον προορισμό τους μπορούσαν να σταλούν από έναν υπολογιστή σε έναν άλλο.

Στηριζόμενο λοιπόν σε αυτές τις τρεις θεωρίες δημιουργήθηκε το πρώτο είδος διαδικτύου γνωστό ως ARPANET. Εγκαταστάθηκε και λειτούργησε για πρώτη φορά το 1969 με 4 κόμβους μέσω των οποίων συνδέονται 4 μίνι υπολογιστές (mini computers 12k): του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στην Σάντα Μπάρμπαρα του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες, το SRI στο Στάνφορντ και το πανεπιστήμιο της Γιούτα. Η ταχύτητα του δικτύου έφθανε τα 50 kbps και έτσι επιτεύχθηκε η πρώτη dial up σύνδεση μέσω γραμμών τηλεφώνου. Μέχρι το 1972 οι συνδεδεμένοι στο ARPANET υπολογιστές έχουν φτάσει τους 23, οπότε και εφαρμόζεται για πρώτη φορά το σύστημα διαχείρισης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου(e-mail).

Παράλληλα δημιουργήθηκαν και άλλα δίκτυα, που χρησιμοποιούσαν διαφορετικές μεθόδους και τεχνικές(όπως το x.25 και το UUCP) τα οποία συνδέονταν με το ARPANET. Το πρωτόκολλο που χρησιμοποιούσε το ARPANET ήταν το NCP (Network Control Protocol), το οποίο, όμως, είχε το μειονέκτημα ότι λειτουργούσε μόνο με συγκεκριμένους τύπους υπολογιστών. Έτσι, δημιουργήθηκε η ανάγκη στις αρχές του 1970 για ένα πρωτόκολλο που θα ένωνε όλα τα δίκτυα που είχαν δημιουργηθεί μέχρι τότε. Το 1974 λοιπόν, δημοσιεύεται η μελέτη των Βιντ Σερφ (Vint Cerf) και Μπομπ Κάαν (Bob Kahn) από την οποία προέκυψε το πρωτόκολλο TCP (Transmission Control Protocol) που αργότερα το 1978 έγινε TCP/IP, προστέθηκε δηλαδή το Internet Protocol (IP), και τελικά το 1983 έγινε το μοναδικό πρωτόκολλο που ακολουθούσε το ARPANET.

Το 1984 υλοποιείται το πρώτο DNS (Domain Name System) σύστημα στο οποίο καταγράφονται 1000 κεντρικοί κόμβοι και οι υπολογιστές του διαδικτύου πλέον αναγνωρίζονται από διευθύνσεις κωδικοποιημένων αριθμών. Ένα ακόμα σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη του Διαδικτύου έκανε το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών (National Science Foundation, NSF) των ΗΠΑ, το οποίο δημιούργησε την πρώτη διαδικτυακή πανεπιστημιακή ραχοκοκαλιά (backbone), το NSFNet, το 1986. Ακολούθησε η ενσωμάτωση άλλων σημαντικών δικτύων, όπως το Usenet, το Fidonet και το Bitnet.

Ο όρος Διαδίκτυο/Ίντερνετ ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ευρέως την εποχή που συνδέθηκε το APRANET με το NSFNet και Ίντερνετ σήμαινε οποιοδήποτε δίκτυο χρησιμοποιούσε TCP/IP. Η μεγάλη άνθιση του Διαδικτύου όμως, ξεκίνησε με την εφαρμογή της υπηρεσίας του Παγκόσμιου Ιστού από τον Τιμ Μπέρνερς-Λι στο ερευνητικό ίδρυμα CERN το 1989, ο οποίος είναι, στην ουσία, η πλατφόρμα, η οποία κάνει εύκολη την πρόσβαση στο Ίντερνετ, ακόμα και στη μορφή που είναι γνωστό σήμερα

Οι πληροφορίες στο Διαδίκτυο

Το Ίντερνετ, σε συνδυασμό με την ολοένα αναπτυσσόμενη ψηφιακή τεχνολογία, έχει δημιουργήσει μία τεράστια αγορά γνώσεων/πληροφοριών. Παραδοσιακές μορφές τέχνης (όπως για παράδειγμα ο κινηματογράφος και η μουσική) μέσω της ψηφιακής τεχνολογίας παίρνουν την ίδια μορφή (αρχείων δεδομένων) με αντικείμενα που εκ πρώτης όψεως είναι εντελώς διαφορετικά (όπως για παράδειγμα η ιατρική επιστήμη ή κάποιο πρόγραμμα λογισμικού). Παρατηρείται λοιπόν μία συγκέντρωση γνώσης ή, αν είναι δυνατό να λεχτεί, πολιτιστικής κληρονομιάς, που σχετίζεται άμεσα με το Ίντερνετ. Το μεγάλο ερώτημα που προκύπτει πλέον είναι το "ποιος θα διοικήσει, ποιος θα ελέγξει την γνώση αυτή".

