Στην πολύτιμη συνεισφορά της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο το οποίο διαχρονικά τροφοδοτούσε με άξια στελέχη που επάνδρωσαν διαχρονικά την Πατριαρχική Αυλή, καθώς και στην δυναμική Πανορθόδοξη ευθύνη την οποία αναπτύσσει σήμερα η Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, αναφέρθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος κηρύσσοντας την έναρξη των εργασιών του Συνεδρίου με τίτλο: “Ἡ συμβολὴ τῶν Χαλκιτῶν Καθηγητῶν καὶ ἀποφοίτων εἰς τὰς διορθόδοξους σχέσεις: Θεολογικὴ Σχολὴ τῆς Χάλκης· ἐπιτελικὸν διεργαστήριον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου”.
Στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης πραγματοποιήθηκαν χθες, Τρίτη 13 Ιουνίου 2023, οι εργασίες του Διεθνούς Διορθοδόξου Επιστημονικού Συνεδρίου το οποίο διοργανώνεται επ’ αφορμή της συμπληρώσεως εκατονταετίας από της συγκλήσεως του εν Κωνσταντινουπόλει Πανορθοδόξου Συνεδρίου του 1923. Τις εργασίες του παρόντος Συνεδρίου κήρυξε ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, ο οποίος απηύθυνε εναρκτήριο χαιρετισμό.
Η προσφορά της Χάλκης στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
Αρχικά ο Παναγιώτατος αναφέρθηκε στην προσφορά της Σχολής στο Οικουμενικό Πατριαρχείο λέγοντας, μεταξύ άλλων ότι: “Το «πνεύμα της Χάλκης», ως αυτό τούτο το πνεύμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ήτο ενσάρκωσις ακλονήτου πιστότητος εις την δογματικήν, λειτουργικήν και κανονικήν παράδοσιν της Εκκλησίας, και ανοικτοσύνης προς την ιστορίαν και τον πολιτισμόν. Ήτο αυτονόητον, οι καθηγηταί της Χάλκης να συμμετέχουν εις τα του Πατριαρχείου, ως θεολογικοί σύμβουλοι, ως μέλη Επιτροπών, ως ειδικοί εισηγηταί, ως υπερασπισταί των δικαίων του. Η Χαλκίτις Σχολή ετροφοδότει την Αγίαν του Χριστού Μεγάλην Εκκλησίαν με άριστα κατηρτισμένα, δυναμικά και αφωσιωμένα εις το καθήκον στελέχη. Οι απόφοιτοί της εισήρχοντο εις την Πατριαρχικήν Αυλήν, αυτοί ήσαν οι μελλοντικοί επίσκοποι, η πνευματική ηγεσία της Εκκλησίας. Και είναι βέβαιον, ότι η Χάλκη τους έδινε τα απαραίτητα πνευματικά εφόδια διά την πορείαν αυτήν και την αναγκαίαν προδιάθεσιν και δεκτικότητα διά να αποκτήσουν το «ήθος του Φαναρίου»”.
Στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης στάθηκε ιδιαίτερα στην δυναμική Πανορθόδοξη ευθύνη την οποία αναπτύσσει σήμερα η Μητέρα Εκκλησία η οποία όταν οι περιστάσεις το απαιτούν παρεμβαίνει για να επιλύσει καταστάσεις και ζητήματα τα οποία ενίοτε χρονίζουν. Ως πρόσφατο δυναμικό παράδειγμα έφερε την χορήγηση αυτοκεφαλίας στην Εκκλησία της Ουκρανίας υπογραμμίζοντας ότι κάθε αμφισβήτηση αυτού του καθεστώτος εισάγει μία νέα εκκλησιολογία και υποσκάπτει την διορθόδοξη ειρήνη.
“Η αγία αποστολή της Εκκλησίας δεν προάγεται επί τη βάσει μιάς «κλειστής» και «εσωστρεφούς» θεολογίας και πνευματικότητος, αι οποίαι αγνοούν ή απορρίπτουν τον κόσμον, διά να διαφυλάξουν αλώβητον την δήθεν απειλουμένην υπό του πολιτισμού, των ιστορικών εξελίξεων και του «εν τω κόσμω» χαρακτήρος της Εκκλησίας, ορθοδοξίαν και καθαρότητα της πίστεως.
Πνεύμα αγάπης, αλληλεγγύης και διαλόγου εδιδάχθημεν εις την Χάλκην οι ομογάλακτοι αδελφοί, εις το θρανίον και το στασίδι, εις την κοινήν μελέτην και την κοινήν τράπεζαν, εις την κοινοβιακήν καθημερινότητα και την απλότητα της βιοτής. Η θεολογία ήτο γνώσις υπαρξιακή και εμπειρική, ήτο απάντησις εις τας πνευματικάς αναζητήσεις του ανθρώπου, έμπνευσις και ώθησις διά καλήν μαρτυρίαν «περί της εν ημίν ελπίδος» και διά καλλίκαρπον εκκλησιαστικήν διακονίαν.
Γνωρίζομεν ότι άνευ των ευθαρσών πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου όχι μόνον η Ορθοδοξία, αλλά και η εικών του χριστιανικού κόσμου θα ήτο διαφορετική. Και σήμερον, η Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία αναπτύσσει δυναμικώς την πανορθόδοξον ευθύνην της, παρεμβαίνει όταν αι περιστάσεις το απαιτούν διά την επίλυσιν χρονιζόντων ή νέων προβλημάτων, επ’ αγαθώ του λαού του Θεού, με αμετακίνητον προσήλωσιν εις την δογματικήν και κανονικήν παράδοσιν της Εκκλησίας. Έμπρακτον επιβεβαίωσιν του πρωτευθύνου ρόλου του Οικουμενικού Θρόνου και επικύρωσιν της ορθοδόξου εκκλησιολογίας και της μακραίωνος καθηγιασμένης εκκλησιαστικής πρακτικής αποτελεί η χορήγησις αυτοκεφάλου καθεστώτος εις την Εκκλησίαν της Ουκρανίας. Κάθε προσπάθεια αμφισβητήσεως του Ουκρανικού Αυτοκεφάλου, εισάγει μίαν ανερμάτιστον «νέαν εκκλησιολογίαν», υποσκάπτει την διορθόδοξον ειρήνην και κωλύει την συνεργασίαν και την κοινήν μαρτυρίαν των Ορθοδόξων Εκκλησιών.”