Μέσα σε κλίμα κατάνυξης έγινε χθες στον Αγ. Αθανάσιο Κυψέλης, ο πανηγυρικός εσπερινός για τον εορτασμό του στυλοβάτη της ορθοδόξου εκκλησίας μας, Επισκόπου Αλεξανδρείας, Μεγάλου Αθανασίου.
Στην Κυψέλη συνέρρευσε ο αθηναϊκός λαός, στο Μετόχι του Αγίου Αθανασίου, επί της οδού Κρίσης, για να τιμήσει την άχραντη μνήμη του κορυφαίου της πίστεως μας.
Μία από τις τέσσερις γειτονιές της συνοικίας Άνω Κυψέλης είναι του Αγίου Αθανασίου, το όνομα του οποίου εορτάζουμε σήμερα και οφείλεται στο ομώνυμο Μετόχι του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Το τμήμα αυτό της αττικής γης συνέδεσε την τύχη του με το Μετόχι του Αγίου Αθανασίου και τον ιδρυτή του, έναν σπουδαίο εκκλησιαστικό άνδρα. Τον αοίδιμο Μητροπολίτη πρώην Νευροκοπίου κυρό Γεώργιο Παπαγεωργιάδη (1881-1958).
Αριστούχος της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης καταφεύγει στην Ελλάδα, συνεπεία των διωγμών στην Τουρκία. Αρχιμανδρίτης πλέον, αναλαμβάνει προϊστάμενος του Αγίου Παντελεήμονος Αχαρνών, πρωτοστατεί στην οικοδόμησή του και το 1920 αγοράζει το κτήμα 10.000 πήχεων περίπου στην Κυψέλη.
Όνειρό του πατρός Γεωργίου ήταν να ιδρύσει μια Ανώτερη και Ελεύθερη Σχολή στα πρότυπα της αρχαίας Κατηχητικής Σχολής της Αλεξάνδρειας. Το 1925 ιδρύει τον Εκκλησιαστικό Ακαδημαϊκό Σύνδεσμο, στον οποίο περιέρχεται η έκταση και ακολουθεί η ίδρυση της Ορθοδόξου Κατηχητικής Σχολής. Το όραμα του ιερωμένου θα συνδυασθεί με πλήθος ενεργειών εξωστρέφειας και συμμετοχής της κοινωνίας, μέσω φιλανθρωπικών εκδηλώσεων.
Το 1928 το Μετόχι τίθεται υπό την προστασία του Οικουμενικού Θρόνου και τρία χρόνια αργότερα (1931) θεμελιώνεται ο τρισυπόστατος Ναός των Αγίων Αθανασίου, Νικολάου και Φωτίου. Ο οποίος θα ολοκληρωθεί και θα λειτουργήσει πανηγυρικά για πρώτη φορά πριν από 80 χρόνια, το 1937.
Το 1940 ο ιδρυτής διά συμβολαίου δώρισε την Ορθόδοξη Κατηχητική Σχολή στο Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, το οποίο την έθεσε υπό την αιγίδα του με βασικό όρο την εξακολούθηση της λειτουργίας της. Ο Αρχιμανδρίτης Γεώργιος Παπαγεωργιάδης εκλέχθηκε Μητροπολίτης Νευροκοπίου το 1942 και παραιτήθηκε το 1945 χωρίς να επισκεφθεί την έδρα του που βρισκόταν υπό Βουλγαρική κατοχή.
Στις 6 Απριλίου 1958, την Κυριακή των Βαΐων, κοιμήθηκε ο ιδρυτής του Μετοχίου και αποφασίσθηκε η ανέγερση ναϊδρίου προς εναπόθεση των λειψάνων του. Πράγματι ανηγέρθη και τιμάται στην Ανάσταση του Κυρίου. Τρία χρόνια αργότερα (1961) ανυψώθηκε και επισκευάσθηκε ο μαντρότοιχος που περιβάλει το ακίνητο.
Τον Οκτώβριο 1962 μια σφοδρή νεροποντή θα προκαλέσει την πτώση της στέγης του Ναού και μεγάλου τμήματός του. Οι εργασίες για την ανοικοδόμηση του Ναού, ο οποίος απέκτησε πλέον τρία κλίτη, με προσθήκη δύο παρεκκλησίων, της Αγίας Αικατερίνης και του Αγίου Νεκταρίου, ολοκληρώθηκαν το 1972.
Εν τω μεταξύ την ίδια χρονιά ολοκληρωνόταν, με τη συμβολή της ευεργέτιδος Μπέσυ Μπακόλα, η μεγάλη αίθουσα διαλέξεων. Ακολούθησαν η αγιογράφηση του Ναού από τον Ιωάννη Ρίτσο και η ορθομαρμάρωση. Το 2000 ανελήφθη επισήμως η διοίκηση του Μετοχίου από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής
Ο χώρος, που αποτελεί μία όαση μέσα στην Αθήνα, συνεχίζει να αποτελεί το σημαντικότερο τοπόσημο της γειτονιάς του Αγίου Αθανασίου της Άνω Κυψέλης. Το όριο της γειτονιάς ξεκινά από τη γωνία που συμβάλουν οι οδοί Αίγλης και Βελβενδού για να ακολουθήσει την τελευταία και μέσω της οδού Καυκάσου να ανέβει για να συναντήσει τη μικρή οδό Ερνέστου Κούρτιου. Ακολουθώντας την τελευταία βρίσκει την οδό Γανυμήδου, απ’ όπου κατεβαίνει για να συναντήσει την οδό Κόκκερελ και μέσω αυτής να κατηφορίσει την οδό Πάρνηθος μέχρι την οδό Αίγλης.