Tο πρώτο και κυριότερο που πρέπει να ζητά ο άνθρωπος στην προσευχή του προς τον Θεό είναι τα ουράνια αγαθά. Έπειτα τα κοσμικά και γήινα. Έτσι μας δίδαξε ο Κύριος.
«Ζητάτε πρώτα τη βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του κι όλα τ’ άλλα θα σας προστεθούν κατόπιν» (Ματθ. 6:33).
Αλλά και στην Κυριακή προσευχή (Πάτερ ημών) πρώτα ζητάμε να γίνει το άγιο θέλημά Του κι έπειτα παρακαλούμε για το καθημερινό μας ψωμί (Ματθ. 6:10).
Κάθε άνθρωπος δίκαιος και ενάρετος δεν μπορεί παρά να υπακούσει στην προτροπή αυτή του Κυρίου. Και είναι λογικό και δίκαιο ο άνθρωπος να σηκώνει τα χέρια και την καρδιά προς τον Θεό-Πατέρα για να ζητήσει κάτι, αλλά κυρίως βέβαια για να Τον ευχαριστήσει και να τον δοξολογήσει.
Με ποιο τρόπο όμως, πρέπει να γίνεται η προσευχή αυτή; Η θεία ακοή, λέγει ο Μέγας Βασίλειος, δεν έχει ανάγκη από ισχυρές φωνές για ν’ ακούσει. Εκείνο που θέλει ο Θεός είναι τα σκιρτήματα της καρδιάς και η καθαρή συνείδηση.
Στην ακοή του Υψίστου κραυγή μεγάλη είναι εκείνη που βγαίνει από τα βάθη της καρδιάς μας και ας σωπαίνουν τα χείλη. «Εκ βαθέων εκέκραξά σοι, Κύριε, Κύριε, εισάκουσον της φωνής της δεήσεώς μου» (Ψαλμ. 129).
Όσο ο Χριστιανός έχει τα χέρια του ψηλά, καταγίνεται και προσέχει την προσευχή του, νικά τους εχθρούς του που είναι ο Διάβολος, τα πάθη, οι αδυναμίες, η κακία του κόσμου. Από τη στιγμή όμως που παύει να προσεύχεται, τότε όλοι αυτοί οι εχθροί που προαναφέραμε δυναμώνουν, αντιστέκονται και τελικά υπερισχύουν και νικούν.
Χρειάζεται λοιπόν μια σωστή προσευχή. Γιατί συχνά σήμερα ακούμε ανθρώπους να λένε: «Εγώ πιστεύω στον Θεό. Μη μου πείτε όμως να πάω στην Εκκλησία. Δεν το μπορώ»· και μερικοί άλλοι συμπληρώνουν, «Δε βαριέσαι, ο Θεός είναι παντού».
Ας βάλουμε τα πράγματα στη σειρά. Προσευχές είναι δύο ειδών. Μία ατομική (μόνος στο ταμιείον) και μία ομαδική στον ναό. Και η μία χρειάζεται και η άλλη.
Για την ατομική δεν έχουμε να πούμε και πολλά πράγματα γιατί είναι προσωπική υπόθεση και ο καθένας την κάνει όπως αυτός την αισθάνεται κι ανάλογα με τις περιστάσεις που αντιμετωπίζει (δυστυχώς).
Αλλά για την ομαδική μπορούμε να πούμε πολλά.
Μία μεγάλη μερίδα ανθρώπων πηγαίνει βέβαια στην Εκκλησία, αλλά έτσι όπως πηγαίνει βρίσκεται σε μεγάλη πλάνη.
Δηλαδή ή θα πάει στο τέλος της Λειτουργίας ή αν πάει νωρίς θα φύγει στη μέση της λατρείας και συνήθως μετά το «Πάτερ ημών». Αλλά και όταν μείνει, δεν μένει για να συμμετέχει αλλά κοιτάζει ποιος μπαινοβγαίνει ή τι φοράει ο ένας και ο άλλος.
Άραγε ποιος κάνει μεγαλύτερη αμαρτία; Αυτός που δεν πάει καθόλου στην Εκκλησία, ή αυτός που πάει μεν αλλά το μυαλό του γυροφέρνει, χωρίς καμιά διάθεση να συλλογισθεί σε ποιο χώρο βρίσκεται; Μάλλον αμαρτάνει βαρύτερα ο δεύτερος.
Είναι ασφαλώς μεγάλη αμαρτία να μην πηγαίνουμε στην Εκκλησία. Και είναι αμαρτία γιατί χωρίς σοβαρό λόγο δεν αποδίδεις στον Κύριο και Θεό σου τις ευχαριστίες που πρέπει. Γι’ αυτό και πολύ σωστά θέσπισαν οι Πατέρες ότι όποιος τρεις συνεχόμενες Κυριακές δεν πάει στη συνάθροιση, χωρίς σοβαρό λόγο, θεωρείται εκτός Εκκλησίας, δηλαδή κακώς φέρει τη χριστιανική ιδιότητα.
Αλλά στην Εκκλησία γιατί πας;
Στην Εκκλησία πηγαίνεις για να ενώσεις τη φωνή σου με τη φωνή άλλων αδελφών σου, ώστε με μια φωνή «εν ενί στόματι και μια καρδία» να δοξάζεις τον Θεό σου.