Από τη στιγμή που το Διαδίκτυο είναι ένα δίκτυο συνδεδεμένων υπολογιστών, κάθε χρήστης έχει την δυνατότητα να μοιραστεί πληροφορίες με άλλους χρήστες γενόμενος, πολλές φορές, ο ίδιος δημιουργός και πάροχος των πληροφοριών αυτών. Δεν υπάρχει άμεσος έλεγχος των πληροφοριών που "ανεβαίνουν" στο Διαδίκτυο από κάποιον ιεραρχικά ανώτερο χρήστη ή οργανισμό. Το θέμα της μη ιεραρχημένης πληροφορίας, όμως, τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ο όγκος της πληροφορίας στο Διαδίκτυο είναι πράγματι μεγάλος. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν πληροφορίες ευκολότερα και δυσκολότερα προσβάσιμες από τον χρήστη.

Το Ίντερνετ έκανε δυνατή την συγκέντρωση μεγάλου όγκου πληροφοριών και επηρέασε σημαντικά τον τρόπο διάθεσής τους. Δεν συμβαίνει, όμως, στον ίδιο βαθμό το ίδιο και στον τρόπο παραγωγής αυτών. Για παράδειγμα, ο τρόπος παραγωγής μιας κινηματογραφικής ταινίας δεν έχει επηρεαστεί σημαντικά απο την ύπαρξη του Ίντερνετ, ανεξάρτητα από το αν έχει επηρεαστεί ή όχι από την ψηφιακή τεχνολογία. Παρ' όλα αυτά, και σύμφωνα με την ιντερνετοφιλική προσέγγιση, το Διαδίκτυο ασκεί μεγάλη επίδραση στην διαδικασία παραγωγής δημοσιογραφικών προϊόντων. Η δημιουργία της είδησης παύει να είναι πλέον μονοπώλιο λίγων, αφού ο κάθε χρήστης μπορεί εάν το επιθυμεί να δημιουργήσει πληροφορία ανά πάσα στιγμή. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα της επίδρασης αυτής είναι τα ιστολόγια (blogs), όπου μπορεί κανείς να εκφέρει απόψεις και να σχολιάσει γεγονότα πάσης φύσεως (βλ. δημοσιογραφία στον ιστό και δημοσιογραφία των πολιτών). Ως αποτέλεσμα της επιρροής αυτής του Ίντερνετ στη παραγωγή ειδήσεων τα όρια μεταξύ ενός απλού χρήστη του διαδικτύου και ενός επαγγελματία δημοσιογράφου γίνονται περισσότερο δυσδιάκριτα. Αυτό με τη σειρά του οδηγεί στην ανάγκη για επαναπροσδιορισμό της έννοιας της δημοσιογραφίας καθώς και της απαραίτητης εκπαίδευσης των δημοσιογράφων. Η ανάγκη για τον επαναπροσδιορισμό της δημοσιογραφίας, όμως, δεν είναι τόσο μεγάλη σύμφωνα με τους υποστηριχτές της "αντι-πλουραλιστικής" προσέγγισης, καθώς θεωρούν πως το Ίντερνετ δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστική επίδραση στην επικοινωνία γενικότερα και στην δημοσιογραφία ειδικότερα.

Επίσης, λόγω της μεγάλης συγκέντρωσης γνώσης στο Διαδίκτυο, η έννοια της κοινωνικής ισότητας παίρνει και πάλι μεγάλη σημασία. Το χάσμα ανάμεσα σε πληροφοριακά πλούσιους και πληροφοριακά φτωχούς θα διευρύνεται όσο αυξάνεται η συγκέντρωση της γνώσης αυτής. Το παραπάνω αποτελεί ακόμα έναν λόγο που κάνει πιο επιτακτική την ανάγκη για διερεύνηση του αρχικού ερωτήματος "ποιος θα ελέγξει τη γνώση αυτή".

