Αργεί ν’ απαντήσει ο Θεός, και με τούτο επιτυγχάνονται πολλά.
Σαν επικεφαλίδα του όλου λόγου ταιριάζει απόλυτα ένα ρητό του Παύλου: «Τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ. 8.28), δικό τους μα και πλείστες φορές και των άλλων.
α’) Φανερώνεται το επίπεδο της πίστεώς μας. Η πίστη δεν είναι κάτι το θεωρητικό, το διανοητικό και εγκεφαλικό τού τύπου «Πιστεύω γιατί τα πράγματα με οδηγούν προς τα εκεί θέλοντας και μη· πιστεύω θαμπά και επιδερμικά πως υπάρχει αόριστα μια ανώτερη δύναμη». Τούτο συνιστά προθάλαμο της πίστεως. Κρίμα αν μείνουμε εκεί έξω· θα παγώσουμε.
Πίστη σε ένα πρώτο πλατύ στάδιο είναι ο ενστερνισμός των δογμάτων, σε δεύτερο δε και τέλειο η διαπροσωπική σχέση με τον συγκεκριμένο και προσωπικό Θεό. Η πίστη δεν είναι συναλλαγή, σαν, θα λέγαμε, «Ικανοποίησέ μου το τάδε αίτημα για να Σε πιστεύω, κάνε μου τη χάρη τούτη για να Σε αγαπώ» ή «Όλα μου πάνε καλά· ο Θεός με αγαπάει – και Τον αγαπώ κι εγώ». Αυτή είναι φτηνή τακτική.
β’) Καλλιεργείται η ταπεινοφροσύνη μας.
Ο Θεός στην αρχή μας ταπεινώνει. Ενδέχεται να Τον εκλιπαρούμε για κάποιο δώρο σπουδαίο κατά τη δική μας αντίληψη και στάθμιση, Εκείνος όμως να μη μας το παρέχει. Έτσι ωστόσο μας παρέχει ένα σπουδαιότατο δώρο κατά τη δική Του πάνσοφη σκέψη, την ταπείνωση.
Ας το καταλάβουμε με συλλογισμό «εκ του αντιθέτου»: Πόσοι και πόσοι αληθινά άγιοι και θαυματουργοί, όταν άφησαν να γλυκαθεί ο λογισμός τους και πίστεψαν πως έγιναν άγιοι, δεν τα έχασαν όλα; Διακυβεύθηκε μάλιστα και η σωτηρία τους. Δυσεξαρίθμητα τα παραδείγματα.
Ο Θεός για να επαναφέρει στην ταπείνωση, τη βάση των αρετών, που είναι η μητέρα των αρετών, αποσύρει παιδαγωγικά τη Χάρη Του, οπότε ο υψηλόφρονας πέφτει μέχρι και στα βαθύτερα και βαρύτερα αμαρτήματα, και κατά πρώτον στα σαρκικά. «Εάν επαρθείς με τα χαρίσματα αυτής [της προνοίας του Θεού], σε αφήνει και πέφτεις τελείως σε πράγματα, στα οποία [πριν] πειραζόσουν δια των λογισμών μόνο», διδάσκει ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος (Ασκητικά Λόγος 49 Περί της αληθούς γνώσεως και περί πειρασμών σελ. 203).
Συνεπώς σε περίπτωση που ο Θεός μετέρχεται τη «βραδυτήτα» (Β’ Πέτρ. 3.9) και αργεί ν’ απαντήσει στις προσευχές μας, συμβάλλει ουσιαστικά προς την κατεύθυνση της πνευματικής μας προόδου η αυτομεμψία. Να πιστέψουμε ότι είμαστε ανώριμοι και ανάξιοι να τύχουμε απαντήσεως: «οίδαμεν δε ότι αμαρτωλών ο Θεός ουκ ακούει, αλλ’ εάν τις θεοσεβής η και το θέλημα αυτού ποιή, τούτου ακούει» (Ιω. 9.31).
γ’) Καταδεικνύεται η αναγκαιότητα της συνέσεως.
Απαιτείται εκλεπτυσμένη ευαισθησία και νήψη, εγρήγορση, ώστε να πιάνουμε νύξεις και σήματα θεϊκά, να κατανοούμε γιατί ο Θεός ενεργεί έτσι ή φαίνεται πως δεν ενεργεί τίποτε. Τι μας ζητάει; Μας ζητάει την πίστη, την ταπείνωση, τη μετάνοια, τον αγώνα μας; Πολλά είναι δυνατό να θέλει, που αν δεν έχουμε την ετοιμότητα να τα καταλαβαίνουμε θα τα χάνουμε άπρακτα και ανεπίστροφα ίσως.
