Κανείς άγιος δεν έγραψε ποτέ ότι η φθορά αυτή επιβαρύνει τη γυναίκα (ή τον άντρα) με κάποια ενοχή.Ο χριστιανισμός –ο «δικός μας» χριστιανισμός, δηλαδή η αρχαία και η ορθόδοξη πατερική παράδοση– δεν είναι ευσεβιστικός ηθικισμός, όπως φαντασιώνονται οι διάφοροι «επικριτές» του.
Οι επικριτές αυτοί σκιαμαχούν εναντίον ενός ειδώλου του «χριστιανισμού», που έχουν πλάσει με τη φαντασία τους ανακατεύοντας στοιχεία από τις πιο ακραίες ηθικιστικές εκδοχές του παπισμού και του προτεσταντισμού, μαζί με όλες τις εκτροπές από το αυθεντικό χριστιανικό ήθος που έχουν παρατηρηθεί κατά καιρούς σε αποτυχημένους αδελφούς μας χριστιανούς.
Αυτό το φανταστικό είδωλο δεν αντιστοιχεί στο χριστιανισμό, αλλά είναι τόσο αποκρουστικό για κάθε στοιχειωδώς καταρτισμένο ορθόδοξο χριστιανό, όσο το εμφανίζουν και για τους ίδιους οι «επικριτές» μας. Λέω «το εμφανίζουν», γιατί συχνά φαίνονται τόσο πουριτανοί και μισαλλόδοξοι, που ωχριά μπροστά τους και ο πιο θρησκόληπτος φανατικός –τον οποίο, σημειωτέον, εμείς συνεχίζουμε να αγαπάμε ενώ εκείνοι είναι έτοιμοι να λιθοβολήσουν.
Δεν υπάρχει λοιπόν ενοχή, ούτε οφείλεται σε ενοχή, ο περιορισμός της γυναίκας κατά την περίοδο και του άντρα μετά την ονείρωξη.
«Ούτε η νόμιμη σαρκική απόλαυση, ούτε το συζυγικό κρεβάτι, ούτε η ροή αίματος, ούτε οι εκσπερματώσεις κατά τον ύπνο μπορούν να κηλιδώσουν τη φύση του ανθρώπου ή να απομακρύνουν το Άγιο Πνεύμα, παρά μόνο η ασέβεια και η παράνομη πράξη. […] Εσύ λοιπόν, κυρία μου, εάν, όπως λες, κατά τις ημέρες της περιόδου στερείσαι το Άγιο Πνεύμα, τότε είσαι γεμάτη από το ακάθαρτο πνεύμα. […] Αυτές είναι άσκοπες εφευρέσεις ανθρώπων μωρών που δεν έχουν μυαλό». Και συνεχίζει: Το μόνο που κηλιδώνει την ψυχή είναι «η ασέβεια στο Θεό και η παρανομία και η αδικία προς τον πλησίον, εννοώ δηλαδή η αρπαγή ή η βία, και οτιδήποτε αντίθετο στη δικαιοσύνη Του, όπως η μοιχεία ή η πορνεία» («Διαταγές των Αποστόλων», Στ΄, ΕΠΕ, 1, 321-325).
Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (που τόσο μισούν οι «επικριτές» του χριστιανισμού), ερμηνεύει στο Πηδάλιον τον κανόνα 2 του αγίου Διονυσίου Αλεξανδρείας. Στον κανόνα αυτό ο άγιος Διονύσιος αναφέρει ότι μια γυναίκα σε περίοδο είναι αυτονόητο ότι από μόνη της, χωρίς να της το πει κάποιος, δεν πλησιάζει στη θεία Μετάληψη –όπως και η αιμορροούσα του ευαγγελίου άγγιξε μόνο το «κράσπεδον του ιματίου» του Ιησού και όχι το σώμα Του.