Η γλώσσα που χρησιμοποιείται περισσότερο στη διακίνηση της πληροφορίας στο Διαδίκτυο είναι η Αγγλική. Έχοντας αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια, το Διαδίκτυο περιλαμβάνει πλέον ποιοτικά και ποσοτικά ευρύ περιεχόμενο και στις υπόλοιπες γλώσσες των περισσότερο αναπτυγμένων χωρών. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμα δυσλειτουργίες και τεχνικά προβλήματα σχετικά με την κωδικοποίηση, όπως το mojibake.

Νομικά και ηθικά ζητήματα

Η παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, η πορνογραφία, η ψευδοπροσωπία και η προσφορά παρανόμων προϊόντων είναι φαινόμενα υπαρκτά στο Ίντερνετ και ο περιορισμός τους είναι ιδιαίτερα δύσκολος. Για παράδειγμα, η λέξη "sex" παραμένει μία από τις πλέον δημοφιλείς στις μηχανές αναζήτησης. Συχνά, η ανησυχία αυτή, που θεωρείται από κάποιους αβάσιμη, μπορεί να υποστηριχθεί από κάποια εγκλήματα ή αποτρόπαιες καταστάσεις (συνήθως περιπτώσεις παιδεραστίας κ.ά.).

Το Διαδίκτυο έχει κατηγορηθεί ως παράγοντας που έπαιξε ρόλο σε θανάτους  Ο Brandon Vedas πέθανε από υπερβολική δόση ενός μίγματος νομίμων και παρανόμων ναρκωτικών παρακινούμενος από συνομιλητές του στο IRC. Ο Shawn Woolley αυτοκτόνησε με πιστόλι για λόγους που σχετίζονται με τον εθισμό του με το EverQuest, ένα Μαζικά Πολυχρηστικό Διαδικτυακό Παιχνίδι Ρόλων (MMORPG), όπως ισχυρίστηκε η μητέρα του. Ο Armin Meiwes μαχαίρωσε μέχρι θανάτου και έφαγε μέρος του σώματος του Bernd Jurgen Brandes όταν ο τελευταίος απάντησε στην αγγελία του πρώτου που ζητούσε έναν «μεγαλόσωμο άνδρα έτοιμο να σφαγιαστεί και μετά να καταβροχθιστεί».

Επιπλέον, το Διαδίκτυο είναι μη ελεγχόμενο, με την έννοια ότι δεν υπάρχει κάποια ενιαία κυβερνητική ή άλλη, αντίστοιχη, αρχή, η οποία να ελέγχει το περιεχόμενό του πριν αυτό δημοσιευθεί - σύμφωνα με πολλούς χρήστες αυτό θα αποτελούσε λογοκρισία. Όπως χαρακτηριστικά λέγεται "το Διαδίκτυο ελέγχεται από τους χρήστες του". Βεβαίως, οι κρατικές υπηρεσίες και αστυνομίες σε κάθε χώρα, καθώς και οι αντίστοιχες νομοθετικές ρυθμίσεις, παρεμβαίνουν για την αναστολή των αξιόποινων πράξεων που διαπράττονται μέσω Διαδικτύου.

Επίσης, ένα ακόμη ηθικό ζήτημα είναι ο συγκεντρωτισμός των Μ.Μ.Ε. και αναφέρεται στο ολιγοπώλιο μικρού σχετικά αριθμού εταιριών που κατέχουν τα μέσα και ελέγχουν όλη την αλυσίδα διανομής του προϊόντος. Στα πλαίσια του Διαδικτύου τίθεται το ερώτημα του κατά πόσο οι οικονομικές διαδικασίες στο παρόν καπιταλιστικό γίγνεσθαι περιορίζουν τη δημόσια σφαίρα και το αν είναι αποδεκτή ή κατακριτέα η πρωτοφανής ισοτιμία στην παρουσία και διαχείριση της πληροφορίας και του εμπορεύματος στο χώρο του Ίντερνετ. Επίσης παρά το γεγονός ότι το Ίντερνετ συχνά περιγράφεται ως αποκεντρωμένο, με απροσπέλαστο όγκο πληροφοριών και, συνεπώς, χωρίς κεντρικό έλεγχο, είναι εμφανής η εκτενής ιεράρχηση του περιεχομένου από μηχανές αναζήτησης και η γενικότερη διαιώνιση των ιστοτόπων με την υψηλότερη επισκεψιμότητα. 