δ’) Ο αγώνας μας, είπαμε. Δοκιμάζει, καθαρίζει και αγιάζει. Εδώ ας παραθέσουμε ένα περιστατικό από τους πολύκροτους πειρασμούς του Μεγάλου Αντωνίου που ενέπνευσαν και καλλιτέχνες.
Αρχίζοντας την άσκησή του κλείσθηκε σε τάφο, όπου πολεμήθηκε αφάνταστα από τους δαίμονες. Προσευχόταν από τα μύχια του συνεχώς, μα ο Ύψιστος τον είχε «ξεχάσει». Για μακρύ διάστημα ο πονηρός επιχειρούσε εναντίον του, ήθελε να τον πτοήσει και να τον βγάλει από το μνήμα και από το άθλημά του.
Κάποτε όμως φάνηκε ν’ ανοίγει η οροφή και να κατεβαίνει μια ακτίνα φωτός προς αυτόν. Πάραυτα και αυτόματα τα ακάθαρτα πνεύματα χάθηκαν καθώς και οι πόνοι από τις πληγές που του είχαν προξενήσει με τους ξυλοδαρμούς των.
Με παράπονο ο όσιος ρώτησε τον Παντοδύναμο πού ήταν τόσο καιρό; Γιατί δεν είχε έρθει από την αρχή να του σταματήσει τις οδύνες; Άκουσε ευθύς τη φωνή του Κυρίου να του αποκρίνεται ότι εκεί ήταν, αλλά περίμενε να δει την πάλη του. Επειδή είχε υπομείνει χωρίς να ηττηθεί, θα του ήταν πάντοτε στο εξής βοηθός και θα τον καταστούσε ονομαστό παντού (Βίος… οσίου… Αντωνίου 10).
Για να κατασταθούμε άξιοι και να φθάσουμε να μας δίνονται καταστάσεις και χαρίσματα από τα πιο υλικά, «τον άρτον ημών τον επιούσιον» (Ματθ. 6.11), ως τα πιο πνευματικά κατά το «θεοί έστε και υιοί Υψίστου πάντες» (Ψαλμ. 81.6), χρειάζεται απαραίτητα αγώνας. Δυναμώνει, νευρώνει και χαλυβδώνει, οπότε αποτινάζεται από πάνω μας η χαύνωση σώματος, νου και ψυχής.
ε’) Ακόμη, βραδύνοντας ο Κύριος ν’ ακούσει τις δεήσεις μας, μας οξύνει τον πόθο και λαχταράμε περισσότερο τις δωρεές που Του ζητάμε. Ό,τι αποκτάται αμέσως και χωρίς ιδρώτα δεν εκτιμάται συνήθως, και αφήνεται εύκολα να χαθεί, όπως τα κληρονομημένα εξανεμίζονται ευκολώτερα από τα χέρια των απαιδεύτων.
Προκαλεί επιπλέον και βαθιά ευγνωμοσύνη προς τον δωρητή, αντίθετα από το δώρο που πήραμε «αβρόχοις ποσί» και με πρόσωπο χωρίς ιδρώτα και δάκρυα.
στ’) Στρεφόμαστε πιο θερμά στον Θεό. Για να δείξουμε με απλό τρόπο τη συγκεκριμένη αιτία που ο Θεός αποσύρεται και δεν φαίνεται, φέρνουμε μια τρυφερή και ζεστή εικόνα της απλής οικογενειακής ζωής: Η μαννούλα κρύβεται και το μικρό της την ψάχνει εναγώνια. Αυτή χαίρεται που βλέπει την έλξη που ασκεί και τον στενό δεσμό που δημιουργείται, οπότε στην κατάλληλη στιγμή φανερώνεται, και το παιδάκι τρέχει καταχαρούμενο στην αγκαλιά της. Έτσι το προπονεί και εξασκεί στην αγάπη της.
ζ’) Κωφεύει ακόμη ο Θεός οσάκις Του απευθυνόμαστε για κάτι το άχρηστο το λιγότερο, αν όχι επιζήμιο και καταστροφικό, είτε για μας είτε για τους άλλους. Κωφεύει για να καταλάβουμε την ευήθεια και ανοησία μας, και να σταματήσουμε να επιμένουμε.