Εκεί ο άγιος Νικόδημος αναρωτιέται σε εκτενή υποσημείωση: «Διατί δε την ρύσιν του τοιούτου αίματος και την ταύτην έχουσαν γυναίκα ακάθαρτον ωνόμασεν ο Θεός; φαίνεται γαρ ότι η ρύσις αύτη καθ’ ό φυσική (=επειδή είναι φυσική) […], ούτε αμαρτία εστίν, ούτε ακαθαρσία». Και παραθέτει αποσπάσματα εκκλησιαστικών συγγραφέων: «Ου γαρ αληθώς αμαρτία ταύτα, ουδέ ακαθαρσία, κατά τον Χρυσόστομον, και των κατά φύσιν γινομένων ουδέν αληθώς ακάθαρτον, κατά τον Θεοδώρητον, και κατά τον Θεόδωρον ή Διόδωρον, ουδέν ακάθαρτον ει μη πονηρά διάθεσις». Και κατόπιν αναφέρει το απόσπασμα των «Αποστολικών Διαταγών» που παραθέσαμε.
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης ερμηνεύει τους περιορισμούς αυτούς ως παιδαγωγικό μέσο (Eπιστολή ιδ΄, P.G., 78, 741): «ορίστηκε ότι οι φυσικές και ακούσιες εκκρίσεις» (περίοδος και ονειρώξεις) «χρειάζονται καθαρισμό, για να συνειδητοποιεί περισσότερο ο άνθρωπος πόσο πρέπει να αυτοπειθαρχείται στα παρά φύσιν και τα εκούσια».
Υπάρχει όμως και άλλη μια πλευρά του θέματος, ίσως μάλιστα η πρωταρχική, από την οποία ξεκίνησαν ακόμη και οι αυστηροί περιορισμοί της Παλαιάς Διαθήκης: η υγιεινή. Σε πρωτόγονες εποχές, με μηδενικές συνθήκες υγιεινής, όπου δεν υπήρχαν ούτε εσώρουχα, ήταν απαραίτητο να προφυλάσσεται η γυναίκα κατά την περίοδό της από κοινωνικές συναναστροφές, για να μην κολλήσει κάποιο μικρόβιο ή μεταδώσει η ίδια (αν ήταν άρρωστη) μέσω του αίματος που έρεε από τα ρούχα της χωρίς εμπόδιο στο έδαφος.
Στην αρχαιότητα οι κανόνες υγιεινής συχνά περιβάλλονταν κύρος ιερών διατάξεων, είτε για να πειστούν οι άνθρωποι να τους εφαρμόζουν είτε και γιατί κάτι τόσο σημαντικό εθεωρείτο πράγματι δοσμένο από το Θεό (όπως δεν αμφιβάλλουμε οι χριστιανοί για τις διατάξεις της Παλαιάς Διαθήκης –οι οποίες όμως αντιστοιχούν σε μια νηπιακή κατάσταση της ανθρωπότητας και καταργούνται με το «νέο νόμο» του Χριστού, το «νόμο της χάριτος»). Οι πρωτόγονες αυτές (από υγειονομική άποψη) συνθήκες δεν είναι πολλά χρόνια που ξεπεράστηκαν στο δυτικό κόσμο και στη χώρα μας, ενώ στον υπόλοιπο πλανήτη επικρατούν ακόμη.
Γι’ αυτό λοιπόν «απαγορεύεται» να πλησιάσει ιερό χώρο η γυναίκα κατά την έμμηνη ρύση (διότι εκεί συγκεντρώνεται όλη η κοινότητα), γι’ αυτό «απαγορεύεται» να ενωθεί με τον άντρα της, γι’ αυτό «απαγορεύεται» να αγγίξεις νεκρό ή λεπρό κ.ο.κ.: για να μην υπάρξει κάποια μόλυνση (εκτός του ότι να κοινωνήσει απαγορεύεται και για έναν άλλο λόγο: διότι, την ημέρα που μεταλαβαίνουμε, θεωρούμε το αίμα μας ενωμένο με το Αίμα του Χριστού και προσέχουμε να μην αιμορραγούμε και, αν αιμορραγήσουμε, μαζεύουμε το αίμα μας και το καίμε).
Βλ. συμπληρωματικά στοιχεία στο http://www.ierosolymitissa.org/expaganus.htm («Η γυναίκα στο Χριστιανισμό – Παλαιά και Καινή Διαθήκη»), και http://www.apologitis.com/gr/arxaiatot.htm («Η Γυναίκα στην Αρχαιότητα και το Βυζάντιο»).