internet 2

Πρόσβαση στο Διαδίκτυο

Κοινές μέθοδοι πρόσβασης στο Διαδίκτυο είναι η επιλογική και η ευρυζωνική. Δημόσιοι χώροι για χρήση του Διαδικτύου περιλαμβάνουν τις βιβλιοθήκες και τα Internet cafes, όπου υπάρχουν διαθέσιμοι Η/Υ με σύνδεση στο Διαδίκτυο. Υπάρχουν, επίσης, σημεία πρόσβασης στο Διαδίκτυο σε δημόσιους χώρους όπως αίθουσες αναμονής αεροδρομίων, μερικές φορές μόνο για σύντομη χρήση ενόσω βρισκόμαστε σε αναμονή. Τέτοια σημεία είναι γνωστά και με διάφορους άλλους όρους, όπως «δημόσια περίπτερα Διαδικτύου», «δημόσια τερματικά Διαδικτύου» και «ιστο - τηλέφωνα».

Η δικτύωση μέσω Wi-Fi παρέχει ασύρματη πρόσβαση στο Διαδίκτυο. Ασύρματα σημεία πρόσβασης (hotspot) που παρέχουν τέτοια πρόσβαση περιλαμβάνουν τα Wifi-cafes, όπου κάποιος αρκεί να φέρει τις δικές του/της ασύρματες συσκευές όπως φορητό Η/Υ ή PDA. Οι υπηρεσίες αυτές μπορεί να είναι δωρεάν σε όλους, είτε δωρεάν μόνο σε πελάτες, είτε επί πληρωμή. Ένα hotspot δεν χρειάζεται να περιορίζεται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Ολόκληρες πανεπιστημιουπόλεις και πάρκα έχουν αυτή τη δυνατότητα, ακόμα και ολόκληρες περιοχές. Προσπάθειες να συνδεθεί και ο αγροτικός πληθυσμός έχουν οδηγήσει στα ασύρματα κοινοτικά δίκτυα.

Τα πλεονεκτήματα της πρόσβασης ενός χρήστη μέσω του δικού του υπολογιστή (αντί μέσω δημόσιου τερματικού) περιλαμβάνουν τη δυνατότητα για κατέβασμα και ανέβασμα αρχείων χωρίς περιορισμούς, τη χρήση του αγαπημένου του φυλλομετρητή (web browser) και των ρυθμίσεων αυτού (το μενού των ρυθμίσεων μπορεί να απενεργοποιηθεί σε έναν δημόσιο υπολογιστή) και την εκτέλεση δραστηριοτήτων στο Ίντερνετ με τη χρήση δικών του προγραμμάτων και δεδομένων.

Χώρες με πολύ καλή πρόσβαση στο Ίντερνετ περιλαμβάνουν την Νότια Κορέα, όπου το 50% του πληθυσμού έχει ευρυζωνική πρόσβαση, τη Σουηδία και τις ΗΠΑ.

internet9

ΛΙΓΑ ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ARPANET

Το ARPANET (Advanced Research Projects Agency Network) ήταν το πρώτο στον κόσμο δίκτυο μεταγωγής πακέτου και το δίκτυο πυρήνας ενός συνόλου που θα συνέθετε το παγκόσμιο Διαδίκτυο (internet). Το δίκτυο χρηματοδοτήθηκε από το Γραφείο ερευνών Αμύνης (Defense Advanced Research Projects Agency (DARPA)) του τμήματος άμυνας των Ηνωμένων Πολιτειών για χρήση στα πανεπιστήμια και εργαστήρια ερευνών στις Η.Π.Α.. Η μεταγωγή πακέτων του ARPANET βασίστηκε σε σχέδια του Lawrence Roberts του εργαστηρίου 'Lincoln Laboratory'. 

Η μεταγωγή πακέτου (Packet switching), σήμερα η κυρίαρχη βάση για την επικοινωνία δεδομένων παγκοσμίως, ήταν μια νέα αντίληψη την στιγμή της σύλληψης της δημιουργίας του ARPANET. Οι επικοινωνίες δεδομένων είχαν βασιστεί στη μεταγωγή κυκλώματος, όπως στο παραδοσιακό τηλεφωνικό δίκτυο, όπου μια τηλεφωνική κλήση δεσμεύει ένα αφοσιωμένο (dedicated) κύκλωμα για τη διάρκεια της τηλεφωνικής συνόδου και η επικοινωνία είναι δυνατή μόνο ανάμεσα στα δύο διασυνδεδεμένα μέρη.

