Τη στήριξή του προς το δίκαιο αίτημα της Υπουργού Πολιτισμού, Λίνας Μενδώνη, των αρχόντων της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως και των επιστημόνων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, για την ένταξη του αρχαιολογικού χώρου της αρχαίας Νικόπολης στον κατάλογο μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, εξέφρασε ο Οικουμενικός Πατριάρχης από το το Αρχαίο Θέατρο της Ρωμαϊκής Νικόπολης.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος πραγματοποιεί από την Πέμπτη, 27 Ιουνίου 2024, επίσημη επίσκεψη στην Ι. Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης.
Η υποδοχή
Κατά την άφιξή του στην πόλη της Πρέβεζας, με τη συνοδεία του, τον υποδέχθηκαν ο Ποιμενάρχης Σεβ. Μητροπολίτης κ. Χρυσόστομος και ο Δήμαρχος της πόλεως Εντιμ. κ. Νίκος Γεωργάκος, παρουσία του Σεβ. Μητροπολίτου Ιωαννίνων κ. Μαξίμου, εκπροσώπου του Μακ. Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου, των Σεβ. Μητροπολιτών Κερκύρας, Παξών και Διαποντίων Νήσων κ. Νεκταρίου Λευκάδος και Ιθάκης κ. Θεοφίλου, Άρτης κ. Καλλινίκου, Ηλείας και Ωλένης κ. Αθανασίου, Παραμυθίας, Φιλιατών και Γηρομερίου κ. Σεραπίωνος, κληρικών, Μοναχών και Αρχόντων Οφφικιαλίων της Μ.τ.Χ.Ε., του εκπροσώπου της Κυβερνήσεως Βουλευτού κ. Σπυρίδωνος Κυριάκη, του Βουλευτού κ. Κωνσταντίνου Μπάρκα, Αυτοδιοικητικών παραγόντων, και πιστού λαού. Στην ομιλία του, ο Δήμαρχος Πρέβεζας καλωσόρισε με θερμούς λόγους τον Παναγιώτατο στον δήμο του, τον οποίο επισκέπτεται και πάλι ύστερα από 25 χρόνια. Στην αντιφώνησή του ο Πατριάρχης επεσήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Τιμώμεν, Εντιμότατε κύριε Δήμαρχε, όσους φέρουν τας υψηλάς ευθύνας διά τα κοινά, τους αγωνιζομένους διά το δημόσιον καλόν, διά την οργάνωσιν και διαχείρισιν των ανθρωπίνων πραγμάτων, διά την κοινωνικήν συνοχήν και την πρόοδον. Υπενθυμίζομεν ότι η προαγωγή όλων αυτών συμβαδίζει με την καλλιέργειαν και τον σεβασμόν των πνευματικών αξιών. Το Γένος μας είναι κληρονόμος μιάς μοναδικής μεγάλης πνευματικής και πολιτισμικής κληρονομιάς, που καθώρισε την μακράν και περιπετειώδη πορείαν του, ορίζει δε και σήμερον την ιδιοπροσωπίαν μας και αποτελεί οδοδείκτην και εχέγγυον διά το μέλλον. Φορεύς και υπερασπιστής αυτής της τιμαλφεστάτης παραδόσεως υπήρξε και παραμένει η Εκκλησία, μέσα εις την οποίαν, όπως έχει λεχθή, διασώζονται και ολοκληρώνονται τα τιμαλφέστατα ιδεώδη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. «Η Ελληνικότητα βυζαντινίζει», σημειώνει η κυρία Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ. Η Μετριότης μας σας προτρέπει να μη λησμονήτε τον ρόλον της Εκκλησίας εις την περιπετειώδη πορείαν του Γένους, εις την διαμόρφωσιν της ταυτότητός του, εις την παιδείαν και την πολιτισμικήν ανάπτυξίν του, τον καθοριστικόν ρόλον της εις καιρούς κλήδονος. Ποτέ η Εκκλησία μας δεν αγνόησε την ιστορίαν και την κοινωνίαν. Συνέβαλλεν εις την όξυνσιν του αισθητηρίου των πιστών διά τα σημεία των καιρών, διά τας εκάστοτε μεγάλας προκλήσεις, αλλά και διά τας θετικάς προοπτικάς κάθε εποχής. Ηγίαζε την ζωήν διά των μυστηρίων της, διά των εορτών της, έδιδε παρηγορίαν εις τας θλίψεις και ενίσχυε τους πιστούς εις την αντιμετώπισιν των οριακών καταστάσεων της ζωής. Η Ορθοδοξία είναι δεμένη με την ψυχήν μας, με την γλώσσαν και την μουσικήν, τα ήθη και τα έθιμά μας, την κοινωνικήν ζωήν, με ολόκληρον τον πολιτισμόν μας. Τα σύμβολά της είναι «οικεία και αναντικατάστατα» εις την συνείδησίν μας.” Στη συνέχεια τελέστηκε Δοξολογία στον Ι. Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου ο οικείος ποιμενάρχης προσφώνησε εγκαρδίως τον Οικουμενικό Πατριάρχη, υπογραμμίζοντας τη σημασία της διακονίας και την πολυδιάστατη προσφορά της Πρωτοθρόνου Εκκλησίας της Ορθοδοξίας. Με πολύ σεβασμό και συγκίνηση προς τον θεσμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ο Σεβασμιώτατος απένειμε στον Παναγιώτατο την ανώτατη τιμητική διάκριση της Ιεράς Μητροπόλεως, το “παράσημο-Σταυρό του Απόστολου Παύλου”, ιδρυτού της τοπικής Εκκλησίας της Νικοπόλεως. Στην αντιφώνησή του, ο Παναγιώτατος, αναφέρθηκε στην προ 25ετίας επίσκεψή του στην Πρέβεζα και στον τότε ποιμενάρχη της μακαριστό Μητροπολίτη Νικοπόλεως Μελέτιο, με τον οποίο, όπως είπε, τον συνέδεαν ισχυροί πνευματικοί δεσμοί. “Με την πνευματικότητα, την λογιοσύνην του, το κατηχητικόν έργον και τα συγγράμματά του, την συμβολήν του εις την σύγχρονον μαρτυρίαν της Ορθοδοξίας και εις τους θεολογικούς διαλόγους, ο αείμνηστος αδελφός έγραψε το όνομά του χρυσοίς γράμμασιν εις την σύγχρονον ιστορίαν της Εκκλησίας. Είη η μνήμη αυτού αιωνία και άληστος!”, είπε και στη συνέχεια απευθύνθηκε στον σημερινό Μητροπολίτη, τον οποίο ευχαρίστησε για την υποδοχή, τους καρδιακούς λόγους, για τον σεβασμό προς τη Μητέρα Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, και, επίσης, για την απονομή προς Αυτόν του Παρασήμου-Σταυρού του Αποστόλου Παύλου. “Διακονείτε ευόρκως και θυσιαστικώς, άγιε Αδελφέ, μίαν παράδοσιν πίστεως, αγάπης και ελπίδος, η οποία αποτελεί ανεξάντλητον πηγήν ζωτικών αληθειών διά τον άνθρωπον και τον κόσμον. Η πιστότης εις την παράδοσιν αυτήν δεν έχει ουδεμίαν σχέσιν με άγονον συντηρητισμόν, ο οποίος, εν τέλει, «νεκρώνει την παράδοσιν». Ορθώς έχει γραφή, ότι ο συντηρητισμός είναι «αντιπαραδοσιακός». Η γνησία παραδοσιακότης ακούει την φωνήν των Πατέρων, ταυτοχρόνως δε αφουγκράζεται την φωνήν των συγχρόνων της, διαλέγεται και αναδεικνύει την επικαιρότητα των χριστιανικών αληθειών και το υπαρξιακόν των περιεχόμενον. Τόσον η άγονος προσκόλλησις εις το παρελθόν, όσον και η άκριτος ταύτισις με το εκάστοτε παρόν, δεν αποτελούν θεολογικώς ορθήν κατανόησιν του «ουκ εκ του κόσμου» χαρακτήρος της πίστεώς μας. Η Εκκλησία γνωρίζει ότι η χριστιανική καλή μαρτυρία είναι αδύνατον να δοθή από ανθρώπους αδιαφόρους διά τον συνάνθρωπον και τον κόσμον, ούτε βεβαίως από πιστούς με κοσμικόν φρόνημα, το οποίον εξουθενώνει τας δημιουργικάς των δυνάμεις. Δημιουργείται εις τας ημέρας μας τεχνηέντως η εντύπωσις ότι η πρότασις ελευθερίας και τα πρότυπα που εκπροσωπεί και προβάλλει η Εκκλησία εγκλωβίζουν την ζωήν εις παρωχημένα σχήματα. Η αλήθεια είναι τελείως διαφορετική, και η επίκαιρος επιβεβαίωσις διά του λόγου το αληθές είναι τρία θεοδίδακτα κείμενα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, η οποία επραγματοποιήθη τον Ιούνιον 2016 εις την Ορθόδοξον Ακαδημίαν Κρήτης -σήμερον ακριβώς συμπληρούνται 8 έτη από της λήξεως των εργασιών της-: α) Η αποστολή της Ορθοδόξου Εκκλησίας εις τον σύγχρονον κόσμον, β) Εγκύκλιος και γ) Μήνυμα της Συνόδου προς τον Ορθόδοξον λαόν και κάθε άνθρωπον καλής θελήσεως. Εις τα κείμενα αυτά αποκαλύπτεται η ανοικτοσύνη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και η ευαισθησία της διά τας περιπετείας της ανθρωπίνης ελευθερίας. Δεν κηρύσσει η Εκκλησία Θεόν κρυπτόμενον εις την απόλυτον υπερβατικότητά του, αλλά Θεόν Λόγον σαρκωθέντα δι᾽ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν. Η Εκκλησία είναι ο τόπος και ο τρόπος με τον οποίον ο Θεός κατεργάζεται την σωτηρίαν του ανθρώπου και του κόσμου. Είναι ο χώρος της «κοινής σωτηρίας», της «κοινής υπακοής», της «κοινής ελευθερίας», του «κοινού ήθους», πρόγευσις και ελπίς της «κοινής αναστάσεως» και της «κοινής βασιλείας». Το μέγα μυστήριον εις την Εκκλησίαν του Χριστού, το πραγματικώς «νέον και καινόν», είναι το «κοινόν». Δεν είμεθα εν τη Εκκλησία «άθροισμα ατόμων», αλλά «κοινωνία προσώπων», «κοινωνία σχέσεων», «κοινωνία θεώσεως».”