Συνεπώς, αποτελεί μεγάλη αμαρτία όταν πηγαίνεις μεν στην Εκκλησία, σωματικά να βρίσκεσαι μέσα στο ναό αλλά το μυαλό σου να κόβει βόλτες έξω απ’ αυτόν.
Στέκεσαι βέβαια μέσα, αλλά ο νους σου τρέχει έξω, στα καταστήματα, στο φαγητό, στις διασκεδάσεις, στα καθημερινά. Οπουδήποτε αλλού πηγαίνει το μυαλό εκτός από την προσευχή.
Και ναι μεν εξωτερικά φαίνεσαι ότι προσεύχεσαι και καταγίνεσαι με τα πνευματικά καθήκοντα, αλλά το μυαλό γυροφέρνει απ’ το ένα θέμα στο άλλο.
Την ώρα εκείνη δηλαδή που γίνονται τ’ άγια Μυστήρια και ο ιερέας προσφέρει την αναίμακτη θυσία και δέεται για τους νεκρούς, τους αρρώστους, για την ειρήνη του σύμπαντος κόσμου, για την ευφορία των καρπών της γης, εσύ δεν συμμετέχεις νοερά.
Τότε καλύτερα ήταν να μην πηγαίναμε στην Εκκλησία αλλά να καθόμασταν σπίτι μας.
Για να πάμε λοιπόν στην Εκκλησία και να έχουμε μια ουσιαστική συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας χρειάζεται να προετοιμαστούμε με προσοχή.
Πρώτα-πρώτα πρέπει να ξυπνήσουμε πρωί και πρέπει να πάμε όχι μόνο με καθαρό σώμα και καθαρά ρούχα αλλά και ψυχολογικά έτοιμοι. Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να ξενυχτίσουμε αποβραδύς τρώγοντας και πίνοντας γενναία ή χαζεύοντας την τηλεόραση και το πρωί νυσταγμένοι και μαχμουρλήδες με εκείνες τις καούρες και τις ξινίλες να πάμε στην Εκκλησία.
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημάνουμε και την αδυναμία των σημερινών γονέων που, ενώ επιτρέπουν στα παιδιά τους να ξενυχτίσουν βλέποντας πολλές φορές και ακατάλληλα έργα στην τηλεόραση, λυπούνται να τα ξυπνήσουν, όταν είναι για την Εκκλησία!
Με αποτέλεσμα η αδυναμία των γονέων να γίνεται συνήθεια στα παιδιά να μην πηγαίνουν στην Εκκλησία κι αν δεν πάνε μία, δύο, την τρίτη ξεσυνηθίζουν εντελώς και από κει και πέρα γίνονται εύκολη λεία στα χέρια του Διαβόλου.
Γι’ αυτό και πρέπει οι γονείς να μην ενδίδουν στην αδυναμία αυτή και να στέλνουν τα παιδιά στην Εκκλησία, να τα κοινωνούν συχνά και προπαντός να τα συμβουλεύουν να στέκονται φρόνιμα μέσα στο ναό και όχι να χαίρονται με τις αταξίες των παιδιών ή των εγγονών τους.
Είναι δυνατόν να μπαίνουμε σε τόπο λατρείας βαρείς και νυσταγμένοι; Τότε αντί για προσευχή βγαίνει χασμουρητό.
Καμιά προσευχή δεν μπορεί να γίνει με βαρύ στομάχι, κοιλιά φορτωμένη, μάτια νυσταγμένα και κορμί παράλυτο. Αυτό δεν λέγεται προσευχή αλλά χασομέρι.
Μα καλά, θα πουν ίσως μερικοί, ψαλμούς και ύμνους αναφέρουμε στον Θεό. Και μάλιστα με δυνατή φωνή σαν καλοφαγωμένοι που είμαστε.
Λάθος, μεγάλο λάθος. Δεν είναι αυτές φωνές από νικητές και τροπαιούχους που νίκησαν τα πάθη και ήρθαν να δοξολογήσουν τον Θεό. Είναι φωνές από μεθυσμένους και καλοφαγάδες που δεν θέλησαν να παραλείψουν και τις λατρευτικές τους υποχρεώσεις.
Έτσι, ενώ εμείς νομίζουμε ότι μέσα στην Εκκλησία στήνονται τρόπαια κατά του σατανά, εκείνος ο μισόκαλος τρίβει τα χέρια του από χαρά στα κεραμίδια της Εκκλησίας αφού μέσα δεν μπορεί να μπει. Καιροφυλακτεί εκεί πάνω ν’ αρπάξει καμιά ψυχή. Είναι δε επόμενο τέτοιου είδους προσευχές σε καμιά περίπτωση να μη φτάνουν στον ουρανό αλλά να χάνονται και να σκορπίζονται στους τέσσερις ανέμους. Ούτε φυσικά μπορούμε να ελπίζουμε σε ελέη και ευλογίες θεϊκές, αφού δεν φτάνουν ψηλά στον Ουρανό με συνέπεια να μην υπάρχει και η ανάλογη θεϊκή ανταπόκριση.
Από το βιβλίο: Ιωάννης Στόγιας, Πιστοί στην Παράδοση