Με τη μεταγωγή πακέτου, ένα σύστημα δεδομένων μπορούσε να χρησιμοποιήσει έναν επικοινωνιακό σύνδεσμο για να επικοινωνήσει με περισσότερα από ένα μηχανήματα συλλέγοντας δεδομένα σε datagrams και μεταδίδοντάς τα ως πακέτα στον αφιερωμένο σύνδεσμο δικτύου, όποτε ο σύνδεσμος δεν ήταν σε χρήση. Έτσι, όχι μόνο ο σύνδεσμος μπορούσε να είναι σε κοινή χρήση, όπως μια μόνο θυρίδα ταχυδρομείου μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να σταλούν γράμματα σε διαφορετικούς προορισμούς, αλλά κάθε πακέτο μπορούσε να δρομολογηθεί ανεξάρτητα από τα άλλα πακέτα.

Ιστορία - Παρανοήσεις στους στόχους σχεδιασμού 

Η κοινή αντίληψη για το ARPANET ήταν ότι το δίκτυο υπολογιστών σχεδιάστηκε για να επιζήσει μιας πυρηνικής επίθεσης. Στο A Brief History of the Internet, Η κοινωνία του διαδικτύου (Internet society) περιγράφει την εξέλιξη των τεχνικών ιδεών που δημιούργησαν το ARPANET:

Ήταν από την μελέτη RAND όπου ξεκίνησε η λάθος φήμη, ισχυριζόμενη ότι το ARPANET σχετίζονταν κατά κάποιο τρόπο με το χτίσιμο ενός δικτύου που αντιστέκεται σε πυρηνικό πόλεμο. Αυτό δεν ήταν ποτέ αληθές για το ARPANET, μόνο η μελέτη RAND στην ασφάλεια φωνής θεώρησε τον πυρηνικό πόλεμο. Ωστόσο, η μετέπειτα εργασία στο Internetting έδωσε έμφαση στη σταθερότητα και τη δυνατότητα επιβίωσης, περιλαμβάνοντας την ικανότητα να αντέχει απώλειες μεγάλων τμημάτων του υπάρχοντος δικτύου.    

Αν και το ARPANET σχεδιάστηκε να αντέχει απώλειες από υποδίκτυα, ο κύριος λόγος ήταν ότι οι εναλλαγές κόμβων και συνδέσμων δικτύων ήταν μη αξιόπιστες, ακόμη και χωρίς πυρηνικές επιθέσεις. Για την έλλειψη πηγών που οδήγησε στην δημιουργία του ARPANET, o Charles Herzfeld, διευθυντής του ARPA (1965–1967), είπε:

        Το ARPANET δεν ξεκίνησε για να δημιουργήσει ένα σύστημα Εντολών και ελέγχου (Command and Control) που θα επιβίωνε μιας πυρηνικής επίθεσης, όπως πολλοί τώρα ισχυρίζονται. Το να κατασκευάσεις ένα τέτοιο σύστημα ήταν, καθαρά, μια βασική στρατιωτική ανάγκη, αλλά δεν ήταν η αποστολή του ARPA να το κάνει αυτό. Στην πραγματικότητα, θα μας είχαν επικρίνει δριμύτατα αν το είχαμε προσπαθήσει. Αντίθετα, το ARPANET προήλθε από τον προβληματισμό ότι υπήρχε μόνο ένας περιορισμένος αριθμός μεγάλων, ισχυρών ερευνητικών υπολογιστών στη χώρα, και ότι πολλοί ερευνητές, που θα είχαν πρόσβαση σε αυτούς, ήταν γεωγραφικά απομακρυσμένοι από αυτούς.    