«Ζητείτε δε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού, και ταύτα πάντα προστεθήσεται υμίν» (Ματθ. 6.33) όρισε ο Κύριος, και το δίδαξε και στην Κυριακή προσευχή, τη δική Του προσευχή που μας έμαθε (Λουκ. 11.1-4· Ματθ. 6.9-13). Να ζητάμε πρώτιστα και κύρια «ελθέτω η βασιλεία σου» και έπειτα να ζητάμε «τον άρτον ημών τον επιούσιον».
Αλλά εκτός του να ζητάμε κάποτε πράγματα ασήμαντα, υφίστανται και περιπτώσεις που ζητάμε πράγματα επικίνδυνα, ακόμη και πανθομολογούμενα αμαρτωλά και παραγωγικά αμαρτίας.
Έτσι αυθαδίασε απαιτητικά ο άσωτος: «Πάτερ, δος μοι το επιβάλλον μέρος της ουσίας». Αφού το πήρε δε, «απεδήμησεν εις χώραν μακράν, και εκεί διεσκόρπισε την ουσίαν αυτού ζων ασώτως» (Λουκ. 15.11-14).
Ο κολοφώνας όμως των παρανοϊκών αιτημάτων είναι το να αιτεί κάποιος το κακό του συνανθρώπου του, νομίζοντας – ή προσπαθώντας να νομίσει – ότι αιτεί το καλό της κοινωνίας! «Θεέ μου, Εσύ που αποστρέφεσαι το κακό, αυτός που με αδίκησε τιμώρησέ τον για να καταλάβει τι μου έκανε και να διορθωθεί και να μου επανορθώσει και να μη βλάπτει πια»… Εμπαιγμός από τον διάβολο. Όχι προσευχή «ως θυμίαμα» ενώπιον του Θεού (Ψαλμ. 140.2), αλλά σπονδή και θυσία στον διάβολο.
η’) Προσποιείται επίσης τον αδιάφορο ο Θεός, για να προβληθεί ο δοκιμαζόμενος, σαν πρότυπο προς μίμηση στο σύνολο.
Η επί δεκαοχτώ χρόνια «συγκύπτουσα… εις το παντελές» σερνόταν και φοιτούσε στη συναγωγή. Με αυτό τον τρόπο γινόταν παράδειγμα «εκκλησιασμού», θα λέγαμε, και θεοσεβείας και καρτερίας, αφού δεν είχε αποκάμει να δέεται, όπως θα ήταν φυσικό, για τη βελτίωση την υγείας της (Λουκ. 13.10-11).
Καθαρά όμως και αναμφίλεκτα αναδεικνύεται η συγκεκριμένη τακτική του Θεού στην περίπτωση του πολύαθλου Ιώβ: Τον εκχώρησε στον σατανά και του φέρθηκε έτσι, που φαινόταν σαν «Δεν με νοιάζει», μόνο και μόνο για να αναφανεί δίκαιος (40.8) στον μισάνθρωπο βελίαρ, αλλά και στους φίλους του τότε, και επιπλέον στους ανθρώπους κάθε εποχής.
θ’) Άλλοτε δεν μας μιλάει σύντομα ο Κύριος και επιτρέπει να χειροτερέψει η κατάστασή μας τόσο, που η θεραπεία της να καταδείξει ότι αποτελεί θεία επέμβαση, μέχρι και θαύμα. Επί σειρά ετών ήταν δεμένος αποκαρδιωτικά στην αρρώστια του ο δύστηνος παραλυτικός τής Βηθεσδά. Και ήταν δεμένος γύρω από την κολυβήθρα της παρακαλώντας προφανέσταστα τον Θεό και περιμένοντας το θαύμα Του μέσω του θαυματουργού νερού της. Το θαύμα όμως ήρθε από τον Θεάνθρωπο. Η ίαση του μακροχρόνια ανιάτου ήταν σαφέστατο και αδιαφιλονίκητο πελώριο θαύμα (Ιω. 5.1-16).
Επομένως αρκετές ωφέλειες θησαυρίζουμε όταν ο Πανάγαθος αφήνει να κυλάει ένα διάστημα χρόνου πριν δεχθεί «έμπρακτα» την προσευχή μας. Πλην όμως υπάρχουν και μύριες άλλες που επαφίονται στην πανσοφία Του.
Πηγη dogma.gr/ Ιερομόναχος Ιουστίνος