Ανάπτυξη και εξέλιξη 

Το Μάρτιο του 1970, το ARPANET έφτασε στην ανατολική ακτή των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν ένας κόμβος διεπαφής επεξεργασίας μηνυμάτων (Interface Message Processor ή IMP) τεχνολογίας BBN του Cambridge, Massachusetts συνδέθηκε στο δίκτυο. Κατόπιν, το ARPANET μεγάλωσε: 9 IMP τον Ιούνιο του 1970, 13 IMP τον Δεκέμβριο του 1970, κατόπιν 18 τον Σεπτέμβριο του 1971 (όταν το δίκτυο περιλάμβανε 23 πανεπιστήμια και κυβερνητικά host). 29 IMP Τον Αύγουστο του 1972 και 40 τον Σεπτέμβριο του 1973. Τον Ιούνιο του 1974, υπήρχαν 46 IMP, τον Ιούλιο του 1975 το δίκτυο αριθμούσε 57 IMP. Το 1981, ο αριθμός ήταν 213 κεντρικοί υπολογιστές (host), με έναν host να προστίθεται κατά προσέγγιση κάθε είκοσι μέρες.

Το 1973 μια υπερατλαντική δορυφορική σύνδεση συνέδεσε το Norwegian Seismic Array (NORSAR) στο ARPANET, κάνοντας την Νορβηγία την πρώτη χώρα εκτός των Η.Π.Α. που συνδέθηκε στο δίκτυο. Την ίδια περίοδο ένα επίγειο κύκλωμα πρόσθεσε ένα IMP του Λονδίνου .

To 1975, το ARPANET ανακυρύχθηκε "λειτουργικό". Η υπηρεσία Άμυνας Πληροφοριακών Συστημάτων Defense Communications Agency πήρε τον έλεγχο αφότου το ARPA προορίζονταν να χρηματοδοτήσει προηγμένες έρευνες.

Το 1983, το ARPANET χωρίστηκε από τους στρατιωτικούς ιστοτόπους των Η.Π.Α. οι οποίοι πήγαν στο δικό τους στρατιωτικό δίκτυο (MILNET) για ακατηγοροποίητες επικοινωνίες του τμήματος άμυνας. Ο συνδυασμός ονομάστηκε Defense Data Network (DDN) . Ο διαχωρισμός του στρατιωτικού και πολιτικού δικτύου μείωσαν τους κόμβους του ARPANET από 113 σε 68. Τα Gateways μετέδιδαν το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (e-mail) ανάμεσα στα δύο δίκτυα. Το MILNET αργότερα έγινε το NIPRNet.

Τεχνολογία 

Το 1970 προστέθηκε υποστήριξη για IMP σε IMP κυκλώματα μέχρι 230.4 kbit/s, αν και σκέψεις σχετικά με το κόστος και την επεξεργαστική ισχύ των IMP σήμαινε ότι στην πράξη αυτή η ικανότητα δεν χρησιμοποιήθηκε ενεργά.

Το ξεκίνημα του 1971 είδε τη χρήση μιας μια νέας τεχνολογίας IMP (non-ruggedized) που ήταν σημαντικά πιο 'ελαφριά'.

Μπορούσε επίσης να διαμορφωθεί σαν Terminal Interface Processor (TIP)το οποίο παρείχε υποστήριξη εξυπηρετητή τερματικού (terminal server) για μέχρι 63 σειριακά τερματικά ASCII μέσω ενός ελεγκτή πολλών γραμμών (multi - line) στη θέση ενός από τους host. Το 316 χαρακτηρίζονταν από ένα μεγαλύτερο βαθμό ενσωμάτωσης από το 516, που το έκανε λιγότερο ακριβό και πιο εύκολο στη συντήρηση. Το 316 διαμορφώνονταν με 40 kB κύριας μνήμης για ένα TIP. Το μέγεθος της κύριας μνήμης αργότερα αυξήθηκε στα 32 kB για τα IMP και 56 kB για τα TIP.

Το 1975 η BBN εισήγαγε λογισμικό για τα IMP που έτρεχε στους πολυεπεξεργαστές Pluribus. Εμφανίστηκαν σε έναν μικρό αριθμό από sites. To 1981, η ΒΒΝ εισήγαγε λογισμικό για τα IMP που έτρεχε στους επεξεργαστές C/30, που ήταν δικό της προϊόν.

Το 1983, τα πρωτόκολλα TCP/IP αντικατέστησαν το NCP ως το κύριο πρωτόκολλο του ARPANET, και έτσι το ARPANET έγινε ένα από δίκτυο του πρώιμου Διαδικτύου (Internet).

 

Λογισμικό και πρωτόκολλα

Το αρχικό σημείο για την επικοινωνία host-to-host ήταν το 1822 πρωτόκολλο BBN report 1822. το οποίο καθόριζε τη μετάδοση των μηνυμάτων σε έναν IMP. Η διαμόρφωση (format) του μηνύματος σχεδιάστηκε ώστε να λειτουργεί με ένα ευρύ φάσμα αρχιτεκτονικών υπολογιστών. Ένα μήνυμα 1822 αρχικά αποτελούνταν από τον τύπο του μηνύματος, έναν αριθμό διεύθυνσης του host (numeric host address) και ένα πεδίο δεδομένων. Για να στείλει ένα μήνυμα δεδομένων σε έναν άλλον host, ο host που μετέδιδε το μήνυμα διαμόρφωνε το μήνυμα δεδομένων περιλαμβάνοντας τη διεύθυνση προορισμού του host και το μήνυμα στέλνονταν, κατόπιν μετέδιδε το μήνυμα μέσω της διασύνδεσης 1822 του υλικού. Το IMP παρέδιδε το μήνυμα στη διεύθυνση προορισμού, είτε παραδίδοντάς το σε έναν τοπικά συνδεδεμένο host ή σε έναν άλλον IMP. Όταν τελικά το μήνυμα παραδίδονταν στη διεύθυνση του host, ο λαμβάνον IMP εξέπεμπε ένα αναγνωριστικό Ready for Next Message (RFNM), στον αποστέλλοντα host IMP.

Αντίθετα με τα σύγχρονα Datagram του διαδικτύου, το ARPANET σχεδιάστηκε για να μεταδίδει αξιόπιστα μηνύματα 1822, και να πληροφορεί τον host υπολογιστή για την απώλεια κάποιου μηνύματος. Το σημερινό IP δεν είναι αξιόπιστο, ενώ το TCP είναι. Παρόλα αυτά, το 1822 πρωτόκολλο αποδείχθηκε ανεπαρκές για τη διαχείριση πολλαπλών συνδέσεων ανάμεσα σε διαφορετικές εφαρμογές του ίδιου host υπολογιστή. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίστηκε με το Network Control Program (NCP), το οποίο αποδείχθηκε η σταθερή μέθοδος για την εγκατάσταση αξιόπιστων, με έλεγχο ροής, διπλής κατεύθυνσης συνδέσεων επικοινωνίας ανάμεσα σε διαφορετικές διεργασίες διαφορετικών host υπολογιστών. Η διασύνδεση NCP επέτρεψε το Λογισμικό εφαρμογών να συνδεθεί κατά μήκος του ARPANET εφαρμόζοντας πρωτόκολλα επικοινωνίας υψηλότερου επιπέδου, ένα αρχικό παράδειγμα χρήσης της αντίληψης protocol layering τ οποίο ενσωματώθηκε στο μοντέλο OSI. Το 1983 το πρωτόκολλο TCP/IP αντικατέστησε το NCP ως το κυρίως πρωτόκολλο του ARPANET, και το ARPANET έγινε ένα στοιχείο του πρώιμου διαδικτύου (internet).

internet 3

Εφαρμογές Δικτύου 

Το NCP παρείχε ένα σταθερό σύνολο (standard set) από υπηρεσίες δικτύου που μπορούσαν να διαμοιραστούν σε αρκετές εφαρμογές που έτρεχαν σε έναν μόνο host υπολογιστή. Αυτό οδήγησε στην εξέλιξη των πρωτοκόλλων εφαρμογών που λειτουργούσαν, πάνω κάτω, ανεξάρτητα από την υπηρεσία δικτύου. Όταν το ARPANET μετέβη στα πρωτόκολλα του διαδικτύου το 1983, τα κύρια πρωτόκολλα εφαρμογών ακολούθησαν επίσης.

Ε-mail: το 1971, ο Ray Tomlinson του BBN έστειλε το πρώτο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στο δίκτυο . Από το 1973 τα μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου αποτελούσαν το 75% της κίνησης στο ARPANET.

Μεταφορά αρχείων: το πρωτόκολλο μεταφοράς αρχείων (FTP) καθορίστηκε και εφαρμόστηκε από το 1973, επιτρέποντας τη μεταφορά αρχείων στο ARPANET.

Μεταφορά φωνής.

Για περισσότερες πληροφορίες δείτε και εδώ :